Στο τριακοστό τρίτο χιλιόμετρο της εθνικής οδού, κάπου έξω από τα Τρίκαλα, είναι άλλος ένας σταθμός διοδίων. Τέσσερις κύβοι με “κινητή εσωτερική θέρμανση”, δηλαδή με σόμπες για το χειμώνα. Και παράθυρα για το καλοκαίρι. Κάθε μικρός εσωτερικός τοίχος, καλυμμένος με καθημερινά προγράμματα, σκόρπιες οικογενειακές φωτογραφίες και διαφημιστικές αφίσες. Αλλά όχι το δικό μου κουβούκλιο. Απέναντι μου, όπου και να κοιτάξω, άδειοι τοίχοι.
Δεν έχω κανέναν και τίποτα να θυμάμαι. Και ναι, το είπα. Δικό μου. Είμαι ο παλιότερος στη δουλειά, δεν θα αφήσω το τέλειο δωματιάκι μου, στην αριστερή άκρη όπως μπαίνεις από Αθήνα, σε κανέναν άλλο. Όλοι ξέρουν -και αν δεν το ξέρουν θα το μάθουν σύντομα- πως η αριστερή λωρίδα έχει τη λιγότερη κίνηση.
Οι οδηγοί τρέχουν να περάσουν από τη άλλη πλευρά, νομίζοντας πως κερδίζουν πόντους χώρου για τις κουρσάρες τους, μόνο και μόνο γιατί το μάτι τους ξεπεζεύει προς τα πέρα, στα λιβάδια και στα βόδια που βόσκουν στα λιβάδια. Οτιδήποτε τους φέρνει λίγα εκατοστά κοντά στο αντίθετο ρεύμα, έστω και με μια διώροφη τσιμεντένια πλάκα ανάμεσα, προκαλεί φόβο σύγκρουσης. Είναι στατιστικά αποδεδειγμένο.
Αυτό που δεν χρειάζεται καμιά στατιστική επιβεβαίωση, το άλλο πράγμα που τρομάζει κάθε οδηγάρα που περνάει από εδώ καθημερινά, εκείνο που κάνει τη δουλειά μου, άνεση, είναι το “δέντρο“. Εμφανίστηκε πέντε χρόνια πριν, σε κάποιο χτήμα από την απέναντι πλευρά του δρόμου. Στη δική μου πλευρά. Παρά τις προσπάθειες οικολογικών οργανώσεων να βρουν τον υπεύθυνο και να γκρεμίσουν το κατασκεύασμα, το “δέντρο” παραμένει στην ίδια θέση που πρωτοεμφανίστηκε πέντε χρόνια πριν, ενώ αεροπλάνα αλλάζουν τα δρομολόγιά τους για να το προσπεράσουν και αμέτρητα πουλιά φωλιάζουν στα ύψη του.
Το κράτος θεώρησε μεγαλύτερο κίνδυνο να προσπαθήσει να γκρεμίσει το έκτρωμα και αρκέστηκε απλά στο να τοποθετήσει συρματόπλεγμα γύρω του, όσο πιο ψηλά μπόρεσαν να το απλώσουν οι γερανοί. “Τι είναι;” Αν ρωτήσεις τους ντόπιους, θα σου πουν πως κάποιος ηλίθιος μάζεψε χιλιάδες παλιοσίδερα και διάφορες παλιατζούρες για ανακύκλωση και μετά τα παράτησε να στέκονται, να φτάνουν χιλιάδες μέτρα πάνω από τη γη, μια οριζόντια συγκέντρωση άχρηστων πραγμάτων. “Είναι περίεργο“, θα σου πουν ,”αλλά συμβαίνει – οι άνθρωποι μερικές φορές έχουν σκατά στο κεφάλι τους“.
