- Σκηνοθεσία: Lætitia Colombani
- Ηθοποιοί: Audrey Tautou, Samuel Le Bihan, Isabelle Carré, Clément Sibony, Sophie Guillemin
- Είδος: ψυχολογικό θρίλερ
- Ημερομηνία κυκλοφορίας: 27 Μαρτίου 2002
- Παραγωγή: Sony Pictures Entertainment
- Προϋπολογισμός ταινίας: 6.2 εκατομμύρια ευρώ
- Ακαθάριστα έσοδα: 5,215,146 εκατομμύρια δολάρια
Μέσα στον καταιγισμό τον blockbuster τον Οκτώβρη του 2002 στην Ιταλία, μια μικρή ταινία από τη Γαλλία έκανε δειλά την έξοδό της στις κινηματογραφικές αίθουσες, χωρίς τις τυμπανοκρουσίες των άλλων παραγωγών της περιόδου. Το κοινό ωστόσο παρατήρησε τους δυο άσσους που έκρυβε στο μανίκι της, τους δυο πολύ καλούς ηθοποιούς που πρωταγωνιστούσαν και ειδικά την ανερχόμενη Audrey Tautou … ή κατά κόσμο Amelie Poulain. Και ήταν και για μένα ο βασικός λόγος που είδα το φιλμ, καθώς το τρέηλέρ της δεν υποσχόταν τίποτα παραπάνω από μια γλυκανάλατη κομεντί. Τα πράγματα όμως, συχνά έχουν δυο όψεις.
Η Angelique (Audrey Tautou) είναι μια νεαρή φοιτήτρια καλών τεχνών, δουλεύει σε ένα μπαρ και ζει ήρεμα μαζί με τους φίλους της. Μια ήρεμη και νορμάλ ζωή … σχεδόν! Στην πραγματικότητα είναι ερωτευμένη με τον Loic (Samuel Le Bihan), έναν τριαντάχρονο γιατρό, παντρεμένο και μέλλον πατέρα, καθώς η γυναίκα του βρίσκεται στον τέταρτο μήνα της εγκυμοσύνης. Ζούνε μαζί έναν έρωτα κρυφό, αλλά σύντομο. Η εγκυμοσύνη της γυναίκας του Loic γίνεται ο λόγος για τον οποίο θα εγκαταλείψει τελικά την Angelique.
Όμως η ίδια δεν στεναχωριέται καθόλου. Είναι σίγουρη ότι η αγάπη της θα καταφέρει να ξεπεράσει τα εμπόδια που υπάρχουν. Στην όλη ιστορία αναμειγνύεται και ο στενός φίλος της Angelique, David (Clement Sibony), ο οποίος είναι απεγνωσμένα ερωτευμένος μαζί της, χωρίς (φυσικά) να υπάρχει ανταπόκριση από μέρους της.
Εν ολίγοις, υπάρχουν όλα τα συστατικά μιας αισθηματικής κωμωδίας ή ενός μελοδραματικού έργου που θυμίζει έντονα την κινηματογραφική μεταφορά της Τόλμης και Γοητείας… Ωραία ως εδώ… Έλα όμως που στην ουσία η ταινία είναι μια καλογυρισμένη μαύρη κωμωδία, με αρκετά στοιχεία ενός … θρίλερ! Και δεν πρόκειται να σας αναφέρω κάποιο άλλο στοιχείο της υπόθεσης, καθώς τα πάντα βασίζονται στους ντελικάτους χειρισμούς της σκηνοθέτιδας, Laetitia Colombani, η οποία σε ηλικία 27 χρονών και με την πρώτη της δουλειά, δείχνει μια μεγάλη ικανότητα στην αφήγηση και στο μάρκετινγκ.
Στη αφήγηση γιατί η ιστορία είναι ένα τόσο έντεχνο παιχνίδι που σε παγιδεύει στις πολλαπλές πιθανότητές του και στο μάρκετινγκ γιατί χρησιμοποιεί έξυπνα την αθώα εικόνα της Tautou, η οποία έχει μείνει στο μυαλό του κοινού για το ρόλο της στο Amelie.
Πράγματι, στα πρώτα 40 λεπτά της ταινίας ο θεατής βρίσκεται να παρακολουθεί ένα μελόδραμα άλλων δεκαετιών, τόσο κλισέ, που οι πιο ανυπόμονοι από εσάς θα θελήσουν να εγκαταλείψουν την αίθουσα. Ο τρόπος που είναι γυρισμένο αυτό το πρώτο μισό σε πείθει απόλυτα για αυτό που βλέπεις και σε αυτό οφείλεται μέρος της επιτυχίας του φιλμ. Γιατί αυτά τα 40 λεπτά εξυπηρετούν τελικά τον σκοπό τους, με την ταινία να αλλάζει στο δεύτερο μισό και να διανύει όλο και πιο σκοτεινά μονοπάτια.
