Η γέννηση της επιστημονικής αλήθειας
Η φυσική θεωρείται, και όχι άδικα, σαν η Πρότυπη, η Ιδέωδης επιστήμη. Η λέξη «επιστήμη» προέρχεται από το «επιστητό», άρα σχετίζεται άμεσα με ό,τι γίνεται αντιληπτό από τις αισθήσεις. Το λατινικό scientia, από όπου κατάγεται η science, σημαίνει «γνώση». Η συνύπαρξη των όρων «επιστήμη» και «φιλοσοφία της φύσης» (ως τον 19ο αιώνα) σηματοδοτεί την άμεση συσχέτιση της φυσικής και της επιστήμης (γενικά), πάνω στον ίδιο στόχο. Τη γνώση και, τελικά, την κυριαρχία πάνω σε αυτό που κατά καιρούς και ανά πολιτισμούς ονομάστηκε «φύση». Η φυσική είναι η επιστήμη της φύσης, η επιστήμη που μελετάει τη φύση, η επιστήμη που αποκαλύπτει τα «μυστικά» της φύσης…
Γρήγορα να υπενθυμίσουμε κι αυτό: μεταξύ θεολογίας και επιστήμης υπάρχει ένα τουλάχιστον κοινό, και πολλές διαφορές. Το κοινό είναι η αναζήτηση και η αποκάλυψη της Αλήθειας, ό,τι κι αν σημαίνει αυτή η λέξη. Οι διαφορές – έως και αντιπαλότητες, τουλάχιστον κατ’ αρχήν – έχουν να κάνουν με τη μέθοδο της αναζήτησης, της αποκάλυψης και της εγκυρότητας της Αλήθειας.
Αυτοί που έχουν ονομαστεί σε διάφορους πολιτισμούς και σε διάφορες περιόδους «επιστήμονες» (γεωμέτρες, μαθηματικοί, φυσικοί, γιατροί, αστρονόμοι) δε δέχονταν την «εξ αποκαλύψεως» προέλευση της Αλήθειας· αντίθετα θεωρούσαν ότι αυτή πρέπει να προκύπτει με (δια)νοητικούς ή/και εμπειρικούς τρόπους. Η έννοια της απόδειξης μπορεί, λοιπόν, να θεωρηθεί (σε σχέση με την εγκυρότητα της Αλήθειας) το αντίθετο της αποκάλυψης, ή και της έμπνευσης, της ενόρασης, κλπ.
Δεν θα πάμε πολύ πίσω στην ιστορία. Σύμφωνα με την πλειοψηφία των ιστορικών η έκδοση των βιβλίων De humani corporos fabrica του Andreas Vesalius (και αφορά την ανατομία του ανθρώπινου σώματος) και De Revolutionibus του Nicolaus Copernicus (για την κίνηση των πλανητών και, το σημαντικότερο, την κίνηση της Γης γύρω από τον Ήλιο), το 1543, σηματοδοτεί την αφετηρία της επιστημονικής επανάστασης σε αυτό που αργότερα ονομάστηκε «δυτικός κόσμος».
Θα ακολουθήσουν ονόματα που θα αποδειχθούν οι, κατά κάποιον τρόπο, γεννήτορες της επιστήμης, φιλόσοφοι σαν τον Bacon, τον Descartes ή τον Hobbes, και επιστήμονες σαν τον Leibniz, τον Kepler, τον Newton, τον Pascal και τον Galilei.
Θα διαμορφωθεί έτσι, σταδιακά, μια ορισμένη συσσώρευση θεωριών Αλήθειας – για – τη – Φύση (είτε γενικών είτε ειδικών Αληθειών), η οποία, πολύ αργότερα, στα τέλη του 19ου αιώνα και στον 20ο, μέσα από τα εκπαιδευτικά συστήματα, θα παρουσιαστεί (και έτσι συμβαίνει ακόμα) σαν μια «γραμμική εξέλιξη» προοδευτικής προσέγγισης και μεγαλύτερης διαύγασης της (επιστημονικής) Αλήθειας.
