Πριν μία δεκαετία περίπου, ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους συγγραφείς, ο Φίλιπ Ροθ, ανακοίνωσε ότι σταματάει το γράψιμο. Η είδηση τότε έπεσε σαν βόμβα, ενώ αίσθηση προκάλεσε η δήλωσή του με την οποία προέβλεπε με σιγουριά: «Θα είμαι καλά χωρίς να γράφω. Ίσως ακόμα πιο ευτυχής. Για να είμαι ειλικρινής, είμαι ήδη πιο ευτυχής»! Μάλιστα, πριν από λίγο καιρό σε συνέντευξή του στη γαλλική εφημερίδα Le Monde επανέλαβε ότι είναι «ευτυχισμένος» και απαλλαγμένος από τις «ασφυκτικές απαιτήσεις της λογοτεχνίας» και τη μέχρι πρόσφατα μόνιμη μελαγχολία του. Κατά καιρούς, πολλά έχουν ειπωθεί και γραφτεί για τη «θεραπευτική σημασία της τέχνης», η οποία αποτελεί μια δεικλίδα ασφαλείας που σώζει τον καλλιτέχνη (ακόμη και ένα σπουδαίο καλλιτέχνη) από σοβαρότερες επιπλοκές της όποιας ψυχικής του διαταραχής.
Όμως, συχνά συμβαίνει και το αντίστροφο: «Η μοναδική τροφή για την τέχνη είναι η ίδια η ζωή», είχε πει κάποτε ο διεθνούς φήμης ζωγράφος Αλέξης Ακριθάκης, και αν κρίνει κανείς από την (αυτοκαταστροφική) μανία με την οποία δημιουργούσε αριστουργήματα, είναι προφανές ότι περιαυτολογούσε. Βέβαια, υπάρχουν εκπληκτικά παραδείγματα στα οποία συνέβαιναν και τα δύο: Ο καλλιτέχνης εξισορροπούσε τη δική του ψυχική διαταραχή με την παρηγοριά της τέχνης και της έκφρασής του μέσω αυτής. Αλλά και αυτή η τέχνη τελικά τον απομυζούσε, όπως στην περίπτωση του Βαν Γκογκ. Τα έργα που τον έκαναν διάσημο τα ζωγράφισε σε τρία μόλις χρόνια που τα σημάδευαν κρίσεις και απελπισία, με τις χωριστές πινελιές του να εκφράζουν μέσα από έναν πυρετώδη δυναμισμό τη μεγάλη και συχνά αφόρητη συναισθηματική ένταση στην οποία βρισκόταν. Πάντως, η ίδια η τέχνη, κατά κανόνα, εμπεριέχει την τρέλα, μια «ανάποδη» ανάγνωση της λογικής τάξης των πραγμάτων, γι’ αυτό και λειτουργεί λυτρωτικά.
Ο Screaming’ Jay Hawkins, ο εκπληκτικός μπλουζίστας και rock ‘n’ roller, σε μια συναυλία του, την ώρα που τραγουδούσε το I Put a Spell on You είχε βάλει για υπόκρουση εκρηκτικά (κανονικά). Οι θεατές έπεσαν κάτω, όλοι έφευγαν στα τέσσερα, οι τοίχοι σχεδόν μετακινήθηκαν, κάτι βετεράνοι του Βιετνάμ είδαν φλας μπακ –ένας χαμός. Εκείνος, όμως, μόνον έτσι μπορούσε να εκπληρώσει το καλλιτεχνικό του όραμα, μέσα από αυτήν τη γενικευμένη παράνοια.
Ο Χένρι Τζέιμς, το σημαντικότερο ίσως «κεφάλαιο» της αμερικανικής λογοτεχνίας, το έθεσε τέλεια όταν μίλησε, σε μια ιστορία του, για την αποστολή του ως καλλιτέχνη: «Δουλεύουμε στο σκοτάδι· και κάνουμε ό,τι κάνουμε· δίνουμε ό,τι έχουμε. Η αμφιβολία μας είναι το πάθος μας και το πάθος μας είναι το έργο μας. Τα υπόλοιπα είναι η τρέλα της τέχνης». Η σχέση λογοτεχνίας και ψυχικής ασθένειας υπήρξε πάντοτε ιδιαίτερα περίπλοκη και ενδιαφέρουσα, ενώ το μόνο σίγουρο είναι ότι δημιουργοί από το χώρο της κλασικής μυθοπλασίας έγραψαν τα αριστουργήματά τους υπό την επίδραση της ψυχικής τους διαταραχής. Σε ποιο βαθμό η οπτική γωνία του δημιουργού αποκλίνει, από τα συνηθισμένα, εξαιτίας της νόσου που τον φθείρει ανεπανόρθωτα; Δύσκολο να αποφανθεί κανείς.
