Στο ποίημα του Καβάφη «Νέοι της Σιδώνος, 400 μ.X.», ένας νέος, παθιασμένος με τη λογοτεχνία, όταν άκουσε έναν ηθοποιό να απαγγέλλει τον επιτάφιο του Αισχύλου, είπε ότι είναι «λιποψυχία» να «βγάλεις από τον νου σου ολότελα της Τραγωδίας τον Λόγο τον λαμπρό και για μνήμη σου να βάλεις μ ό ν ο που μες στων στρατιωτών τες τάξεις, τον σωρό, πολέμησες και συ τον Δάτι και τον Αρταφέρνη». Ο επιτάφιος αυτός ανήκει στην ίδια περίπου περίοδο με το λοιμό της Θήβας, με τον οποίον εκκινούσε η τραγωδία «Οιδίπους Τύραννος». Όσο καιρό ο Οιδίποδας ήταν κλεισμένος στο παλάτι του η καταστροφή απλωνόταν, έως ότου η «τραγωδία» χτύπησε την πόρτα του.
Αυτή η τραγωδία έθετε ερωτήματα τα οποία απασχολούσαν την Ελλάδα του 5ου αιώνα π.Χ.: Τι είναι το ανθρώπινο ον; Ποια η σημασία της δράσης του; Ποιες είναι οι υποχρεώσεις του και η ευθύνη του απέναντι στη κοινότητα; Ποια η ενοχή του; Είναι εκείνη η εποχή τόσο διαφορετική από τη δική μας; Οι αρχαίοι ελληνικοί μύθοι και τραγωδίες επανέκαμψαν στη σκέψη των σύγχρονων στοχαστών –εκκινώντας από τον Freud ανάμεσα σε άλλους– για να φωτίσουν από τη δική τους οπτική γωνία την προσπάθεια κατανόησης του ανθρώπου.
Ο «ιδιωτικός» μας κόσμος κινδυνεύει να γίνει το δικό μας παλάτι όπου η «τραγωδία» θα έρθει να μας συναντήσει, εάν αφεθούμε σε μια παθητική και σιωπηλή στάση εκεί όπου τα μείζονα πολιτικοκοινωνικά ζητήματα απαιτούν τη συνειδητοποίηση των κινδύνων και την οργάνωση της αντιμετώπισής τους. Η κλινική εμπειρία των ψυχαναλυτών έχει δείξει την επικράτηση της ναρκισσιστικής προσωπικότητας στις δυτικές κοινωνίες, στις μέρες μας και αυτό εξηγεί κάποια από τα δυναμικά τα οποία προκύπτουν ανάμεσα στο άτομο και την κοινωνία. Το ζητούμενο είναι οι ίδιοι οι ψυχαναλυτές να θέσουν τις γνώσεις τους στην υπηρεσία του συνόλου και να μην αποσυρθούν στο δικό τους παλάτι, συγχέοντας τη σιωπή ως μέρος της ψυχαναλυτικής τεχνικής με τη σιωπή η οποία προκύπτει ως συνέπεια από την αποποίηση της ευθύνης και την αδιαφορία.
Η αναγκαιότητα του διαλόγου, άρα και της αλληλεπίδρασης, της ψυχανάλυσης με τους υπολοίπους τομείς του επιστητού και με το κοινωνικό σύνολο είναι δεδομένη. Η γόνιμη εκτύλιξη του διαλόγου προϋποθέτει τη παρρησία των συμμετεχόντων, δηλαδή την ελεύθερη έκφραση. Η τελευταία προϋποθέτει, με τη σειρά της, την ελεύθερη σκέψη. Η τραγικότητα του ανθρώπου έγκειται στο ότι η ελεύθερη σκέψη συναντά μέσα στο ίδιο το ανθρώπινο υποκείμενο το μίσος προς αυτήν. Αυτή, άλλωστε, ήταν και η ανακάλυψη του Freud: Μέσα στην αναλυτική κατάσταση εγείρονται αντιστάσεις, προκειμένου η νεύρωση, το οικείο και το παλιό να μην εκτεθούν στο ενδεχόμενο της αλλαγής.
Μπορεί η ψυχαναλυτική «γνώση εαυτού» να συμβάλει στην κατανόηση αυτού του μίσους και στον περιορισμό του πέραν του ενδοψυχικού, και σε ευρύτερο, συλλογικό, επίπεδο; Ο Freud είχε ανακαλύψει ότι αυτή η τεράστια επιθετικότητα μπορεί να προκληθεί, τόσο σε επίπεδο ατομικό όσο και κοινωνικό, ως συνέπεια της διασάλευσης της ναρκισσιστικής ισορροπίας, καθώς η απώλεια «του ναρκισσιστικού παραδείσου» στο ανθρώπινο ον ακολουθείται από τη νοσταλγία και την επιθυμία επιστροφής σε αυτόν.
Το ναρκισσιστικό στάδιο, το οποίο, σύμφωνα με την ψυχαναλυτική θεωρία, αποτελεί απαραίτητο στάδιο της λιβιδινικής ανάπτυξης όλων μας, απαιτεί την ομοιότητα υποκειμένου –αντικειμένου, την έλλειψη της «διαφοράς». Το ανθρώπινο υποκείμενο βγαίνοντας από τη συμβιωτική ένωση με τη μητέρα και αντιλαμβανόμενο την ύπαρξη του εαυτού και του αντικειμένου ως ξέχωρα όντα, εξακολουθεί να αντιλαμβάνεται το αντικείμενο ως όμοιο με αυτό. Εάν η έξοδος από το ναρκισσιστικό στάδιο είναι επιτυχής, τότε φθάνει σε μια αίσθηση ταυτότητας και ασφαλούς, επικοινωνίας με τους άλλους και τον κόσμο.