Πρόκειται για έναν μύθο, τον οποίο ευχαρίστως υιοθετούν και οι ίδιοι οι επιστήμονες (ακόμα κι όταν ξέρουν πως δεν είναι έτσι τα πράγματα) επειδή κρατάει άθικτο τον γενικό προσδιορισμό και τις «συντεταγμένες ύπαρξης» της Αλήθειας την οποία αναζητά και βρίσκει (υποτίθεται) η επιστήμη και οι διάφοροι κλάδοι της.
Υπάρχει, λοιπόν, ένα ιστορικό γεγονός που είναι κόντρα σε αυτήν τη γραμμική και προοδευτική αναπαράσταση της εξέλιξης των επιστημών. Μέσα στις κατά καιρούς θεωρίες υπάρχουν διάφορες αφαιρέσεις, παραδοχές, ή ακόμα και αποκρύψεις. Το άγιο δισκοπότηρο της φυσικής (σαν μήτρας όλων των επιστημών) που είναι το πείραμα / η απόδειξη / η διάψευση δεν ισχύει και δεν εφαρμόζεται παντού. Θα ξανάρθουμε μετά σε αυτό.
Μεταξύ των θεωριών πάλι, έχουν υπάρξει, και υπάρχουν, αντιπαλότητες, συχνά εξαιρετικά ισχυρές. Διαφορές και αντιπαλότητες στις ερμηνείες (των φυσικών καταστάσεων), στην πληρότητα και την επάρκεια των πειραματικών μεθόδων (όπου υπάρχουν τέτοιες), ακόμα και στην εκτίμηση των παραδοχών.
Συνοπτικά μιλώντας, οι διαδοχικά επικρατούσες θεωρίες δεν είναι η κάθε μια καλύτερη, τελειότερη, πληρέστερη από την προηγούμενη. Δεν πρόκειται, δηλαδή, για μια ηρωϊκή εκστρατεία όπου κάθε επιστημονικό βήμα είναι ένα βήμα κοντύτερα στην Αλήθεια. Πρόκειται, αντίθετα, για αντικρουόμενα σετ υποθέσεων, όπου η επικράτηση του ενός μπορεί και να σημαίνει την εν μέρει ή και συνολική αναίρεση του προηγούμενου· όπου τα πειραματικά πεδία διαφοροποιούνται· και όπου τα ανθρώπινα πάθη και συμφέροντα μπορεί να παίζουν πολύ μεγαλύτερη σημασία από τον υποτιθέμενα ιδεώδη ασκητισμό της προσήλωσης στην Αλήθεια. Αυτά, λαμβανομένου φυσικά υπ’ όψη του απόλυτα καθοριστικού γεγονότος ότι μιλάμε για επιστήμη στον αστικό, καπιταλιστικό κόσμο.
Δύο ή τρία παραδείγματα. Η πρωταρχική ιδέα της αστικής τάξης για την (κοσμική) γνώση της φύσης είναι αυτή σύμφωνα με την οποία η Αλήθεια ανακαλύπτεται όταν «αποσυναρμολογείται» κάτι, όταν χωρίζεται στα όσο το δυνατόν μικρότερα συστατικά του, κι όταν αποκαλύπτεται πως «λειτουργεί» κάθε ένα από αυτά. Αυτή η ιδέα διαπερνά τόσο την ιατρική (τα επιμέρους όργανα) όσο και τη χημεία· τόσο τη μηχανική όσο και τη βιολογία.
Ωστόσο αυτό είναι ένα γενέθλιο επιστημονικό / ιδεολογικό αξίωμα του οποίου η εγκυρότητα δεν μπορεί να αποδειχθεί. Βρίσκεται, άραγε, η αλήθεια των έμβιων όντων στη λεπτομερή «ανάλυση» των οργάνων, ή μήπως των κυττάρων, ή μήπως του dna τους; Οι γενετιστές είναι φανατικά έτοιμοι να «αποδείξουν» ότι αυτό είναι μια ατράνταχτη αλήθεια. Οι οπαδοί της επίδρασης του περιβάλλοντος εξίσου φανατικά μπορούν να «αποδείξουν» ότι πρόκειται για μια επαγγελματική αυθαιρεσία.