Η «πινακοθήκη», ωστόσο, τέτοιων συγγραφέων είναι πραγματικά πλούσια: ο Bερλέν, ο Mάλκολμ Λόουρι, ο Γουίλιαμ Mπάροουζ, ο Mοπασάν, ο Kάφκα, μεταξύ άλλων. Όσο για τους Eλληνες συγγραφείς, υπάρχει μια πλειάδα τέτοιων περιπτώσεων με εμφανή την ψυχική ασθένεια, η οποία τους βασάνισε και τους οδήγησε στο θάνατο, αφού προηγουμένως άφησαν πίσω τους έργα διαχρονικής αξίας: Ο Mιχαήλ Mητσάκης, ο Pώμος Φιλύρας, ο Γεώργιος Bιζυηνός είναι μερικά μόνον από τα ονόματα αυτά, με τον Βιζυηνό να απαθανατίζει την εκδήλωση της ψυχικής του νόσου μέσα από τον καθηλωτικό στίχο: «Μετεβλήθη εντός μου/ και ο ρυθμός του κόσμου».
Ο Mάλκολμ Λόουρι, πάλι, ήταν αλκοολικός ήδη από την εφηβική του ηλικία. Ο άνθρωπος που έγραψε το Κάτω από το Ηφαίστειο –ένα από τα συναρπαστικότερα μυθιστορήματα του προηγούμενου αιώνα– θεωρούσε το αλκοόλ ταυτόχρονα όργανο γνώσης, καβαλιστική τελετουργία και παράγοντα καταστροφής, το οποίο όμως ξυπνούσε μέσα του ένα εκρηκτικό μείγμα θαυμασμού και τρόμου. Για τον Λόουρι, το γράψιμο και το αλκοόλ ήταν άρρηκτα συνδεδεμένα. Σπρωγμένος από ένα αναπόδραστο σύνδρομο αυτοκαταστροφής, ο ιδιοφυής συγγραφέας έκανε τελικά την ίδια τη ζωή του μια αληθινή αλληγορία της λογοτεχνίας, της οποίας η μεταφυσική σημασία εκφράζεται από την πεποίθηση ότι «καθετί είναι συμβολικό». Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Πολ Bερλέν, ο ποιητής που συνέβαλε καίρια στη μετάβαση από το ρομαντισμό στο κίνημα του συμβολισμού, έπινε για να μεθύσει και όχι για να πιει.
Ο παραισθητικός ποιητής έπινε και ξανάπινε, μέχρι τελικής πτώσεως, αψέντι, το «φρικτό πράσινο ποτό», το δηλητήριο μιας ολόκληρης εποχής, το φαρμακερό λουλούδι που μεταμφίεζε τις ταράτσες των καφενείων σε παρτέρια λουλουδιών! Και, βέβαια, η ψυχική διαταραχή αποτελεί μια από τις βασικές παραμέτρους της ζωής και της τέχνης και της Βιρτζίνια Γουλφ, η οποία με το πέρασμα του χρόνου, έχανε την ικανότητά της να ξεχωρίζει με σαφήνεια το πραγματικό από το φανταστικό, εστιάζοντας, μετά μανίας, στις λεπτομέρειες. Iσως να μην είναι τυχαίο ότι η σημαντικότερη συνεισφορά της στη λογοτεχνία, η χρήση της «ροής της συνείδησης», καθιέρωσε έναν τρόπο γραφής που καταργεί τη χρονολογική σειρά των γεγονότων, για να εστιάσει αποκλειστικά στις λεπτομέρειες, στους παλμούς της συνείδησης, τα συναισθήματα, τις σκέψεις που κυριεύουν τον εκάστοτε πρωταγωνιστή των βιβλίων της. Σε κάθε περίπτωση, αυτό που διακρίνει γενικά τον καλλιτέχνη από τον υπόλοιπο κόσμο είναι η αυξημένη ευαισθησία, η ικανότητα που διαθέτει να την εκφράσει μέσα από την τέχνη, αλλά και η διάθεση να μπει σε αυτήν τη γεμάτη αμφιβολίες, πάθη και ένταση δημιουργική διαδικασία.
Σίγουρα δεν είναι εύκολο, συχνά αποδεικνύεται περισσότερο οδυνηρή παρά λυτρωτική μια τέτοια ενασχόληση. Ακόμη και ένας τόσο χαρισματικός συγγραφέας όπως είναι ο Φίλιπ Ροθ, στο τέλος κουράστηκε, παραιτήθηκε από την τέχνη του. Αλλωστε, όπως έχει πει χαρακτηριστικά ο Γούντι Αλεν, συνοψίζοντας ιδανικά όλα τα παραπάνω σε μία μόνο φράση: «Δεν είμαστε συνηθισμένοι άνθρωποι, είμαστε καλλιτέχνες. Μας δόθηκε το ταλέντο, μας δόθηκε και η ευθύνη του»…