Δε θα διαφωνήσω με αυτό. Αλλά το “δέντρο” δεν ήταν ανθρώπινο κατασκεύασμα. Ξέρω, γιατί ήμουν εκεί όταν γεννήθηκε. Ήμουν εκεί όταν εκείνη η γυναίκα σταμάτησε το αμάξι της, όταν κατέβηκε στην απέναντι μεριά του δρόμου για να ταΐσει κάποιο σκελετωμένο αδέσποτο που τράβηξε την προσοχή της. Με το που έκλεισε την πόρτα πίσω της, λίγο πριν σκύψει να χαϊδέψει την ψωριασμένη του γούνα, ακούστηκε ένας ήχος. Σα να βρήκε επιτέλους το τελευταίο κομμάτι σε κάποιο περίεργο παζλ, σε κάποιο γρίφο καταγεγραμμένο μόνο στη μνήμη του.
Το αμάξι άρχισε να ψηλώνει. Πόσα μέταλλα κάνουν ένα αυτοκίνητο; Όσα και να είναι, πάλι δεν εξηγείται τέτοια επέκταση. Τεράστια μπουριά εξατμίσεων να ξετυλίγονται, να πλέκονται με υαλοκαθαριστήρες σε βάσεις μπαταριένιες, αναρτήσεις να στηρίζουν δίσκους, που κρατάνε ολόκληρες οροφές και μετά άλλα και άλλα, περισσότερα κομμάτια. Φώτα να ξεφυτρώνουν και να στέκονται από εδώ και εκεί σα τεράστια, κίτρινα λουλούδια σε φανταστικό κήπο.
Σιγά σιγά, το σύνολο άρχισε να ανεβαίνει, να βρίσκει όλο κι άλλο, κάτι ακόμα να το ανεβάσει, να το φτάσει λίγο πιο πέρα. Κάπου στο τέλος, οι ρόδες έμειναν για μια στιγμή μόνο να κρατούν το πράγμα στη γη για να μην πετάξει, να μη φύγει προς τα πάνω σα τη πιο αργή ρουκέτα που είχες φανταστεί ποτέ. Για μια στιγμή μόνο και μετά ο χώρος ανάμεσά τους άνθισε, γέμισε, μπούκωσε με μέταλλα και κομμάτια πλαστικά, λίγο σουέντ από καφέ καθίσματα — αυτό ήταν, το έργο ολοκληρώθηκε.
Η γυναίκα έμεινε σιωπηλή να παρατηρεί το μεγάλωμα, με το σκύλο αγκαλιά να τρέμει και να κλαψουρίζει γαβγίσια. Μόνο αφότου η διαδικασία τελείωσε, άρχισε να ψάχνει γύρω γύρω, να βρει κάποιο συμάρτυρα του θαύματος. Μόνο τότε πέτυχε τα μάτια μου να ανοιγοκλείνουν ηλίθια και σάλια να τρέχουν από το ορθάνοιχτο στόμα. Μέχρι να τα σκουπίσω, είχε ήδη αρχίσει να τρέχει με το σκύλο ξοπίσω της, προς τα εκεί απ’όπου ήρθε. Πριν τρέξω πίσω της, επέστρεψε ο μόνος άλλος εργαζόμενος στα διόδια εκείνη την ημέρα. Με το κωλόχαρτο στο χέρι, έμεινε να κοιτάει με θαυμασμό το δημιούργημα που εμφανίστηκε σε ενός χεσίματος χρόνο.
- Καλά, πόσες μπουλντόζες τα μετέφεραν όλα αυτά τα σκατά;
Του απάντησα χωρίς να το καταλάβω, κοιτώντας ακόμα τα απίστευτα μεταλλικά ύψη.
- Μόνο ένα σέατ ήταν.
Το βλέμμα που μου έριξε ήταν αρκετό για να κρατήσω το στόμα μου κλειστό. Όπως πάντα, τώρα και τότε, δεν θέλω φασαρίες. Μόνο την ησυχία μου. Αν η γυναίκα δεν εμφανιζόταν ζητώντας μάρτυρες για την ασφαλιστική, το είχα αποφασίσει, δεν θα έβγαζα τσιμουδιά. Και ας είμαστε σοβαροί, ποια ασφαλιστική θα πλήρωνε τέτοια απώλεια; Δεν περίμενα να την ξαναδώ μα κάποια στιγμή, μετά πολύ καιρό, την είδα, πέρασε όντως από τον ίδιο δρόμο.