Η συμπεριφορά της αδρανούς ύλης υποτίθεται ότι εξηγείται με βάση μια σειρά αντικειμενικών παραμέτρων συμπεριλαμβανόμενης οπωσδήποτε της μοριακής και ατομικής δομής της. Ωστόσο η (Νευτώνια) βαρύτητα παραμένει ακόμα ανεξήγητη, παρά το γεγονός ότι χιλιάδες μυαλά φυσικών προσπαθούν να λύσουν το «μυστήριό» της εδώ και δεκαετίες. Και εν τω μεταξύ προστέθηκαν κι άλλα μυστήρια, όπως η κβαντική σύζευξη.
Ο «νόμος της φύσης»
Εκτός από την ιδέα της αναζήτησης και ανακάλυψης της Αλήθειας μέσω τεμαχισμού, υπάρχει άλλη μια που βρίσκεται στην αφετηρία των επιστημών και της εξέλιξής τους, και τις διατρέχει. Είναι η ιδέα του «νόμου». Η φυσική είναι γεμάτη «νόμους». Θα έλεγε κανείς ότι η Αλήθεια – της – φύσης είναι συνταγματικού είδους.
Από μόνη της αυτή η ιδέα, που μοιάζει κοινότοπη, δείχνει την καταγωγή του βασικού εννοιακού υποστρώματος των επιστημών από τον μεγάλο αντίπαλό τους, την θεολογία. Για την τελευταία η τάξη του κόσμου ήταν προϊόν της θεϊκής σοφίας, προϊόν κατά κάποιον τρόπο των θεϊκών «διαταγών». Η ιδέα του «θείου νόμου» (που ρύθμιζε την τάξη του κόσμου αλλά και, ακόμα πιο έντονα, την τάξη των ανθρώπινων σχέσεων) ήταν συνεπής, καθώς πλαισιωνόταν από την ιδέα της «θείας δίκης», της «τιμωρίας» (των παραβατών) κλπ. Νόμος χωρίς δικαστήριο και τιμωρία δεν μπορεί να εννοηθεί.
Οι επιστήμονες μετακίνησαν μεν την ιδέα του «νόμου» από τον ουρανό στο παρατηρησιακό τους πεδίο· ωστόσο την επανεπένδυσαν με την υποτιθέμενη εγκυρότητα του ακλόνητου. Μάλιστα οι «νόμοι της φύσης» υποτίθεται ότι είναι ακόμα πιο απαράβατοι από τους ανθρώπινους, εφόσον δεν εμπίπτουν στην δυνατότητα αναθεωρήσεων. Και συγκροτούνται σαν τέτοιοι από την επαναληψιμότητα ενός ορισμένου αποτελέσματος, σε μια συγκεκριμένη διαδικασία, εάν ισχύουν πάντα οι ίδιες βασικές συνθήκες. Αλλά αυτοί οι «νόμοι» δεν αποτελούν ένα είδος απολογίας του κάθε φαινομένου. Είναι μόνο το στατιστικά επιβεβαιωμένο συμπέρασμα στο οποίο καταλήγουν οι ίδιοι οι επιστήμονες.
Τι συμβαίνει, όμως, εάν η διαδικασία επαναλαμβάνεται αλλά το αποτέλεσμα δεν είναι πάντα το ίδιο; Οι νόμοι της κίνησης και οι νόμοι της βαρύτητας του Νεύτωνα κράτησαν την ακλόνητη αλήθεια τους για κάτι παραπάνω από 200 χρόνια, αφήνοντας στην άκρη τα «ανώμαλα αποτελέσματα» διάφορων πειραμάτων, στα οποία θα έπρεπε όμως να ισχύουν. Υπήρξαν, δηλαδή, το πρότυπο των «νόμων της φύσης».
