Πόλεμος: Ένα τερτίπι του οποίου το βασικό γνώρισμα είναι η οργανωμένη και απροκάλυπτη βία ανθρώπων προς άλλους ανθρώπους, με προφάσεις που ακούνε στα ονόματα “πατρίδα“, “φυλή“, “θρησκεία“, “ιδεολογία” και οι οποίες συνήθως παρτουζώνονται δίχως προφυλάξεις, μεταξύ τους, παρέα με άλλες αιθερικές εννοιούλες παρεμφερούς περιεχομένου.
Οι άνθρωποι από τότε που άρχισε να γράφεται η ιστορία -αλλά μάλλον και πιο πριν- φαίνεται να έβρισκαν πάντα αφορμές για να αλληλοσκοτωθούν σε μαζικό επίπεδο. Το πρώτο πράγμα που τους έκανε να σκοτώνονται ήταν η διεκδίκηση εδαφών και γενικά φυσικών πόρων, από τους οποίους εξαρτώταν η επιβίωση και η ευημερία τους.
Οι ανθρώπινες ομάδες εκείνου του παλιού καιρού αλληλοτραμπουκίζονταν ουσιαστικά για το ποιος θα έχει το καλύτερο τσιφλίκι. Όμως, όταν εν τέλει χώρισαν τα τσιφλίκια τους, αντί να αρκεστούν μονάχα σε αυτά τα δικά τους, αποφάσισαν πως θέλουν και τα τσιφλίκια των υπολοίπων. Και από εκεί που είχαμε απλά συρράξεις για το ποιανού το παρεάκι θα κρατήσει το καλύτερο χώρο, το πράγμα άρχισε να οργανώνεται και να αποκτάει τη λογική του επεκτατικού πολέμου — του “δεν μου αρκεί που επιβιώνω, θέλω να ευημερώ και εις βάρος των άλλων“.
Γιατί; Γιατί μάλλον η ανθρωπότητα ήταν πολύ πιο ανώριμη απ’ όσο είναι σήμερα ώστε να αντιληφθεί τη ποικιλομορφία μέσα στο σύνολό της, όχι ως κάτι κακό αλλά ως κάτι ενδιαφέρον. Προτιμούσε να διαχειρίζεται την όλη κατάσταση με το σκεπτικό “πας μη Έλλην, βάρβαρος” (όπου στο “Έλλην” μπορείς να χώσεις οποιοδήποτε άλλο ονοματάκι με το κουλτουρικό του υπόβαθρο — δεν έχει σημασία) γιατί το να κάτσει να κατανοήσει δαύτη τη ποικιλομορφία, δεν υπήρχε στο σετάκι των επιλογών της, ενώ το να κόβει κεφάλια φαινόταν μια πολύ καλή και άμεση λύση.
Οπότε αντί να αρχίσει να καλλιεργεί και να συστηματοποιεί ουσιαστικές σχέσεις ανεκτικότητας και συνεργασίας μεταξύ των ποικιλόμορφων υποσυνόλων της, προτίμησε να συστηματοποιήσει τρόπους αλληλοεξολόθρευσης. Αν προσθέσεις εδώ και το ότι οι τυπάδες που διαχειρίζονταν όλα αυτά τα ανθρώπινα υποσύνολα συνήθως ήταν μεγαλομανείς και ασυνείδητοι, με τα δικά τους issues, τα οποία κανείς δεν μπορούσε να τους τα επισημάνει μιας και είχαν κάνει την τσατσιά να περνάνε τους εαυτούς τους ως περιούσιους κάποιας θείας εξουσίας, καταλαβαίνεις ίσως γιατί αυτό το κακό χούι με τον πόλεμο διατηρήθηκε και εξελίχθηκε κατά το πέρας των αιώνων.
Εξάλλου, όταν έπαψαν να έχουν πέραση οι “θεϊκοί” ηγέτες, ήρθαν άλλες ηλιθιότητες – μερικές από τις οποίες αναφέρθηκαν παραπάνω – για να παροτρύνουν τους ανθρώπους στο να αλληλοσφάζονται. Παράλληλα καλλιεργήθηκε και η παρανοϊκή θεώρηση πως ο άνθρωπος που πολεμάει, ο άνθρωπος που σκοτώνει και σκοτώνεται, αποτελεί μια ηρωική φιγούρα άξια σεβασμού, ενώ όποιος αποφεύγει τον πόλεμο είναι στη καλύτερη λιποτάκτης και δειλός, ενώ στη χειρότερη, είναι προδότης.
