Εν αρχή ήταν το τηλέφωνο. Πανάκριβα υπεραστικά τηλεφωνήματα, διακαής πόθος κάθε νεαρού φοιτητή, που ήθελε να έχει τακτική επικοινωνία με τους φίλους και την οικογένεια, αλλά δεν διέθετε το “ρευστό” για κάτι τέτοιο.
Ιστορία hacking: Ο Κέβιν Μίτνικ και τα άλλα παιδιά
Εκεί κάπου εμφανίζονται οι phreaks ή phreakers (πρόκειται για πάντρεμα του “freak” με το Phone Hacking = ph + freak = phreak), οι οποίοι κάποια στιγμή στη δεκαετία του 1960, άρχισαν να εφευρίσκουν τρόπους για να κάνουν δωρεάν υπεραστικά τηλεφωνήματα. Την ίδια περίπου εποχή τα “τζίνια” του ΜΙΤ (Massachusets Institute of Technology, ένα από τα γνωστότερα πανεπιστημιακά ιδρύματα, ιδιαίτερα στο χώρο των υπολογιστών) απαιτούσαν περισσότερο χρόνο στα θηριώδη mainframe computers του ιδρύματος, χρόνος που δεν ήταν δυνατό να τους δοθεί, αφού η σειρά αυτών που περίμεναν λίγο access time ήταν τεράστια.
Εφηύραν λοιπόν κάποιες λειτουργικές διευκολύνσεις, τις οποίες ονόμασαν hacks, που δεν ήταν τίποτε άλλο από συντομεύσεις προγραμμάτων: ένας τρόπος για να κάνουν ταχύτερα τη δουλειά τους. Μάλιστα, μερικές φορές αυτές οι συντομεύσεις ήταν πολύ πιο εκλεπτυσμένες από το ίδιο το πρόγραμμα που “εξυπηρετούσαν”.
Πίσω στους phreakers: το 1971 ένας νεαρός (τότε) βετεράνος του Βιετνάμ, ο Τζον Ντρέιπερ ανακάλυψε ότι μία σφυρίχτρα (την οποία μάλιστα βρήκε ως… δώρο σε ένα κουτί κορν-φλέηκς!) παρήγαγε έναν ήχο που μπορούσε να τον βοηθήσει να κάνει δωρεάν υπεραστικά τηλεφωνήματα, αφού ξεγελούσε το (αναλογικό) σύστημα.
Στη συνέχεια, το phreaking έγινε μια πραγματική εναλλακτική κουλτούρα, με “γκουρού” τον Αμπι Χόφμαν, ο οποίος διακήρυττε ότι το να κάνει κάποιος δωρεάν υπεραστικά τηλεφωνήματα δεν ήταν κλοπή.
Eκείνη την εποχή ξεπήδησαν πάμπολλα “clubs” αφοσιωμένων phreakers και από ένα από αυτά, το Homebrew Computer Club που είχε την έδρα του στην Καλιφόρνια, ξεπήδησαν δύο φιλόδοξοι πιτσιρικάδες με τα ψευδώνυμα Berkeley Blue και Oak Toebark, που έφτιαχναν “blue boxes”, μηχανήματα που προσέφεραν στο χρήστη τους τη δυνατότητα να “εισβάλλει” στο τηλεφωνικό δίκτυο. Για την ιστορία, τα ονόματα των δύο ευφυών νεαρών ήταν Στιβ Τζομπς και Στιβ Βόζνιακ – οι μετέπειτα ιδρυτές της Apple Computers.