Όταν ο Plank, ο Bohr και ο Einstein, στις αρχές του 20ου αιώνα, άρχισαν να διατυπώνουν την κβαντική θεωρία (και τους δικούς της νόμους…) εστίασαν στην αναζήτηση μιας νέας Αλήθειας για αυτές τις ανωμαλίες. Για να καταλήξουν ότι οι «νόμοι του Νεύτωνα» είχαν μόνο σχετική αξία. Η καινούργια νομοθεσία περιλαμβάνει και έναν «ακλόνητο νόμο» για το όριο που συνιστά η ταχύτητα του φωτός. Ωστόσο υπάρχουν ενδείξεις ότι κι αυτού του νόμου η αξία είναι, ίσως, σχετική.
Τα ίδια, σε γενικές γραμμές, αφορούν και τις «ιδιότητες της ύλης» σε διάφορα χημικά στοιχεία. Κι εκεί η νομοθεσία έμοιαζε οριστική. Ώσπου οι νανοτεχνολογίες ήρθαν να αλλάξουν τα δεδομένα.
Υπάρχει ένα τουλάχιστον ένοχο μυστικό για πολλούς από αυτούς τους νόμους, ένα μυστικό που προδίδει τον βαθμό στον οποίο οι Αλήθειες της φυσικής είναι, τελικά, διανοητικές κατασκευές. Είναι οι γνωστές όσο και μυστηριώδεις, «σταθερές». Από το g (επιτάχυνση της βαρύτητας) ως το h (σταθερά του Πλανκ), από το k (σταθερά του Μπόλτζμαν) ως τη σταθερά του Αβογκάντρο, ακόμα κι αυτό το ατελείωτο π της σχέσης ανάμεσα στις ακτίνες και στις περιφέρειες των κύκλων, κάθε φορά που ξεφυτρώνει μια “σταθερά” είναι για να καλύψει μια τρύπα εξηγήσεων.
Κάποια θεωρία (στη μαθηματική της διατύπωση) πρέπει να διασωθεί αφού φαίνεται να επαναλαμβάνονται τα αποτελέσματα που προέβλεπε στις πειραματικές διαδικασίες· ωστόσο δεν έχει εξηγηθεί ακόμα πλήρως κι ούτε είναι δυνατόν. Ας “φυτέψουμε” λοιπόν έναν συγκεκριμένο αριθμό (τη “σταθερά”) για να σώσουμε τα προσχήματα και την αξιοπιστία της θεωρίας έναντι της απαίτησης για κύρος της επιστημονικής Αλήθειας.
Η επιστημονική επανάσταση – κάθε τόσο…
Το 1962 ο αμερικάνος φυσικός και ιστορικός Thomas Kuhn κυκλοφόρησε ένα ιστορικο-αναλυτικό βιβλίο με τίτλο Η δομή των επιστημονικών επαναστάσεων. Χρησιμοποιώντας κάμποσα ντοκουμέντα από την ιστορία των επιστημών (της χημείας, της φυσικής, της αστρονομίας) ο Kuhn τεκμηρίωσε την άποψη ότι η επιστήμη δεν εξελίσσεται γραμμικά αλλά μέσα από διαδοχές συχνά ανταγωνιστικών μεταξύ τους μοντέλων – εξήγησης – των – φυσικών – φαινομένων.
Το ενδιαφέρον της άποψης του Kuhn και η επιρροή που άσκησε στη συνέχεια δεν περιορίζονται σε μια στείρα «ιστορία των ιδεών». Εισάγει στην ανάλυσή του, σαν παράγοντες σταθερότητας ή/και ανατροπής μιας θεωρίας που έχει υπάρξει ηγεμονική για ένα διάστημα, την καθημερινή πραγματικότητα των ίδιων των επιστημόνων.
