Τέσσερις εβδομάδες τώρα, μέσα από το βαθύ εσωτερικό και εξωτερικό ψάξιμο, αναρωτιέμαι πόσο δράμα μπορώ να αντέξω πια ο καψερός με βίους πολύ ενδιαφέροντων κατά τ’ άλλα προσωπικοτήτων που ασχολήθηκαν με τις θετικές επιστήμες.
Προσωπικά, αν και κάνω μεγάλο κέφι με κάτι τέτοια τυπάκια, θέλοντας και μη κουράζομαι μιας και με αναγκάζουν να περάσω από πεδία που ανέκαθεν με ζόριζαν. Και επειδή έχουμε ήδη αρκετά ζορίσματα και δε θέλουμε άλλα, είπα να επιστρέψω στο όμορφο και μαλακό comfort zone μου (λέγε με εικαστικά). Συν τοις άλλοις, σήμερα δεν θα έχουμε και πολύ βιογραφικό μπίρι – μπίρι, αλλά θα επικεντρωθούμε σα καλοί ηδονοβλεψίες στο καλλιτεχνικό της φάσης, κοινώς θα έχουμε πολλές εικονίτσες, που τραβάνε τα ματάκια όλων μας.
Η καλλιτέχνιδα που θα μας απασχολήσει είναι η Julia Margaret Cameron, η οποία έζησε τον 19ο αιώνα και ήταν από τις πρώτες φωτογράφους που αναγνώρισαν και αξιοποίησαν τις εικαστικές δυνατότητες που είχε ως μέσο η φωτογραφία.
Το καιρό που η Cameron καταπιάστηκε με τη φωτογραφία, η καλλιτεχνική αξία αυτής ήταν πολύ πιο υποτιμημένη από τους καλλιτεχνικούς κύκλους απ’ ότι τείνει να είναι στις μέρες μας. Τότε δεν ήταν ακόμα σαφώς διαχωρισμένη από την ζωγραφική και υπήρχαν καλλιτέχνες που έβλεπαν σε αυτήν τη συνέχεια (ή το τέλος) της εικονιστικής ζωγραφικής.
Οι κακές γλώσσες ονόμαζαν αυτούς τους καλλιτέχνες “αποτυχημένους ζωγράφους“, αλλά στις μέρες μας μπορούμε να δούμε κάπως πιο καθαρά πως δαύτοι ήταν απλά τυπάκια που κατανοούσαν, ως ένα βαθμό, και προσπαθούσαν να αξιοποιήσουν τη δυναμική που τους προσέφερε το -τότε φρέσκο- μέσο της φωτογραφίας.
Η Julia Margaret βέβαια δεν ήταν ακριβώς τέκνο της προαναφερθήσας κατηγορίας καλλιτεχνών. Κατ’ αρχάς ασχολήθηκε με το αντικείμενο σε μεγάλη ηλικία, χωρίς να έχει κάποια καλλιτεχνική εκπαίδευση. Αυτό το γεγονός είχε σαν αποτέλεσμα να κινηθεί έξω από τα όρια που κινούταν οι σύγχρονοι της εικαστικοτέτοιοι φωτογράφοι, δεχόμενη συχνά αρνητική κριτική για αυτό. Η εικαστική αξία του φωτογραφικού της έργου και η ευαισθησία της ματιάς της πάνω στα πρόσωπα που φωτογράφιζε, εκτιμήθηκε πολύ μετά τον θάνατό της, αλλά για αυτά θα μιλήσουμε περαιτέρω στη συνέχεια του άρθρου.
Προς στιγμήν πάμε για ένα βιογραφικό ξεφύλλισμα:
Η Julia Margaret γεννήθηκε στις 11 Ιουνίου του 1815 στη πόλη Καλκούττα της Ινδίας και το πατρικό της επίθετο ήταν “Pattle“. Καταγόταν από οικογένεια που είχε σχέση με την κατώτερη αριστοκρατία και ήταν γνωστή για τα όμορφα κορίτσα της. Δυστυχώς για την Julia, δεν έτυχε να θεωρείται από τα στάνταρ της εποχής “όμορφο κορίτσι“, αλλά παρά το στίγμα του ασχημόπαπου που είχε στην οικογένειά της (φαμίλια να σου πετύχει!) μετά τις σπουδές της στη Γαλλία, εν έτει 1838, βρήκε και μικροπαντρεύτηκε έναν κομισάριο, τον Charles Hay Cameron, ο οποίος της έριχνε μια εικοσαετία.