Όλο αυτό το κακό θα έλεγε κανείς ότι αντλεί πολύ μεγάλη δύναμη από την πατριαρχία που επικρατεί “από τότε που άρχισε να γράφεται η ιστορία” αλλά και από πιο πριν. Το να ξεκοιλιάζει κανείς τον οχτρό αποτελούσε απόδειξη “ανδρείας” και συνοδευόταν από τιμές και φανφάρες. Αυτή η ωραιοποίηση του πολέμου από το πατριαρχικό καθεστώς έδωσε και άλλο πρόσφορο έδαφος για την εξέλιξή του και την κατοχύρωσή του ως τακτική επίλυσης διαφορών.
Κινούμενοι μέσα σε αυτή τη νοοτροπία, φτάσαμε στις αρχές του 20ου αιώνα όπου βιώσαμε σαν ανθρωπότητα δύο καταστρεπτικότατους πολέμους που μας χάρισαν απλόχερα μπόλικη φρίκη, αλλά και πολλά πράγματα που έπρεπε να σκεφτούμε και να επαναπροσδιορίσουμε ώστε να μην ξανακάνουμε τις ίδιες μαλακίες.
Η αλήθεια είναι πως ζορίστηκε λίγο το κωλί μας μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και τα χαρούμενα μανιταράκια στο Nagasaki και τη Hiroshima, αλλά αντί να πούμε “OK παίδες, τέρμα με τα ξυλίκια“, περάσαμε στη φάση του Ψυχρού Πολέμου και όταν τελείωσε αυτός, άρχισαν πάλι σταδιακά διάφορα πολεμικά πάρτι μικρότερου σκέλους. Ναι, σαν ανθρωπότητα -εκτός των άλλων- πάσχουμε από μαθησιακές δυσκολίες και γερή διάσπαση προσοχής, πράγμα το οποίο δεν δείχνουμε να αντιλαμβανόμαστε και να επιχειρούμε να αλλάξουμε στο σύνολο μας.
Παρόλα αυτά, στη περίοδο ζωής διαφόρων πολεμικών τεράτων, τα οποία τρέφονται από τον εγωισμό και τα συμφέροντα “λίγων” και την δόλια χειραγώγηση της “μάζας” σε πράξεις βίας (η οποία χειραγώγηση είναι βασισμένη κυρίως στους φόβους και στις ανασφάλειες αυτής) υπήρξαν και περιπτώσεις ανθρώπων που αντί να συνεισφέρουν στην εκτροφή αυτών των τεράτων, επιδόθηκαν σε πράξεις ανθρωπιάς και ειρήνης.
Μετά τον πόλεμο δυστυχώς, οι πράξεις τους θάφτηκαν κάτω από τις συστημικές μεταπολεμικές φανφάρες που οργάνωναν παρελάσεις και παρασημοφορούσαν φονιάδες οι οποίοι είχαν λερώσει τα χέρια τους με αίμα για χάρη των “ιερών” και των “οσίων” μιας άρχουσας τάξης η οποία ανέκαθεν δεν έδινε το σκατό της για το καλό του συνόλου.
Τέτοια περίπτωση αποτελεί και η κυρία που θα δούμε σήμερα — η Irena Sendler (ελληνικά: Ιρένα Σέντλερ).
Πολωνικής καταγωγής, κοινωνική λειτουργός και νοσοκόμα, έκανε κάτι το οποίο ξεπερνάει σε ανθρωπιά και μεγαλείο την “ανδρεία” του κάθε στρατιώτη που έσφαξε και σφάχτηκε επειδή έτσι του είπαν.
Η Irena, κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου κατάφερε να σώσει γύρω στα 2.500 εβραιόπουλα από το εβραϊκό γκέτο στο Warsaw, φυγαδεύοντάς τα από εκεί με ευρηματικούς τρόπους, φτιάχνοντάς τους πλαστά χαρτιά ώστε να κρύψει την καταγωγή τους και βρίσκοντας ανθρώπους για να τα φροντίζουν.
Κατέληξε να διευθύνει ένα δίκτυο ατόμων το οποίο είχε αναλάβει αυτό το έργο, αλλά μετά τον πόλεμο η προσφορά της παραγκωνίσθηκε σε μεγάλο βαθμό — αν εξαιρέσεις πως το κράτος του Ισραήλ την έβαλε στη λίστα των “Righteous Among the Nations” το 1965. Από εκεί και έπειτα η ιστορία της βγήκε πάλι στην επιφάνεια το 2000, από μια ομάδα τεσσάρων μαθητριών που αποφάσισαν να κάνουν έρευνα πάνω στη περίπτωσή της και να βάλουν μπρος ένα project με το όνομα “Irena Sendler project” με το οποίο θα ασχοληθούμε και στη συνέχεια του άρθρου.