Από τον καριερισμό που υπόσχεται η πρόσδεση σε μια δεδομένη επιστημονική Αλήθεια και η διαρκής επιβεβαίωσή της, ως τον συντηρητισμό και την έχθρα απέναντι σε αμφισβητήσεις. Από τις σκόπιμες «αβλεψίες» και τα κατά συνθήκην ψεύδη (όταν τα δεδομένα δε συμφωνούν με την επικρατούσα προσέγγιση), ως την τολμηρή επιμονή εκείνων που, όντας «περιθωριακοί» σε σχέση με το θεωρητικό «κέντρο», προσπαθούν να τεκμηριώσουν όσο το δυνατόν πληρέστερα τις απόψεις τους σημαδεύοντας στα αδύνατα σημεία των αντιπάλων τους, στις «ανεξήγητες εξαιρέσεις». Από τον ρόλο των χρηματοδοτήσεων των πανεπιστημίων και των ερευνητικών ινστιτούτων μέχρι τον ρόλο της τύχης.
Το σκάνδαλο της ιστορικής ανάλυσης του Kuhn είναι πως έδειξε ότι η επιστήμη δεν είναι και τόσο επιστημονική όσο θέλει να δείχνει κι όσο οι ειδικοί της θέλουν να πιστεύουμε. Από κοινωνική ή/και πολιτική άποψη αυτό είναι μια εύκολα αναγνωρίσιμη πραγματικότητα, μόλις ξε-μαγευτεί κάποιος από την (μάλλον πατερναλιστική) αίγλη της επιστήμης. Πώς μπορεί άραγε να χωριστεί εντελώς η αναγνώριση εκείνου ή του άλλου «νόμου της φύσης» από την προσωπικότητα, τα κίνητρα, την ιστορική περίοδο, τις σχέσεις, τα συμφέροντα, ακόμα και τους πόρους (δηλαδή την χρηματοδότηση) εκείνων που τον διατυπώνουν;
Η κριτική του Kuhn καθώς και άλλων που ακολούθησαν (δημιουργώντας έναν καινούργιο επιστημονικό κλάδο, αυτόν της ιστορίας της επιστήμης ή/και της επιστημολογίας) καθώς και ορισμένες σχετικά σύγχρονες ιδέες για την υποχρεωτική συσχέτιση του παρατηρούμενου με τον παρατηρητή, όπως και μερικές καθ’ όλα σεβαστές από επιστημονική άποψη θεωρίες (όπως η «αρχή της αβεβαιότητας» του Χάιζενμπεργκ) συγκλίνουν, σε ότι αφορά το θέμα μας, σε αυτό το συμπέρασμα: παρά το γεγονός ότι οι γενέθλιες πράξεις των επιστημών (και της φυσικής σαν του «καθαρού» υποδείγματός τους) περιλάμβαναν τον διαχωρισμό και την καταγγελία της θρησκευτικής μεταφυσικής, καμία επιστήμη, όσο συμπαγής κι αν εμφανίζεται, όσο φορτωμένη με πειράματα, αποδείξεις (ή / και διαψεύσεις) κι αν είναι, δεν βρίσκεται (και δεν μπορεί να βρίσκεται) έξω από αυτό που λέμε ιδεο-λογία με την ευρεία έννοια της λέξης. Με την έννοια, δηλαδή, ότι αυτές οι Αλήθειες (οι επιστημονικές) είναι de facto ατελείς θεωρητικές κατασκευές που για να επιβληθούν παριστάνουν τους τέλειους κοσμικούς αντικαταστάτες του “θεϊκού μεγαλείου”.
Η αμφισβήτηση ενώπιον της επιστήμης
Από την σκοπιά ενός εργατικού ανταγωνιστικού γνωσιολογικού κινήματος τίθενται κατά συνέπεια δύο τουλάχιστον ζητήματα.