Σε ένα κάμπριο -για ευνόητους λόγους- παρά το τσουχτερό χειμωνιάτικο κρύο. Αυτή ήταν, το ξέρω. Τα μάτια της, αποφεύγοντας εμφατικά το πράγμα στην άκρη του δρόμου, γύρισαν να με κοιτάξουν μόνο μια στιγμή πριν επιταχύνει και εξαφανιστεί στον ορίζοντα. Με μια μαλλιαρή μουσούδα να ξεπροβάλλει από την θέση του συνεπιβάτη. Και μετά, έμεινε μόνο το δέντρο να με σκιάζει το καλοκαίρι και να σταματά τη βροχή το χειμώνα. Να διώχνει τους οδηγούς από το πόστο μου. Εκατομμύρια πουλίσιες τσιριγμιές να μου κάνουν συντροφιά.
Μέχρι που κάτι άλλο από κουτσουλιές έπεσε από ψηλά. Σήμερα.
Λίγο πριν το μεσημέρι, χάζευα τα σύννεφα να ταξιδεύουν πλάι από αυτό το πράγμα, όταν τα είδα να κατεβαίνουν απαλά, να ακουμπάνε στον αέρα με χάρη, να γίνονται όλο και πιο μεγάλα, μέχρι που ακούμπησαν τον δρόμο. Σαν κάποιο μαγικό, κατάλευκο χαλί, να λαμπυρίζουν στον ήλιο. Έτρεξα και τα έφερα πριν τα χαλάσουν τα αμάξια. Σύντομα, όλοι ήρθαννα δουν. Τους ακούω που αναλύουν τις υποθέσεις τους.
- Είναι φτερά.
- Ναι. Πελεκάνος ή κάτι τέτοιο. Κάποιος τεράστιος γαμημένος πελεκάνος. Ποιος ξέρει τι άλλο κυκλοφορεί, τι άλλο γεννάει και μεγαλώνει εκεί πάνω τόσα χρόνια.
- Φαντάσου να πέσει καμιά αρκούδα πάνω μας!
- Δεν είναι αστείο. Οτιδήποτε εκεί πάνω είναι και ένα πιθανό βαρίδι στο κεφάλι μας. Ίσως όχι σήμερα ή αύριο, αλλά κάποια στιγμή. Θα ‘πρεπε να ζητήσουμε να κάνουν έλεγχο!
- Ναι, καλά. Με τέτοια κρίση περιμένεις να σου πληρώσουν ορειβάτες…
Συνεχίζουν να μαλώνουν, αλλά δεν προσέχω πια τι λένε. Τα κρατάω ακόμα στα χέρια μου, αισθάνομαι την πυκνή ζεστασιά τους. Δεν θέλω να τους πω με τι μου μοιάζουν εμένα. Σαν κασέτα που κόλλησε, μια εικόνα επαναλαμβάνεται στο κεφάλι μου, ξανά και ξανά. Εκείνη η φιγούρα, το μικρό πορσελάνινο πραγματάκι πάνω από την τηλεόραση. Ο μικρός φτερωτός άγγελος της μητέρας μου. Έτσι φανταζόμουν τα φτερά του όποτε το έβλεπα — τόσο μαλάκα, τόσο μεγάλα. Να μπορείς να ξαπλώσεις επάνω του, να κοιμηθείς εν ειρήνη. Χά! Ποτέ δεν ήμουν θρήσκος, πλάκα θα’χε να αρχίσω τώρα. Παρατάω την απαλότητα σε μια καρέκλα και δεν την ξανακοιτάω μέχρι το τέλος της βάρδιας.