Προς στιγμήν όμως ας πάμε να κάνουμε το βιογραφικό μας μπανιστήρι.
Η Irena γεννήθηκε στις 15 Φεβρουαρίου του 1910 στο Warsaw της Πολωνίας και το πατρικό της επίθετο ήταν Krzyżanowska. Ο πατέρας της, Stanislaw Krzyżanowski ήταν γιατρός και όπως ανέφερε μετέπειτα η ίδια, από αυτόν έμαθε να νοιάζεται για όσους έχουν ανάγκη.
Βλέπεις, ο μπαμπάς Stanislaw, πέρα του ότι ήταν σοσιαλιστής -που τότε το να είσαι σοσιαλιστής είχε κάποιο νόημα- ήταν και έμπρακτα φιλάνθρωπος, με κύριά του ενασχόληση να είναι το να βοηθάει φτωχούς ασθενείς, κυρίως εβραϊκής καταγωγής, που έπασχαν από τύφο. Να σου σημειώσω εδώ πως ούτε ο Stanistlaw ούτε η Irena είχαν εβραϊκή καταγωγή ή ασπάζονταν την εβραϊκή θρησκεία.
Η ειρωνεία της υπόθεσης είναι πως ο πατέρας της Irena πέθανε από την ασθένεια που προσπαθούσε να θεραπεύσει, όταν η δικιά μας ήταν 7 ετών, μιας και οι ασθένειες δεν κάνουν διακρίσεις στις φυλές, το κοινωνικό status ή το πόσο εντάξει ατομάκι είσαι.
Η εβραϊκή κοινότητα, αποδίδοντας φόρο τιμή στον πατέρα της για το έργο του, φρόντισε να υποστηρίξει οικονομικά τη μητέρα της Irena ώστε να καταφέρει να μορφώσει την ορφανή της κόρη. Όταν η Irena τελείωσε με το σχολειό γράφτηκε στη σχολή Φιλολογίας του Warsaw και έγινε μέλος του σοσιαλιστικού κόμματος.
Μετά τις σπουδές της παντρεύτηκε τον Mieczyslaw Sendler και έπιασε δουλειά ως κοινωνική λειτουργός. Όταν ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος χτύπησε την πόρτα του χωροχρονικού μας συνεχούς (το 1939) και οι ναζί έκαναν “ντου” στη Πολωνία, η Irene ήταν 29 ετών.
Με το που ξεκίνησε το πανηγύρι της κατοχής, η δικιά μας έπιασε δουλειά βοηθώντας -όπως και πολλοί άλλοι- τους Εβραίους να αποφύγουν τη σύλληψη και τη μεταφορά σε γκέτο και στρατόπεδα συγκέντρωσης. Σύντομα έγινε μέλος της “Zegota”, μίας πολωνικής επαναστατικής οργάνωσης η οποία είχε σαν κύριο στόχο την προσφορά βοήθειας στους κατατρεγμένους από το ναζιστικό καθεστώς Εβραίους.
Τον Αύγουστο του 1943 επιλέχθηκε από τα μέλη της Zegota ως επικεφαλής του τμήματος της οργάνωσης που ήταν υπεύθυνο για την διάσωση και τη φροντίδα των παιδιών από τα εβραϊκά γκέτο. Με το που πήρε η Irena τα ηνία στα χέρια της έβαλε μπροστά το σχέδιο της.
Πιάσε εδώ κατάσταση: Η δικιά μας ήταν κοινωνική λειτουργός, εργαζόμενη στον κρατικό τομέα κοινωνικής πρόνοιας ο οποίος λειτουργούσε με την ανοχή και υπό την επίβλεψη των ναζί. Έτσι είχε την δυνατότητα να μπαινοβγαίνει με αρκετή άνεση στο εβραϊκό γκέτο, με την πρόφαση πως αυτή και οι συνεργάτες της έκαναν ελέγχους για τις συνθήκες υγιεινής σε αυτό κατά τη περίοδο ξεσπάσματος επιδημίας της τύφου.
Μπαίνοντας στο γκέτο, έπιανε από κοντά τους γονείς διαφόρων παιδιών και τους έλεγε πως μπορεί να τα βγάλει έξω από εκεί, προσφέροντάς τους έτσι περισσότερες ευκαιρίες επιβίωσης, μιας και το ποσοστό θανάτων μέσα στο γκέτο ήταν ιδιαιτέρως υψηλό. Πολλοί γονείς, παρά τον πόνο του αποχωρισμού από τα τέκνα τους, την εμπιστεύτηκαν και την άφησαν να τα αναλάβει.