Η καταξίωση
Την ίδια εποχή είχε αρχίσει και το “πραγματικό” hacking: χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών για μη-νόμιμη πρόσβαση σε άλλα υπολογιστικά συστήματα. Παρά τις σποραδικές “επιτυχίες” των hackers, η καταξίωση του “κλάδου” πέρασε μέσα από τη μεγάλη οθόνη και τη λογοτεχνία. Ο ιδρυτής του cyberpunk κινήματος στην επιστημονική φαντασία Γουίλιαμ Γκίμπσον, κυκλοφόρησε στις αρχές της δεκαετίας του ‘80 το πρώτο βιβλίο του “Νευρομάντης” (Neuromancer), εισάγοντας τον όρο cyberspace (κυβερνοχώρος, η πιο κοινή ελληνική μετάφραση, κυβερνοδιάστημα, η εναλλακτική) και θεοποιώντας τους “άσσους της κονσόλας”, τους χρήστες που γνωρίζουν όλα τα μυστικά των υπολογιστών.
Στη συνέχεια, ήλθε (κι έδεσε…) μια μάλλον αδιάφορη ταινιούλα του γνωστού για τις action movies που γύριζε, σκηνοθέτη Τζον Μπαντάμ. Το “War Games” (ελληνιστί: Παιχνίδια Πολέμου) δημιούργησε μία αδικαιολόγητη φοβία που δείχνει ακόμη και σήμερα επίκαιρη: Το φόβο ότι κάποιος 16χρονος με μπόλικο χρόνο στη διάθεσή του μπορεί να “χακέψει” το πιο ασφαλές υπολογιστικό σύστημα του πλανήτη (ήτοι τους υπερυπολογιστές που χειρίζονται την πυρηνική “ομπρέλα” των ΗΠΑ) και να ξεκινήσει τον τρίτο παγκόσμιο πόλεμο.
Φυσικά ουδείς μπορεί (ή μπόρεσε ποτέ) να μπει στο σύστημα που ελέγχει τις πυρηνικές κεφαλές, αλλά με την εισαγωγή του προσωπικού υπολογιστή (PC – 1981) και του home computer (με τα μοντέλα της Commodore, της Amstrad κλπ.) σε ευρεία χρήση, η όλη υπόθεση άρχισε να ξεφεύγει από τα στενά πλαίσια των υπολογιστικών συστημάτων των πανεπιστημίων και των τηλεφωνικών εταιρειών. Παράλληλα, οι hackers άρχισαν να γίνονται πιο επιθετικοί. Τα μέλη μιας ομάδας που αποκαλούταν 414, εισέβαλλαν σε διάφορα υπολογιστικά συστήματα μεγάλων οργανισμών, αλλά ατυχώς δεν κάλυψαν τα ίχνη τους και κατέληξαν στη φυλακή.
Το 1984, ήταν η χρονιά που δρομολόγησε τα γεγονότα για το “μεγάλο πόλεμο των hacker”, όπως έχει μείνει στην ιστορία. Τότε ιδρύθηκε από τον επονομαζόμενο Lex Luthor (ψευδώνυμο), η ομάδα Legion of Doom (λεγεώνα του ολέθρου). Για μερικά χρόνια η ομάδα αυτή μάζευε ό,τι καλύτερο υπήρχε στον χώρο του hacking. Μέχρι τη στιγμή που ένα από τα μέλη της, ο Phiber Optik (επίσης ψευδώνυμο) μαζί με μερικούς ακόμη, αποχώρησαν και σχημάτισαν την ανταγωνιστική ομάδα Masters of Deception (άρχοντες της παραπλάνησης / εξαπάτησης).
Από το 1990 έως το 1992, οι δύο ομάδες επιδόθηκαν σ’ έναν πραγματικό αγώνα αλληλοεξόντωσης, που είχε ως (όχι και τόσο ακούσια) θύματα και μια σειρά από υπολογιστικά συστήματα σε ολόκληρο τον πλανήτη, που “υπέφεραν” από τις παρενέργειες του δικτυακού πολέμου των ενθουσιωδών νεαρών. Ατυχώς, οι περισσότεροι εξ αυτών (από την πλευρά των MOD, τουλάχιστον) κατέληξαν στη φυλακή, όταν το FBI κατόρθωσε να τους εντοπίσει.