Το βράδυ στο σπίτι, όταν δεν βλέπει κανένας, κοιμάμαι επάνω τους.
Όλοι έχουν ξεχάσει το γεγονός την επόμενη ημέρα. Εγώ δεν μπορώ να ξεκολλήσω τα μάτια μου από το δέντρο. Βλέπω πανάλαφρες κινήσεις να αναταράσσουν την τρελή αρχιτεκτονική σε όλα τα επίπεδα. Υπάρχει ζωή παντού, είναι δύσκολο να μαντέψω από πού προήλθαν τα βελούδα που έχω ακόμα στο σπίτι μου. Το βλέμμα μου, όμως, όλο και ξεφεύγει προς τα δυσθεώρητα ύψη της κορυφής.
Όσο αδύνατο κι αν φαίνεται, όσο κι αν ξέρω πως τίποτα δεν μπορεί να ζήσει τόσο ψηλά, είμαι σίγουρος. Από ‘κει ήρθαν. Σε κάθε διάλειμμα περνάω το συρματόπλεγμα, πλησιάζω το “δέντρο“, το κοιτάζω, το πιάνω. Δεν είμαι ορειβάτης, αλλά κάτι μέσα μου μου το λέει. Μπορώ να ανέβω πάνω του. Ο,τι είναι αυτό που σχεδιάζει τον απίστευτο κορμό του πράγματος απέναντί μου, τα σίδερα, αυτά τα αμέτρητα μεταλλικά πλοκάμια, που είναι περίεργο αλλά δε σκουριάζουν, δεν σαπίζουν, δε φαίνονται για παλιατζούρες.
Βλέπω πατήματα σε κάθε κομμάτι της παραδοξότητας, μοιάζουν σα σκαλοπάτια προς τα πάνω. Ρίχνω το βλέμμα μου προς το σημείο που η κορυφή μοιάζει να τρυπάει τον ουρανό. Δεν το είχα σκεφτεί πριν, αλλά ναι, όλο το κατασκεύασμα μοιάζει με γιγαντιαία σκάλα, κάθε μέρος και ένα γιγαντιαίο βήμα, ή ένα βήμα για γίγαντα, μέχρι την κορυφή. Όπου και να είναι αυτή.
Μπορώ να το ανέβω. Και θα το κάνω.
Παίρνω άδεια από την δουλειά και ξεκινάω πρωί πρωί, τη μέρα που ξέρω πως έχει βάρδια μόνο ο Ηλίας ο γκαβός Δεν θα με δει να ανεβαίνω, αυτό είναι σίγουρο. Και αν έχω μάθει κάτι για τους οδηγούς σε αυτούς τους δρόμους είναι πως -όλοι εκτός από εκείνη- δεν θα έπαιρναν χαμπάρι, ούτε κι αν η γιαγιά τους είχε πιάσει φωτιά μέσα στη μέση του δρόμου. Κανείς δεν θα με προσέξει.
Σαν τον Τζακ και τη φασολιά του, αρχίζω να σκαρφαλώνω, χωρίς να ξέρω που θα φτάσω, μόνο με την ελπίδα μιας αόρατης μαγείας να με κρατάει. Το δημιούργημα είναι τόσο μεγάλο, που δεν νιώθω σα να ανεβαίνω δέντρο — μοιάζει περισσότερο σαν να κάνω δρόμο μέσα από τη βλάστηση κάποιου εξωγήινου λόφου. Που και που ξεκουράζομαι ανάμεσα στα ψεύτικα φυλλώματα, ξαπλώνω. Είναι πιο άνετα απ’ότι θα περίμενα. Μετά, συνεχίζω ξανά. Εδώ και καιρό έχει χαθεί το συρματόπλεγμα, δεν υπάρχει τίποτα γύρω από το δέντρο, τίποτα γύρω μου. Καθώς συνεχίζω την ανάβαση, μόνο τσαντισμένα πουλιά πετάνε γύρω μου, περιμένουν να ανέβω λίγο ακόμα πιο πάνω για να επιστρέψουν στη θέση τους. Σε λίγο θα πρέπει να σταματήσω για να κοιμηθώ μέχρι το πρωί, αλλά μέχρι τότε προχωράω ξεσπιτώνοντας φτερωτούς φωνακλάδες. Μέχρι που με σταματάει η μυρωδιά.