Μετά το “ΟΚ” από τους εκάστοτε γονείς, η ίδια μαζί με τους συνεργάτες της ξεπόρτιζαν τα πιτσιρίκια από το γκέτο βάζοντάς τα μέσα σε ασθενοφόρα συνήθως, αφού τα έκρυβαν μέσα σε σακιά με πατάτες, δέματα ή σε οποιοδήποτε άλλο είδος συσκευασίας μπορούσε να τα χωρέσει και να περάσει απαρατήρητο από τους ναζίδες.
Με το που έβγαιναν τα παιδάκια από το γκέτο, τα αναλάμβαναν πολωνικές οικογένειες που είτε τα υιοθετούσαν -αν ήταν πολύ μικρά σε ηλικία-, είτε τα φιλοξενούσαν για κάποιο καιρό και μετά τα έστελναν στο χριστιανικό ορφανοτροφείο του Warsaw ή σε γυναικεία μοναστήρια.
Παράλληλα τους έφτιαχναν πλαστά χαρτιά με χριστιανικά ονόματα και τους μάθαιναν τα χριστιανικά λατρευτικά εθιμοτυπικά, έτσι ώστε να μην γίνεται αντιληπτή από τους ναζίδες η εβραϊκή καταγωγή και παιδεία τους η οποία θα έβαζε τα ίδια, αλλά και τις οικογένειες που τους έδιναν άσυλο, σε κίνδυνο.
Προς το τέλος του 1943 όμως οι γκεσταπίτες έκαναν την Irena τσακωτή. Την βασάνισαν με τους γνωστούς τους τρόπους, της έσπασαν τα χέρια και τα πόδια και είχαν στα πλάνα τους να την εκτελέσουν. Αυτό που την έσωσε από το βίαιο τέλος που της ετοίμαζαν, ήταν οι κινήσεις των συντρόφων της καθώς και η διαφθορά ορισμένων αξιωματικών των ναζί.
Για να στο κάνω πιο λιανά, τα παιδιά από τη Zegota πλησίασαν στα μουλωχτά τους φρουρούς της Irena και τους έδωσαν ένα κατιτίς για να μην την εκτελέσουν. Αυτοί απλά την πέταξαν στο δάσος, όπου την περιμάζεψαν οι σύντροφοί της και την έκρυψαν. Στις δημόσιες λίστες βρισκόταν ανάμεσα στους εκτελεσμένους, πράγμα που σήμαινε πως η ναζιστική κυβέρνηση τη θεωρούσε νεκρή. Κατά την υπόλοιπη διάρκεια του πολέμου, έδρασε στην αφάνεια και συνέχισε να βοηθάει ποικιλοτρόπως τα παιδιά των Εβραίων.
Όταν τελείωσε ο πόλεμος, μαζί με τους συνεργάτες της ξέθαψε τις λίστες στις οποίες κρατούσαν αρχείο με τα εβραϊκά και χριστιανικά ονόματα των παιδιών και προσπάθησε να τα επανενώσει με τις οικογένειες τους. Δυστυχώς οι περισσότερες οικογένειες είχαν ξεκληριστεί σε στρατόπεδα συγκέντρωσης ή αγνοούνταν, ενώ όλη αυτή η διαδικασία ανεύρεσης των ριζών τους προκάλεσε σε αρκετά παιδιά κρίσεις ταυτότητας και ψυχολογικά ζοριλίκια — αλλά αυτά είναι τα “ωραία” του πολέμου για του επιζήσαντες.
Πέρα από τη τιμητική διάκριση που πήρε από το Ισραήλ το 1965, η ιστορία της πέρασε στη λήθη, ενώ η πολωνική βιογραφία που αναφερόταν στη περίπτωσή της την παρουσίαζε σαν ένα μειλίχιο και άγιο ον, χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Μέχρι που έσκασαν μύτη οι τέσσερις μαθήτριες ενός επαρχιακού σχολείου στο Kansas, όπου στα πλαίσια μιας εργασίας τους για το μάθημα της ιστορίας ανακάλυψαν σε ένα περιοδικό του 1994 την ιστορία της Irena.
Αρχικά, αποφάσισαν να κάνουν ένα θεατρικό βασισμένο σε αυτή, το οποίο είχε το όνομα “Life in a Jar“, εμπνευσμένο από τα βάζα μέσα στα οποία η Irena έκρυβε τις λίστες με τα ονόματα των παιδιών που έσωζε — τα οποία βάζα παρέμειναν θαμμένα μέχρι το τέλος του πολέμου.
