Καλώς το μου!
Η εβδομαδιαία μουσική σας δόση είναι πάλι εδώ, για να κρατήσει τα αυτάκια σας μακριά από ταλαιπωρία ή μερικές φορές να σας την προξενήσει – για τους μαζόχες έχω ειδικό αφιέρωμα που θα σκάσει μύτη στην οθόνη σας σε λίγο καιρό.
Αυτή τη φορά θα μπούμε στο θέμα κατευθείαν και χωρίς πολλούς προλόγους καθώς η σημερινή μου πρόταση είναι άμεση, μελωδική και αγαπησιάρα με την πρώτη ακρόαση.
Ποτέ δεν ήμουν της άποψης πως η μουσική πρέπει να είναι “μαθηματική”, Κινέζικη ή τα όργανα να παίζονται από απογόνους της θεάς Κάλι με τα πεντακόσια χέρια για να είναι καλή. Στα δικά μου ακούσματα τουλάχιστον. Μεταφέροντας το πεδίο μας στην κουζίνα και χρησιμοποιώντας μία παρομοίωση για να καταλαβαινόμαστε, δεν είναι ανάγκη να φας τηγανιτά βατραχοπόδαρα με sauce ταρτάρ και επιδόρπιο με ζαχαρωμένο, ζωντανό καλαμάρι για να το παίζεις γευσιγνώστης στους φίλους σου. Η γευσιγνωσία άλλωστε επιβάλει εκτός των άλλων απαγόρευση καπνίσματος, καθαρό μυαλό και ουρανίσκο και αποχή από το αλκοόλ ανά τακτά διαστήματα, για να διατηρήσεις τη γλώσσα σου αμόλυντη και άσπιλη όπως ο κώλος ομοφυλοφίλου ιεραπόστολου στην Αραπιά! Αν δεν είσαι διαθέσιμος λοιπόν να βασανίζεις τον εαυτό σου με δοκιμασίες, θα απολαύσεις το album που σου προτείνω σήμερα. Οι υπόλοιποι θα τα πούμε στο αφιέρωμα και όποιος αντέξει!
Μετά τα late ‘80s η σοβαρή pop μουσική (ναι υπάρχει και τέτοια) νομίζω πως πήρε την κατιούσα, και τα μεγαθήρια ακόμη του χώρου όπως οι Mesh και Depeche Mode, δεν αρκούσαν για να γεμίσουν το κενό της μουσικής παραγωγής για όλη τη δεκαετία του ‘90.
Εγένετο 2000 και η σκηνή πήρε τα πάνω της όμως, με συγκροτήματα όπως οι Fischerspooner, The Knife, Royksopp, Unkle και άλλους, να μας θυμίζουν πώς να ακούμε μουσική χωρίς να πονοκεφαλιάζουμε και να αναρωτιόμαστε αν πρέπει να πάρουμε τα ίδια ναρκωτικά με τους μουσικούς για να κατανοήσουμε τη μουσική τους. Ο κύριος Chris Corner (επίσης Sneaker Pimps και παραγωγός των Robots in Disguise) με την μουσική ναυαρχίδα του τους IAMX, πρόπερσι (2009) μας χάρισε ένα τέτοιο album ονόματι “Kingdom of Welcome Addiction“.
Εδώ μέσα θα βρεις μια ηχητική συνάντηση της κληρονομιάς όλου του electro-pop κινήματος, που μεσουρανούσε τη χρυσή γι’ αυτό δεκαετία του ’80 (βλ. Depeche Mode, David Bowie, PetShop Boys κλπ) να παντρεύεται με την πολυχρωμία και τις ενορχηστρώσεις των Muse.
Οι ρυθμοί δε είναι πάντοτε χαρούμενοι, αλλά στιγμιαία θα σε ταξιδέψουν και θα σου προκαλέσουν γλυκιά και ανάλαφρη μελαγχολία. Τα χορευτικά κομμάτια δε λείπουνε και παραπέμπουν σε σκοτεινά, ερωτικά, Βερολινέζικα λικνίσματα με υπνωτικά beat να κινούν τα πόδια και τα χέρια σου.
Καμπανάκια θα χτυπάνε στο υπόβαθρο δίπλα σε μελωδικά βιολιά που κάνουν παρέα με αργόσυρτα, βαριεστημένα μπάσα. Κάπου εκεί θα έρχεται το πιάνο να σε πάρει χεράκι-χεράκι και να σε πάει στο ξυλόφονο. Η παραγωγή του Chris αψεγάδιαστη θα σε αφήσει να ακούσεις και τον παραμικρό θόρυβο χωρίς ποτέ να “μπουκώνει” τα ηχεία σου, όσο κι αν ανεβάσεις την ένταση. Τα φωνητικά που ανήκουν και πάλι στον Corner θα σου θυμίσουν πολύ τον Matthew Bellamy (Muse) σε σημείο να φτάνουν το εύρος της φωνής του στα πιο χαμηλά, αλλά και να καλύπτουν τέλεια τα κομμάτια.
Στα συν του album είναι η μία από τις καλύτερες και πιο επιτυχημένες συνεργασίες σε κομμάτι, αυτή με την Imogen Heap στο “My Secret Friend”, ένα από τα πιο υποχθόνια κομμάτια του δίσκου που αυτομάτως έγινε για εμένα το αγαπημένο μου. Οι φωνές τους ταιριάζουν απίστευτα και αλληλοσυμπληρώνονται σε τέτοιο βαθμό που το κομμάτι γίνεται εθιστικό με την πρώτη ακρόαση.
Αν είσαι μόνος/η βάλτο να σου φτιάξει τη διάθεση, αν έχεις παρέα βάλτο να κάνει μουσικό χαλί για το μουχαμπέτι σας. Στη βόλτα με το αμάξι θα βρεις τον εαυτό σου να χτυπάει ρυθμικά τα χέρια στο τιμόνι και αν απλά “ψήνεις” γκομενάκι με αγγλόφωνα ακούσματα και ψιλοναζιάρικα μουτράκια αυτό θα σου κάνει τη μισή δουλειά (για τα υπόλοιπα μισά περίμενε το αφιέρωμα ή συμβουλέψου τον Στέλιο).
Στην τελική ο δίσκος υπηρετεί αυτό για το οποίο φτιάχτηκε η pop μουσική. Να σου κάνει τη ζωή λίγο πιο όμορφη και εύκολη.