Ψημένο κρέας. Κάνει τα σάλια μου να τρέχουν. Ανεβαίνω με μεγαλύτερη βιασύνη, ξεχωρίζω καπνό μέσα από τα χαλάσματα. Όταν το άγριο πρόσωπο πετάγεται μπροστά μου η έκπληξή μου σχεδόν με κάνει να πέσω από το δέντρο. Ξαναβρίσκω την ισορροπία μου και στρέφω το βλέμμα μου πάλι προς τα πάνω. Το πρόσωπο απέναντί μου, απλώνει το χέρι του, μου προσφέρει ένα κομμάτι ψημένο πουλί, με χαμόγελο.
- Με λένε Λάμπη.
Δεν φαίνεται τόσο τρομακτικός πια. Τρώμε στην ησυχία, μέχρι να ρωτήσω το προφανές:
- Πόσο καιρό…;
- Κάνα χρόνο. Θες λίγο νερό;
Μάλλον τον κοιτάω περίεργα, γιατί γρήγορα συμπληρώνει:
- Είναι βρόχινο. Το πιο καθαρό που υπάρχει.
Πίνω τη δροσιά σε κούπα από τούμπο με ενσωματωμένο ρουλεμάν.
- Πως ανέβηκες;
- Όπως και εσύ, υποθέτω. Είναι καλύτερα από κάτω. Έχω τροφή, νερό… Και ζέστη. Κοίτα!
Μου δείχνει τις μπαταρίες αυτοκινήτου στις οποίες έχει συνδέσει δεκάδες πράγματα: μια ξυριστική μηχανή, ένα φορητό κουζινάκι, ακόμα και ένα τεράστιο σύστημα κλιματισμού που είναι σφηνωμένο πάνω από τα κεφάλια μας. Το καλό είναι, λέει, πως εδώ, έχει άπειρα ανταλλακτικά.
Κοιμόμαστε σε βελουδένια καθίσματα, με τέντα από πλαστικό πάνω μας και με τον αέρα του κλιματισμού να μας χτυπάει. Το πρωί, μου φτιάχνει και χαμομήλι από ένα φυτώριο που έχει φυτέψει μέσα σε μια ζάντα.
- Θα πας πιο ψηλά; Γιατί δεν κάθεσαι λίγο ακόμα;
Δε του λέω την αλήθεια. “Θέλω να δω τη θέα από εκεί πάνω“. Διστάζω για μια στιγμή, αλλά συνεχίζω. “Έχεις πάει πιο ψηλά; Πώς είναι; Υπάρχουν πουλιά πιο πάνω; Μεγάλα πουλιά;”
- Δεν έχω ιδέα. Είμαι καλά εδώ που είμαι. Υπάρχει άλλος ένας, ανεβήκαμε παρέα, αλλά συνέχισε προς τα πάνω πριν δύο μήνες. Δεν τον έχω δει από τότε.
Πριν φύγω, πρέπει να ρωτήσω κάτι ακόμα.
- Μήπως έχεις και τουαλέτα;
Ξεθάβει ένα μεγάλο μπουρί από κάπου και μου το δίνει με επισημότητα. Σα να αναπαράγει κάποια -ιδιαίτερα βρώμικη- χορευτική κίνηση, σπρώχνει το άνοιγμα του σωλήνα με τη λεκάνη του κάνα δυό φορές, μέχρι να πιάσω το νόημα.
- Στόχευσε μακριά από το δέντρο!