Το σεναριακό τρικ που χρησιμοποιεί η Colombani είναι τόσο απλό (αλλά τελικά στην απλότητα δεν κρύβονται οι καλύτερες εκπλήξεις;), που προσωπικά με οδήγησε στα πρώτα λεπτά της “αποκάλυψης” στο να αναρωτιέμαι τι έχει συμβεί, ποια τεχνική έχει χρησιμοποιηθεί για να με παραπλανήσει τόσο πολύ.
Παρόμοια τεχνάσματα έχουν χρησιμοποιηθεί και στο παρελθόν σε άλλες ταινίες. Όμως η Colombani καταφεύγει σε ένα άλλο μεγάλο όπλο για να μπορέσει να ισχυροποιήσει το έργο: τη λεπτομέρεια. Υπάρχει μια εξήγηση για τα πάντα, κάθε κομμάτι του παζλ, όσο ασήμαντο και να σας έχει φανεί, βρίσκει τη θέση του στο τέλος.
Είναι πραγματικά τόσο απολαυστικές οι ερμηνείες που δίνονται που θα πιάσετε τον εαυτό σας να γελάει ή να έστω να είναι επιβραβευμένος από αυτό που παρακολουθεί στο τέλος της. Βλέποντας μάλιστα την ταινία για δεύτερη φορά και γνωρίζοντας εξαρχής την πλοκή, παρατήρησα κάποιες δευτερεύουσας σημασίας λεπτομέρειες, οι οποίες και ανεβάζουν το έργο σε άλλο επίπεδο (κάτι που μου είχε συμβεί και με το τόσο παρεξηγημένο Signs).
Η εξέλιξη της ιστορίας παίζεται ολοκληρωτικά στην αντιπαραβολή των δυο ερωμένων ακόμα και στο παραμικρό. Οι χρωματισμοί για παράδειγμα στις σκηνές όλης της ταινίας είναι ζεστοί, κυρίαρχοι για την Angelique, με κοντινά καδραρίσματα και νευρωτικό μοντάζ, ενώ για τον Loic χρησιμοποιούνται πιο ψυχρά χρώματα, με στατικές και ευρείες λήψεις. Όλη η ταινία δείχνει να έχει συντονιστεί με το ύφος και τη διάθεση των πρωταγωνιστών.
Το δεύτερο μεγάλο ατού του φιλμ, μετά τη δουλειά της Colombani, είναι η Tautou. Η Angelique είναι τόσο διαφορετική από την Amelie και όμως ο έντονος συσχετισμός της με αυτόν το ρόλο αποτελεί σημείο κλειδί. Εκείνο που με χαροποίησε ιδιαίτερα είναι ότι τελικά η ηθοποιός αποδεικνύει το ταλέντο της σε έναν πλούσιο και διαφοροποιούμενο ερμηνευτικά ρόλο, αποφεύγοντας να ταυτιστεί με μια εικόνα που της δημιούργησε ένα έργο, όπως έγινε για παράδειγμα με τη Meg Ryan. Είναι άξιο απορίας τι άλλο μπορεί να πετύχει η συγκεκριμένη ηθοποιός! Από κει και πέρα ο Samuel Le Bihan είναι αρκετά καλός για το ρόλο του, ενώ η υπόλοιπη ταινία πλαισιώνεται από ένα σωστά διανεμημένο καστ.
Είναι πολύ δύσκολο να μην τονίσω πόσο σπάνιο εύρημα είναι αυτό το φιλμ. Η Colombani και το άψογο καστ της μας θυμίζει ότι τα καλύτερα θρίλερ βασίζονται στην ισχυρή πλοκή και στις άριστες ερμηνείες των πρωταγωνιστών της. Χάνει κάποιους πόντους που της στερεί το “άριστα” εξαιτίας της μεγάλης διάρκειας του πρώτου μέρους της, που ενώ εξυπηρετεί το σκοπό του, γίνεται τροχοπέδη για μια συγκεκριμένη ομάδα ανυπόμονων θεατών. Σίγουρα όμως θα βρεθείτε στη θέση να μετανιώσετε για το ότι δεν προσέξατε περισσότερο τις λεπτομέρειες των τελικά πανέξυπνων 40 πρώτων λεπτών. Με δυο λόγια… η ταινία αυτή είναι εκπληκτική γιατί υπερβαίνει τις προσδοκίες μας.
Δείτε παρακάτω το τρέιλερ της ταινίας He Loves Me, He Loves Me Not (A la folie… pas du tout).
Διάβασε επίσης: Ασύρματη ασφάλεια στο Wi-Fi, τακτική προστασίας