Το πρώτο αφορά αυτό καθ’ εαυτό το κύρος των επιστημών και των Αληθειών τους. Ό,τι και αν αφορούν, είπαμε ήδη συνοπτικά, πως πρόκειται για «λάμψεις» που πρέπει (μεσοπρόθεσμα ή/και μακροπρόθεσμα) να τις θεωρούμε προσωρινές. Σημαίνει αυτό ότι θα πρέπει να κατρακυλίσουμε σε έναν σχετικισμό άνευ όρων ή ακόμα και στην αναβίωση δεισιδαιμονιών και προκαταλήψεων; Όχι, καθόλου! Σημαίνει όμως ότι δεν έχουμε κανένα λόγο να θυσιάζουμε την αξία γνώσεων (και τρόπων μάθησης) που θεωρούνται «εκτός επιστήμης» ή να τις/τους θεωρούμε υποχρεωτικά δευτερεύουσες / δευτερεύοντες.
Μάλλον έχουμε πολλούς λόγους να ξανακρίνουμε αυτές τις γνώσεις κι αυτούς τους τρόπους, και μάλιστα να δημιουργήσουμε εκείνες τις γνωσιακές απαιτήσεις και τους μαθησιακούς προσανατολισμούς που θα αφήνουν ανοικτά περισσότερα ενδεχόμενα από αυτήν την τόσο επιβλητική αλλά και τόσο αυτοαναφορική επιστήμη.
Το δεύτερο ζήτημα αφορά το κόστος της επιστήμης, των ερευνών της, των συμπερασμάτων και των εφαρμογών της. Βρισκόμαστε μέσα στον καπιταλιστικό κόσμο, και ξέρουμε ότι τίποτα «επιστημονικό» δεν παράγεται έξω από τα μεγάλα πορτοφόλια, είτε των κρατικών προϋπολογισμών είτε των επιχειρηματικών σχεδιασμών. Αλλά, σε τελευταία ανάλυση, αυτές οι τεράστιες ποσότητες χρήματος που πηγαίνουν στην όποια «επιστημονική έρευνα» έχουν υπεξαιρεθεί από την εργασία, από τη διάχυτη κοινωνική εργασία και δημιουργικότητα. Κι ωστόσο, σαν εργάτες, δεν έχουμε όχι τον πρώτο και τον τελευταίο (όπως θα έπρεπε) αλλά κανένα λόγο για την χρηματοδότηση των τεχνοεπιστημόνων.
Προφανώς υπάρχει ένα πολύ σοβαρό ζήτημα εδώ, που μπορεί να ονομαστεί ταξικό. Στην καθαρά θεωρητική περίπτωση που οι επιστήμες θα ανακάλυπταν και δε θα κατασκεύαζαν Αλήθειες, και στον βαθμό που αυτές οι Αλήθειες θα ήταν κοινωνικά χρήσιμες, θα μπορούσαμε να παραιτηθούμε από τον έλεγχο του «τι κοστίζει τι», δείχνοντας εμπιστοσύνη στους επιστήμονες… Αλλά δε συμβαίνει τίποτα από τα δύο, και δεν υπάρχει κανένα περιθώριο είτε στους επιστήμονες είτε στους άμεσους χρηματοδότες τους για να μας πείσουν ότι συμβαίνει. Οι επιστήμονες κατασκευάζουν Αλήθειες, και μάλιστα με άγνωστα κίνητρα· και αυτές οι κατασκευές είναι ανεξέλεγκτες (και, σε πολλές περιπτώσεις, γνωστά όπλα στα χέρια των σφετεριστών του κόσμου).
Συνεπώς, ένα ανταγωνιστικό γνωσιολογικό κίνημα, θα πρέπει στην εξέλιξή του να δημιουργήσει τις δικές του σταθερές μορφές αντι-έρευνας. Και θα πρέπει να εργαστεί, μαζί με τα υπόλοιπα, για τον διαρκή έλεγχο των επιστημών και των επιστημόνων. «Τι», για «ποιο σκοπό», και με «ποιο τίμημα»: το να απομυθοποιήσουμε τις επιστήμες σημαίνει να πάρουμε τον κόσμο από το σκόπευτρο τους, και να τον ξαναβάλουμε εκεί που πραγματικά είναι. Στην αιτία τους, στην αφετηρία τους.