Μόλις ανακάλυψα ποιο είναι το σύστημα αποχέτευσης αυτών των υψών. Δεν θέλω να σκεφτώ πόσα σκατά είχαν προσγειωθεί πλάι μου όταν είχα ακόμη τα πόδια μου στη γη, όσο δούλευα στα κουβούκλια. Στρέφω το μπουρί μακριά από τα διόδια, μακριά από τον κακομοίρη τον Ηλία τον γκαβό και ανακουφίζομαι. Λίγο πριν φύγω, ο Λάμπης με σταματά. Βγάζει από την τσέπη του που φουσκώνει μια σακούλα αποξηραμένο κρέας.
- Πάρε αυτό. Να προσέχεις. Επάνω θα κάνει πιο κρύο. Αν δεις τον Γιώργο πες χαιρετίσματα.
Τον ευχαριστώ και ξεκινάω προς τα πάνω ξανά. Βήμα βήμα, πλησιάζω την κορυφή. Τα πουλιά αραιώνουν μέχρι που εξαφανίζονται τελείως όπως είχα υποψιαστεί. Κοιτάω με προσοχή προς τα κάτω. Από εδώ που είμαι ο δρόμος που πέρασα το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου μοιάζει με ασήμαντο, γκρίζο ρυάκι στο έδαφος. Τα διόδια έχουν χαθεί, μια κουκκίδα ανάμεσα σε αμέτρητες άλλες. Θυμάμαι αμυδρά τα μαθήματα φυσικής από το σχολείο. Υπάρχει οξυγόνο εδώ; Δε θα έπρεπε να ζαλίζομαι; Γιατί δε νοιώθω περίεργα; Γιατί δεν κρυώνω;
- Έτσι το κανονίσαμε. Για να μπορείτε να ανέβετε.
Ακούω φωνές. Ξεκίνησαν τα συμπτώματα.
- Μη φοβάσαι. Είσαι τόσο κοντά.
Τα λόγια έρχονται καθαρότατα στο κεφάλι μου σα να παρακάμπτουν τελείως τα αυτιά μου. Αποτολμώ μια ερώτηση με μισοσβησμένη φωνή:
- Γιώργο;
Ακούω γέλιο που πυκνώνει, σα να αντηχεί σε αόρατους τοίχους μέσα στο κεφάλι μου.
- Συνέχισε το ταξίδι και σύντομα, θα αποκτήσεις τα δικά σου φτερά. Ανέβα γρήγορα και θα δεις.
Η φωνή σταματά. Βγάζω από την τσέπη μου ένα κομμάτι κρέας και ξαπλώνω μασουλώντας. Υπάρχουν δύο πιθανότητες: τρελαίνομαι ή μόλις μου μίλησε κάποια ανώτερη δύναμη. Δε μ’ακούει κανένας, ας το πω. Ο Θεός. Μόλις μου μίλησε ο Θεός. Ανέβηκα να βρω αγγέλους και φαίνεται πως τους βρήκα. Αν δεν είναι αλήθεια, αν απλά τρελαίνομαι… Και πάλι, δεν έχω όρεξη να κατέβω. Θέλω να συνεχίσω, θέλω να πάω όσο πιο ψηλά μπορώ. Δεν έφερα τα φτερά μαζί μου, αλλά τα αισθάνομαι πάνω μου να μου δυναμώνουν την αποφασιστικότητα. Βρίσκω εύκολα δρόμο μέσα από το χαμό, χιλιάδες μέτρα ψηλά. Και σύντομα, το βλέπω.
Ένα ιδιαίτερα μεγάλο σύννεφο, φωτεινό, που μοιάζει να μπλοκάρει τη συνέχεια του δρόμου. Μόνο που δεν μπλοκάρει τίποτα. “Είναι” το τέλος του δρόμου για μένα. Η φωνή στο κεφάλι μου με περιμένει ενσαρκωμένη, αιωρούμενη πάνω σε αφράτη, λευκή γραμμή. Κάθεται σα Βούδας. Στους ώμους του ακουμπούν πλατιά φτερά, απλώνονται αιθέρια, μπλέκονται με τους αμέτρητους θυσάνους που τον περιτριγυρίζουν.
