Η Κίνα θα απαγορεύσει όλες τις εισαγωγές αποβλήτων από την 1η Ιανουαρίου 2021, ανέφεραν την Παρασκευή κρατικά μέσα ενημέρωσης, σηματοδοτώντας το αποκορύφωμα μιας αποφασιστικής πρωτοβουλίας για τον οριστικό τερματισμό αποδοχής σκουπιδιών από το εξωτερικό.
Από τη δεκαετία του 1980 η χώρα άρχισε να εισαγάγει στερεά απόβλητα, τα οποία οι τοπικές ιδιωτικές εταιρείες τα μαζεύουν και τα ανακυκλώνουν, και μετέπειτα τα μετατρέπουν σε πρώτες ύλες για βιομηχανικούς σκοπούς. Η συγκεκριμένη δραστηριότητα έχει αποφέρει αρκετά χρήματα στους ντόπιους, ιδίως στις μικρές επιχειρήσεις που κατόρθωναν έτσι να βγάζουν ένα ικανοποιητικό εισόδημα, δίνοντας παράλληλα δουλειά σε πολύ κόσμο.
Για χρόνια, η Κίνα θεωρείται μακράν ο μεγαλύτερος εισαγωγέας σκουπιδιών στον κόσμο, με αρνητική συνέπεια, η χώρα να καταστεί ένας απέραντος σκουπιδότοπος, διότι μην ξεχνάμε, ότι εκείνα τα απόβλητα που δεν δύναται να ανακυκλωθούν και είναι ιδιαίτερα τοξικά, μολύνουν το έδαφος και αυτές οι τοξικές ουσίες μετά πηγαίνουν στα υπόγεια ύδατα, και κάπως έτσι ξεκινάει μία περίεργη η κατάσταση που επιβαρύνει την τοπική κοινωνία.
Ελπίζοντας, ότι πλέον θα σταματήσει να είναι ο σκουπιδότοπος ολόκληρης της υφηλίου, η κυβέρνηση αποφάσισε να κλείσει σταδιακά τις πόρτες της Κίνας σε ξένα απόβλητα από τον Ιανουάριο του 2018, προκαλώντας καθυστερήσεις στην εισαγωγή σκουπιδιών από ξένες χώρες.
Έκτοτε, απαγόρευσε σταδιακά τις εισαγωγές διαφόρων τύπων πλαστικών, ανταλλακτικών αυτοκινήτων, χαρτιού, υφασμάτων και παλιοσίδερου ή ξύλου. Και από την 1η Ιανουαρίου η απαγόρευση θα καλύπτει όλα τα είδη απορριμμάτων, σύμφωνα με το πρακτορείο ειδήσεων Xinhua.
Η Xinhua, επικαλούμενη ανακοίνωση του Υπουργείου Οικολογίας και Περιβάλλοντος, και του Υπουργείου Εμπορίου, δήλωσε ότι η συγκέντρωση και η στοίβαξη απορριμμάτων από το εξωτερικό θα απαγορευθούν από την πρώτη ημέρα του επόμενου έτους.
Το πρακτορείο ειδήσεων ανέφερε ότι οι εισαγωγές στερεών αποβλήτων της Κίνας ανήλθαν σε 13,48 εκατομμύρια τόνους πέρυσι – από 22,63 εκατομμύρια τόνους το 2018 – και ο αριθμός αυτός για τους πρώτους 10 μήνες του τρέχοντος έτους μειώθηκε κατά 42,7% σε ετήσια βάση.