Η “Μάχη Ανάμεσα στο Καρναβάλι και τη Σαρακοστή” είναι μια ελαιογραφία του Φλαμανδού ζωγράφου Pieter Bruegel του Πρεσβύτερου, που ολοκληρώθηκε το 1559 και βρίσκεται στο Kunsthistorisches Museum της Βιέννης.
Το έργο του Bruegel χαρακτηρίζεται από έντονα στοιχεία συμβολισμού — μπορεί να ζωγραφίζει τα δημοφιλή θρησκευτικά θέματα, αλλά είναι ο κατεξοχήν ζωγράφος των παραβόλων και της ηθογραφίας, προτιμώντας λαϊκές σκηνές, τοπία και εικόνες από την καθημερινότητα.
Ο πίνακας απεικονίζει μια χαρακτηριστική σκηνή της εποχής (του Καρναβαλιού και της Σαρακοστής), όπως θα γιορταζόταν στην νότια Ολλανδία, μέσα από την αντίθεση των δύο πλευρών της καθημερινότητας: την κοσμική με το πανδοχείο (για διασκέδαση) στα αριστερά και τη πνευματική με εκκλησία (για την εκπλήρωση των θρησκευτικών καθηκόντων) στα δεξιά.
Η σκηνή εκτυλίσσεται στην κεντρική πλατεία ενός χωριού, όπου μαζί με την αγορά λάμβαναν παραδοσιακά χώρα και οι σχετικοί εορτασμοί. Άνθρωποι που πίνουν μπύρα και διασκεδάζουν τοποθετούνται κοντά στο πανδοχείο στα αριστερά, ενώ τα παιδιά που παίζουν έξω από την εκκλησία στα δεξιά. Στη μέση της πλατείας βρίσκεται ένα πηγάδι και στο προσκήνιο δυο αντιμαχόμενα άρματα που αναπαριστούν τον Καρνάβαλο και τη Σαρακοστή.
Η αναπαράσταση της μάχης ανάμεσά τους ήταν από τα κεντρικά στοιχεία των εορτασμών της εποχής στην Κεντρική Ευρώπη και αντιπροσωπεύει την μετάβαση από την περίοδο του καρναβαλιού (όπου τα ζωντανά που δεν σκόπευαν να κρατήσουν τον χειμώνα οι χωρικοί σφάζονταν και το κρέας ήταν σε αφθονία), στην σαρακοστή με τη νηστεία και τον σωματικό αλλά και πνευματικό εξαγνισμό ως προετοιμασία για το Πάσχα. Το έργο εκλαμβάνεται και ως “ο θρίαμβος της Σαρακοστής“, αφού η προσωποποίηση του Καρναβαλιού μοιάζει να αποχαιρετά με το αριστερό χέρι και το βλέμμα είναι στραμμένο στον ουρανό.
Στην εποχή του Bruegel η Προτεσταντική Μεταρρύθμιση βρισκόταν στο απόγειό της, όπου πολλά καθιερωμένα έθιμα και πρακτικές αναθεωρούνταν. Η προτεσταντική εκκλησία δεν τηρούσε τη Σαρακοστή και τα έθιμά της και κατηγορούσε την Καθολική εκκλησία για την προσκόλλησή της σε αυτά, ενώ το καρναβάλι το έβλεπαν με σκεπτικισμό και οι δυο πλευρές. Ο καλλιτέχνης θέλοντας να μείνει ουδέτερος σε αυτή την διαμάχη, επιλέγει την οπτική από ψηλά για να ζωγραφίσει την εικόνα.
Τον Καρνάβαλο αναπαριστά ένας χονδρός άνδρας τον οποίο περιφέρουν καθισμένο πάνω σε ένα βαρέλι μπύρας με ένα χοιρινό μπούτι καρφωμένο μπροστά. Φοράει για καπέλο μια παραδοσιακή πίτα με κιμά και κραδαίνει ως όπλο του μια σούβλα που έχει περασμένα κρεατικά, μια χοιρινή κεφαλή, λουκάνικα κ.α.. Τα μαχαίρια στη ζώνη του, μαρτυρούν ότι είναι χασάπης στο επάγγελμα — η συντεχνία των χασάπηδων εξάλλου, ήταν αυτή που προσέφερε το κρέας στις γιορτές αυτές.