- Καλωσήρθες!
Η ερώτηση μου ξεφεύγει πριν την καλοσκεφτώ. Είσαι ο Θεός;
- Ε; Όχι, φυσικά όχι. Έχει πιο σημαντικά πράγματα να κάνει. Είμαι εδώ να σε υποδεχτώ. Λοιπόν. Ταυτότητα; Τίτλοι ιδιοκτησίας;
Να κάτι που σίγουρα δεν περίμενα να συναντήσω εδώ πάνω, σε αυτά τα ύψη, τόσο μακριά από τον κόσμο που ήξερα. Διόδια, ξανά. Όπως έκανα τόσα χρόνια, έτσι κι αυτός, πρέπει να βεβαιωθεί πως έχω πληρώσει πριν περάσω. Απαντώ ειλικρινά.
- Τι;
Επαναλαμβάνεται, μιλώντας αργά, σαν σε παιδάκι: “Τίτλοι ιδιοκτησίας. Για το αμάξι. Είναι δικό σου, έτσι;“
Μου παίρνει κάμποσο καιρό να καταλάβω γιατί πράγμα μιλάει. Πέρασα τόσο χρόνο ανεβαίνοντας, που ξέχασα σε τι πράγμα σκαρφαλώνω.
- Όχι. Μια γυναίκα βγήκε από το αμάξι όταν εκείνο άρχισε… να αναπτύσσεται.
- Ανέβηκες σε ξένο αμάξι. Πρόκειται για πολύ σοβαρό αδίκημα. Κάθε οδηγός έχει τη δική του μοίρα. Δεν σου ανήκουν οι καλές της πράξεις, η καθαρή της συνείδηση.
- Μα, ήταν παρατημένο, δεν ήξερα…
Ξεφυσάει και με κοιτάει συνωμοτικά. Η αλήθεια είναι πως η μέθοδος είναι στα σπάργανα. Δεν έχει αρχίσει η ομαδική άνοδος ακόμα. Προβλέψαμε και για την περίπτωση σου. Δώσε μου τις πινακίδες του αμαξιού σου, θα δω τι μπορώ να κάνω.
- Ε, δεν οδηγώ.
- Λυπάμαι. Απαγγέλλει τις νέες εντολές με ύφος πολύ λιγότερο επιβλητικό απ’ότι θα φανταζόμουν. Κάθε σωτηρία απαιτεί τουλάχιστον ένα αμάξι. Μπορείς να ανέβεις αν σε βάλει κάποιος στο αμάξι του. Μέχρι τέσσερα άτομα ανά οδηγό.”
- Μα, αυτό είναι γελοίο.
Το μάτι του θολώνει.
- Αυτοί είναι οι κανόνες. Πριν χαθεί από τα μάτια μου με προειδοποιεί συγκαταβατικά: Μεταξύ μας, μόλις κατέβεις, βγάλε μια άδεια οδήγησης. Νοίκιασε αμάξι αν δεν μπορείς να αγοράσεις. Σε λίγο καιρό, όλοι θα ανέβουν. Προλαβαίνεις, δεν προλαβαίνεις.
Το φως χαμηλώνει και μένω μόνος ανάμεσα στα σύννεφα να με φυσάει ο άνεμος. Δεν έχω πολλές επιλογές, αρχίζω απλά να κατεβαίνω. Συναντώ ξανά τον φίλο μου, πιο κάτω. Ο Λάμπης με κοιτάει με λυπημένα μάτια καθώς τελειώνω την ιστορία μου. “Ούτε εγώ έχω αμάξι” λέει. Ξαφνικά, του έρχεται. Με ρωτάει με καινούργια ελπίδα. “Αν πάρω ανταλλακτικά από αυτό εδώ; Τι θα γίνει αν φτιάξω ένα αμάξι, από ξένο αμάξι;” Δεν ξέρω τι να του απαντήσω. Θεωρείται άραγε κλεψιά ακόμα και αν παίρνεις κάτι που χρειάζεσαι από σωρό πραγμάτων που κανείς δεν χρησιμοποιεί; Ποτέ δεν ήμουν θρήσκος — όλες οι διαφορετικές σέκτες, όλοι οι κανόνες με μπέρδευαν τόσο που δεν δοκίμασα καμία τους. “Θα το προσπαθήσω” μου λέει. “Δεν μπορώ να κάνω τίποτα άλλο”.