Οι μείζονες πολιτικο-κοινωνικές κρίσεις διαταράσσουν τις επιτευχθείσες ισορροπίες και η αίσθηση αβεβαιότητας η οποία προκύπτει ενισχύει την ανάγκη επιστροφής στο στάδιο της απόλυτης και αδιατάρακτης ομοιότητας το οποίο δεν ανέχεται την αμφισβήτηση από την εξωτερική πραγματικότητα (μέσω εμφάνισης π.χ. καινούργιων και διαφορετικών ιδεών ή/και δεδομένων). Ενεργοποιούνται, επιπροσθέτως, πρωτόγονοι ασυνείδητοι μηχανισμοί άμυνας –όπως η διάψευση ή η σχάση– οι οποίοι μπορούν να στρέψουν το ανθρώπινο ον σε έλλειψη αναγνώρισης του κινδύνου από τα φαινόμενα βίας τα οποία γεννώνται (μέσω προβολής του Κακού στο διαφορετικό) και σε απάθεια.
Οι ψυχαναλυτές οφείλουν να επαγρυπνούν για δύο λόγους. Πρώτον, διότι, γνωρίζοντας τη δράση αυτών των μηχανισμών, μπορούν να συμβάλλουν στην αντιμετώπιση του συλλογικού κινδύνου. Δεύτερον, διότι μια τέτοια ασυνείδητη στάση δύναται να επηρεάσει και την καθημερινή τους πρακτική, καθώς οι κοινές πολιτικοκοινωνικές συνθήκες και τα συλλογικά τραύματα μπορεί να διαποτίσουν αθόρυβα την ψυχαναλυτική εργασία.
Η Ιοκάστη προσπαθώντας να αποτρέψει τον Οιδίποδα από το να έλθει αντιμέτωπος με την τραγική εξωτερική πραγματικότητα, του πρότεινε να δει αυτό το οποίο συνέβαινε σαν ένα όνειρο. Οι ψυχαναλυτές είναι εξοικειωμένοι τόσο με τη δυνατότητα του ονείρου και της ασυνείδητης φαντασίωσης να λάβει τα χαρακτηριστικά της πραγματικότητας όσο και με το γεγονός ότι όταν η εξωτερική πραγματικότητα λάβει τα χαρακτηριστικά ενός ονείρου, όλα μπορεί να επιτραπούν.
Όταν η ικανότητα του ατόμου (την οποία έχει αποκτήσει με τόσο κόπο) να διακρίνει την ψευδαίσθηση, την αυταπάτη, το όνειρο από την αντικειμενική πραγματικότητά της «εν εγρηγόρσει» ζωής αδυνατίσει, όλα μπορεί να επιτραπούν. Πώς μπορεί να διασφαλιστεί η επικράτηση της αρχής της πραγματικότητας η οποία είναι ένα προαπαιτούμενο για την ικανότητα του «ελευθέρως σκέπτεσθαι», μια ιδιαίτερα σύνθετη και ευάλωτη κατάκτηση του υποκειμένου;
Η ψυχαναλυτική θεωρία και πρακτική δείχνει ότι η ελευθερία και η δημιουργικότητα του υποκειμένου μπορούν να έλθουν ως αποτέλεσμα της δράσης του Έρωτα, κάτι το οποίο είχε διατυπωθεί πολλά χρόνια πριν, στην πλατωνική φιλοσοφία. Η τελευταία μοιράζεται αρκετά σημεία με τη φροϊδική θεωρία και μοιάζει, επιπροσθέτως, να συνδυάζει αρμονικά την πορεία προς την ελευθερία της σκέψης με τη συμμετοχή στην πόλη, τα κοινά. Η θεωρία των σταδίων του πλατωνικού Έρωτα –τον οποίον κάποιοι αντιστοιχούν στη φροϊδική libido– αποτελεί μια πρώτη περιγραφή σταδίων μετουσίωσης.
Μέσα από τα διαδοχικά στάδια, το υποκείμενο γίνεται, από «ερωμένος», «εραστής» του ενός αντί των πολλών και, στη συνέχεια, εραστής των νόμων και των θεσμών, της πολιτικής, της φιλοσοφίας. Σύμφωνα με αυτή τη θεώρηση, η προσωπική πορεία προς την αυτοπραγμάτωση αποτελεί ταυτόχρονα μια πορεία προς την κοινωνικοποίηση, άρα απαντά στην έκκληση για κοινωνική συμμετοχή.
Στην πλατωνική θεωρία η ανάγκη για «αθανασία»( το πιο ακανθώδες σημείο του ναρκισσιστικού σύμπαντος, άρα μια ναρκισσιστική ανάγκη) είναι η ευγενέστερη, η οποία δύναται να οδηγήσει κάποιον να είναι καλός πολίτης, άρα να ενδιαφέρεται για τους άλλους. Αυτό συμφωνεί με τη θέση του George Herbert Mead ο οποίος βλέπει τη διαδικασία κοινωνικοποίησης αυτή καθεαυτή ως μέρος της πορείας προς την αυτοπραγμάτωση.