Παράλληλα, τα κορίτσια κατάφεραν να εντοπίσουν την Irena, η οποία τότε ήταν 90 χρονών και να επικοινωνήσουν μαζί της δια αλληλογραφίας, μαθαίνοντας περαιτέρω λεπτομέρειες για τη ζωή της και την ιστορία του Ολοκαυτώματος. Έτσι πέρα από τη σύνθεση και τη παρουσίαση της θεατρικής παράστασης τα κορίτσια έβαλαν και έναν άλλο στόχο: να μαζέψουν χρήματα ώστε να πάνε στη Πολωνία και να γνωρίσουν την ηρωίδα τους.
Εν τέλει, με τη βοήθεια των μελών της εβραϊκής κοινότητας κατάφεραν να ταξιδέψουν ως τη Πολωνία για να την δουν τον Μάιο του 2001 .
Από εκεί και έπειτα το πράγμα οργανώθηκε ακόμα καλύτερα. Το θεατρικό παίχτηκε εκατοντάδες φορές σε διάφορες πολιτείες των H.Π.Α., ενώ γυρίστηκε και τηλεταινία με την ιστορία της, το 2009 με το τίτλο “The Courageous Heart of Irena Sendler“. Επίσης στήθηκε ιστοσελίδα για το project, το οποίο συνεχίστηκε και από άλλους μαθητές, όπως και τα ταξίδια στη Πολωνία.
Το 2006 δόθηκε το πρώτο Irena Sendler Award το οποίο σαν βραβείο απονεμήθηκε σε δύο εκπαιδευτικούς, έναν Πολωνό και έναν Αμερικάνο για την συνεισφορά τους στην αγωγή των μαθητών σε θέματα που αφορούν το Ολοκαύτωμα.
Η Irena απεβίωσε στις 12 Μαΐου του 2008, ενώ τα τελευταία της χρόνια τα πέρασε σε οίκο ευγηρίας. Παρά την “αγιοποίηση” που δέχτηκε, στην πραγματικότητα ήταν ένας άνθρωπος με όλες τις ιδιαιτερότητες και τα πάθη της. Όσοι την ήξεραν την περιέγραφαν ως δυναμική, επιβλητική και χαρισματική, με ανεξάντλητη δύναμη για ζωή, έτοιμη να βοηθήσει όσους είχαν ανάγκη. Όμως παράλληλα αντιμετώπιζε πολλά προβλήματα στη προσωπική της ζωή, με τους συντρόφους της να προσπαθούν να την πατρονάρουν (ιδίως ο Mieczyslaw τον οποίο παντρεύτηκε για δεύτερη φορά το 1959, για να τον ξαναχωρίσει μερικά χρόνια αργότερα) με το ότι δυσκολευόταν να εκπληρώσει τις προσδοκίες που είχε η κοινωνία από αυτή ως μάνα και σύζυγο. Επίσης τα σκηνικά του πολέμου και η ολοκληρωτική διάλυση της σχέσης της με τον Mieczyslaw την άφησαν γεμάτη φόβους και μελαγχολία. Όπως και η ίδια ανέφερε όμως:
«Προσπάθησα να ζήσω μια ανθρώπινη ζωή, πράγμα που δεν είναι πάντα εύκολο».
Έχει ειπωθεί και από άλλους αυτό, σχετικά με την Irena, αλλά ας το αναφέρω και εδώ: τέτοιους ανθρώπους, τόσο χαρισματικούς και παράλληλα αλτρουιστές και πονόψυχους, σπάνια συναντάει κανείς και δη σε καιρούς πολέμου και καταστροφής. Οι πράξεις της αποτέλεσαν μια όαση ανθρωπιάς μέσα στην αποκτηνωτική πραγματικότητα του πολέμου.
Ώσπου να πάψουμε να τρώμε ο ένας τις σάρκες του άλλου (αν ποτέ γίνει αυτό) ας υπάρχουν και ας μνημονεύονται άνθρωποι σαν την Irena, για να μας θυμίζουν το ότι πρέπει να αγωνιζόμαστε για το κοινό καλό και όχι να σφαζόμαστε μεταξύ μας για ηλίθιες αφορμές και άχαρα συμφέροντα.
Έτσι κι αλλιώς, αν το σύνολο ευημερεί, ευημερούν και τα άτομα που το αποτελούν — οπότε, πες μου, υπάρχει πραγματικά άξιος και ωφέλιμος λόγος να στρέφουμε τη βία μας ο ένας απέναντι στον άλλο;
Αυτά για σήμερα. Τα λέμε στο επόμενο αφιέρωμα, έως τότε καλά κουράγια και τεράστια υπομονή.