Ο άνδρας που τον ακολουθεί είναι ντυμένος στα κίτρινα (ένα χρώμα που συνδεόταν με την απάτη, τον δόλο, τη ψευτιά) και ακολουθείται από μια γυναίκα που κρατάει ένα ποτήρι και ένα κερί, ενώ στηρίζει στο κεφάλι της ένα τραπέζι με ψωμί και βάφλες — επίσης σύμβολα της απάτης. Κοντά της βρίσκεται ένας άνδρας που παίζει λαούτο — ένας συνηθισμένος συμβολισμός του Λουθηρανισμού, που απέρριπτε την Σαρακοστή σαν μια παράλογη εφεύρεση του καθολικού δόγματος αλλά συνέχιζε να γιορτάζει το καρναβάλι.
Οι θαμώνες του πανδοχείου και οι περαστικοί παρακολουθούν μια δημοφιλή φαρσοκωμωδία της εποχής και η εικόνα, συμπληρώνεται με ανθρώπους να παίζουν τυχερά παιχνίδια, ανάπηρους ζητιάνους και μια πομπή λεπρών που έρχεται από το βάθος με τη συνοδεία ενός άνδρα που παίζει γκάιντα.
Η πλευρά της Σαρακοστής χαρακτηρίζεται από εικόνες ευσέβειας και αποχής. Άνθρωποι μαυροντυμένοι πηγαίνουν να προσευχηθούν και βγαίνουν από την εκκλησία (εικόνα που κυριαρχεί στο δεξί μισό του πίνακα), δίνουν ελεημοσύνη στους φτωχούς και τους άρρωστους και εργάζονται.
Η προσωποποίηση της Σαρακοστής αποδίδεται με μια ισχνή και λεπτή γυναίκα, ντυμένη σαν καλόγρια. Όντας όρθια σε ένα άρμα που τραβούν ένας μοναχός και μία μοναχή, ακολουθείται από πλήθος που κρατάει και τρέφεται με ψωμί και άλλα αρτοσκευάσματα. Στο άρμα της έχει παραδοσιακές σαρακοστιανές τροφές όπως μύδια, ψωμί, κουλούρια κ.α..
Στο εσωτερικό του ναού διακρίνεται ένα καλυμμένο άγαλμα, αφού σύμφωνα με την Καθολική Εκκλησία όλα τα έργα τέχνης πρέπει να καλύπτονται από την έναρξη της Σαρακοστής μέχρι το Πάσχα.
Γύρω γυναίκες ετοιμάζουν σαρακοστιανά, ψάρια και ψήνουν βάφλες ενώ στο βάθος διακρίνουμε άλλους εορτασμούς γύρω από μια μεγάλη φωτιά και ανθρώπους να χορεύουν — σε κάποιες περιοχές, ένα από τα έθιμα του Καρναβαλιού περιελάμβανε την τελετουργική καύση ενός ομοιώματος του Καρνάβαλου.
Ένα ζευγάρι με τη πλάτη στον θεατή, διασχίζει την πλατεία οδηγούμενο από έναν γελωτοποιό (fool) αντιπροσωπεύοντας τον ανώνυμο κόσμο. Ο άνδρας έχει ένα περίεργο όγκο στην πλάτη του σαν να κουβαλάει κάτι (μια εικόνα που συνδέεται αλληγορικά με τον Εγωισμό που κουβαλάει ένα σάκο στην πλάτη με τα ελαττώματα και της αδυναμίες του), συμβολίζοντας την αδυναμία των μαζών να σκεφτούν αντικειμενικά που προκαλεί την έλλειψη ανεκτικότητάς τους προς τους διαφωνούντες μαζί τους. Η γυναίκα έχει ένα σβηστό φανάρι στη ζώνη της και οδηγείται από τον γελωτοποιό (και όχι π.χ. την λογική), ενώ η δάδα που κρατάει εκείνος καθώς και το γουρούνι δίπλα, είναι σύμβολα καταστροφής και διαμάχης.