Συνεχίζω να κατεβαίνω, μέχρι που φτάνω κάτω, πάλι. Για τα καλά αυτή τη φορά. Με βλέπουν που ξεπεζεύω οι συνάδελφοί μου, βγάζουν τα κεφάλια τους από τα στενά δωματιάκια σαστισμένοι. Δεν εξηγώ, δεν μιλάω σε κανένα. Στο σπίτι μου κοιμάμαι άλλη μια φόρα πάνω στα φτερά. Δεν ξέρω αν θα τα ξαναδώ ποτέ σε όλο τους το μεγαλείο, κομμάτι αέρινου σώματος. Την άλλη μέρα είμαι πάλι στη δουλειά.
Το σκέφτηκα να πάω να μάθω να οδηγώ. Να δώσω μια ευκαιρία στον εαυτό μου. Να σωθώ. Αλλά δεν το έκανα. Οι εξελίξεις ήταν γρήγορες. Αμάξια παντού, σε όλο τον κόσμο, άρχισαν να αναλύουν τα σωθικά τους, να απλώνονται προς τα ουράνια. Πήραν κόσμο μαζί τους. Άλλοι ακολούθησαν τα ύψη για να τους βρουν περιμένοντας να συναντήσουν πτώματα. Η αλήθεια που ανακάλυψαν εξαπλώθηκε σαν ιός. Είδα τους ανθρώπους τις επόμενες μέρες να ετοιμάζονται για την άνοδο, να μαζεύουν φίλους και συγγενείς, να βρίσκουν το κατάλληλο σημείο στην άκρη του δρόμου ή πλάι στο σπίτι τους. Να κάθονται και να περιμένουν χαιρετώντας με νόημα άγνωστα πρόσωπα σε γειτονικά οχήματα που περιμένουν την δική τους σειρά. Η ντροπαλή προσέγγιση των ανθρώπων, λίγο πριν ο κόσμος όπως τον ξέρουν τελειώσει.
Και όταν ήρθε εκείνη η στιγμή, όταν τελικά όλα τα αμάξια στον κόσμο ψήλωσαν, εγώ έμεινα μόνος.
Όχι πραγματικά μόνος. Υπάρχουν πάντα κι άλλοι, χωρίς κανένα στον κόσμο, που απέτυχαν σε άπειρες εξετάσεις οδήγησης, που δεν προσπάθησαν καν. Οι άθεοι. Υπάρχουν πάντοτε οι κακοί άνθρωποι. Όχι, σίγουρα δεν είμαι μόνος. Αλλά έμεινα χωρίς δουλειά, χωρίς σκοπό. Δεν υπάρχουν πια αμάξια, τα διόδια είναι μια ξεχασμένη ιδέα.
Έρχομαι όμως, ακόμα στο δωματιάκι μου που και που. Κάτω από τον ίσκιο όχι μόνο ενός “δέντρου“, πια. Υπάρχουν πολλά, αλλά εγώ συνεχίζω να κοιτάω προς τα ‘κει που ανέβηκα, την ίδια οριζόντια ανωμαλία που με τράβηξε. Και μια μέρα, είδα εκείνη τη γυναίκα, να κοιτάει τα ίδια ύψη με εμένα. Να πετυχαίνει τη ματιά μου, να περπατάει προς το μέρος μου με το σκυλί πίσω της, ευτυχισμένο όσο μόνο τα σκυλιά μπορούν να είναι.