Το ζεύγος έμεινε για μια δεκαετία στις Ινδίες και όταν ο Charles βγήκε στη σύνταξη, πήραν τα κουτσούβελά τους και πήγαν κατά Λονδίνο μεριά. Εκεί, μέσω της ξαδέρφης του Charles, η Julia άρχισε να έχει πάρε δώσε με τους καλλιτεχνικούς και λογοτεχνικούς κύκλους του Λονδίνου, μέσα από τους οποίους άρχισε να πιάνει φιλίες, ιδίως με τον Alfred Tennyson, τον οποίο επισκέφτηκε το 1860 στο Isle of Wight. Η δικιά μας έπαθε έρωτα με την εν λόγω τοποθεσία και σύντομα έπεισε τον σύζυγό της να αφήσουν το Λονδίνο και να εγκατασταθούν στο νησί.
Μια τριετία αργότερα, το 1863, στα 48α γενέθλιά της πήρε για δώρο από την κόρη της μια φωτογραφική μηχανή. Κωλοχάρηκε σαν μικρό παιδάκι και έπειτα ξεκίνησε το ιδιαίτερο ταξίδι της στον κόσμο της φωτογραφίας.
Ασχολήθηκε με πορτραίτα, τα οποία έπειτα “πείραζε” με χημικά, δημιουργώντας την ιδιαίτερη ατμόσφαιρα που τα χαρακτήριζε. Συνήθως άφηνε τις πλάκες για μεγάλη χρονική διάρκεια μέσα στα χημικά, έκανε μακροχρόνιες λήψεις, ωστε το μοντέλο της να κάνει μικροκινήσεις και άφηνε επίτηδες ανεστίαστους τους φακούς της, επιτυγχάνοντας έτσι τη θολούρα που δημιουργούσε την ατμόσφαιρα στις εικόνες που τραβούσε. Πολλοί σύγχρονοί της την κατέκριναν και την κορόιδευαν για το αποτέλεσμα της δουλειάς της, αλλά ο στενός της κύκλος ήταν λίαν υποστηρικτικός απέναντί της, πράγμα που την ωθούσε να συνεχίσει να κάνει αυτό που γούσταρε.
Επίσης, το ότι ήταν γειτονάκι με τον Tennyson την ευνόησε στην εύρεση μοντέλων — μιας και ήδη είχε χιλιοφωτογραφίσει όλη της τη φαμίλια, μέσω εκείνου είχε την ευκαιρία να τραβήξει τα πορτραίτα διαφόρων γνωστών προσωπικοτήτων της εποχής, συμπεριλαμβανομένου του Δαρβίνου, του Rosetti, του Browning, της Ellen Terry και άλλων πολλών.
Εκτός από τα πορτραίτα, είχε το χούι να συνθέτει και να φωτογραφίζει θέματα με ιστορικές και λογοτεχνικές αναφορές, αλλά και να τα πειράζει δίνοντάς τους την αίσθηση της ελαιογραφίας. Σε αυτές τις φωτογραφίες προδίδονται οι επιρροές της από τους προ-ραφαηλίτες ζωγράφους. Παρ’όλα αυτά ο συγκεκριμένος τύπος δουλειάς της ήταν ίσως ο πιο μισητός από τους τότε κριτικούς, άσχετα αν η ίδια έβλεπε σε αυτόν το πιο καλλιτεχνικό κομμάτι της δουλειά της, Ο Tennyson μάλιστα της ζήτησε να κάνει με αυτό τον τρόπο την εικονογράφηση του “Idylls of the King“.
To 1875 αποφάσισε να πάει στη Κεϋλάνη προς αναζήτηση νέων θεμάτων. Δυστυχώς εκεί τα βρήκε μπαστούνια μιας και δυσκολευόταν όχι μόνο να βρει χημικά για την επεξεργασία των πλακών της, αλλά ακόμα και η εύρεση καθαρού νερού αποτελούσε δύσκολη υπόθεση. Αυτό, όπως και η έλλειψη ενός ευρέου κύκλου γνωστών για να φωτογραφίζει, μείωσε σε μεγάλο βαθμό την παραγωγή της δουλειάς της. Φωτογράφιζε αραιά και που ντόπιους, αλλά δυστυχώς δεν μας έχουν μείνει καθόλου φωτογραφίες από την περίοδο που έζησε στις Ινδίες.
Πέθανε στις 26 Ιανουαρίου του 1879 στη Κεϋλάνη, από ένα κακό κρυολόγημα, στην ηλικία των 63 ετών.
Μετά θάνατον η δουλειά της προωθήθηκε από την ανιψιά της Julia Stephen, πέρα από μοντέλο της Cameron, όσο αυτή ζούσε, ήταν και μητέρα της Virginia Woolf, η οποία το 1926 εξέδωσε και προλόγησε ένα βιβλίο με φωτογραφίες της Cameron. Όμως η δουλειά της έγινε γνωστή στους καλλιτεχνικούς κύκλους από το 1948 και έπειτα εξαιτίας του ιστορικού Helmut Gernsheim.
Παρακάτω σου αφήνω ενδιαφέρον υλικό για χάζεμα. Θα επανέλθω την επόμενη εβδομάδα με ακόμη ένα αλάνι από τις πρώιμες μέρες της φωτογραφίας.