Ήταν η “ηρωική” εποχή του hacking, με τους νεαρούς κοινωνούς του να γίνονται “ήρωες για μια μέρα” στα στενά πλαίσια των κοινοτήτων τους και παράλληλα να κερδίζουν τα (κατά Γουόρχολ) 15 λεπτά της απόλυτης δημοσιότητας που τους αντιστοιχούσαν, όταν τα media αποφάσιζαν ν’ ασχοληθούν μαζί τους. Αλλά τα media δεν ήταν οι μόνοι που ασχολήθηκαν με τους νεαρούς παραβάτες. Οι αρχές – το FBI, η αμερικανική βουλή και η κυβέρνηση των ΗΠΑ – άρχισαν να γίνονται πιο δραστήριοι: οι ομοσπονδιακοί πράκτορες στο να συλλαμβάνουν hackers και η κυβέρνηση στο να εκδίδει μέσα από τη Βουλή νόμους ώστε να είναι βέβαιο ότι οι συλληφθέντες θα καταδικαστούν.
Ο πρώτος που συνελήφθη και καταδικάστηκε με τους νέους νόμους, ήταν ο Ρόμπερτ Μόρις, που το 1988 δημιούργησε το πασίγνωστο Internet worm, το οποίο κατόρθωσε να “αχρηστεύσει” 6000 υπολογιστές που ήταν συνδεδεμένοι στο (προϊστορικό, τότε) Internet. Ακολούθησε ο περίφημος Κέβιν Μίτνικ, που κατόρθωσε να μπει στο δίκτυο της DEC και καταδικάστηκε για αυτό σε ένα χρόνο φυλάκιση.
Ο ίδιος hacker – που αποτελεί έναν θρύλο στην “κοινότητα” του είδους – συνελήφθη ξανά το 1995 για κλοπή κωδικών πιστωτικών καρτών… Την πρώτη σύλληψη του Μίτνικ ακολούθησαν οι συλλήψεις τεσσάρων μελών των Masters of Deception και μια σειρά άλλων συλλήψεων.
Σιγά – σιγά τα πράγματα άρχισαν να σοβαρεύουν. Η αναδυόμενη “ηλεκτρονική οικονομία”, που ακολούθησε την ευρεία διάδοση του Internet και των ηλεκτρονικών συναλλαγών εν γένει, απαιτούσε προστασία από μερικά …ατίθασα παλιόπαιδα που μπορούσαν να μπαίνουν σε υπολογιστικά συστήματα κατά το δοκούν και να κλέβουν οτιδήποτε.
Η πρώτη γενικώς παραδεκτή περίπτωση που τράβηξε τα φώτα της δημοσιότητας, ήταν αυτή της ομάδας των hackers (με επικεφαλής ένα Ρώσο) που κατάφερε να μπει στο σύστημα της Citibank και να μεταφέρει 10 εκατομμύρια δολάρια σε λογαριασμούς μελών της ομάδας. Αν και μόλις 400.000 δολάρια κατέληξαν τελικά στους λογαριασμούς τους (η Citibank ανάκτησε άμεσα τα υπόλοιπα) και τα μέλη της ομάδας συνελήφθησαν, ο αντίκτυπος ήταν μεγάλος στην εποχή (1994) που συνέβη αυτό το περιστατικό.
Γενικώς η όλη υπόθεση του hacking άρχισε να ξεφτίζει από τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας, αλλά κέρδισε κάτι από τη λάμψη της καθώς πλησιάζαμε στη χρονιά-ορόσημο του 2000, με το περίφημο 2Κ bug. Σιγά-σιγά, όλοι οι μεγάλοι οργανισμοί στο Internet δέχθηκαν επιθέσεις από τους hackers. Περίφημη είναι η μεγάλη επίθεση ενάντια στο server του hotmail, που “γονάτισε” τη μεγαλύτερη υπηρεσία δωρεάν e-mail, αλλά και τους servers του Microsoft.com. Παρόμοιες επιθέσεις δέχθηκαν και άλλες μεγάλες web based υπηρεσίες (Yahoo, E-bay, CNN, Datek).
Οι ιοί που μεταδίδονται μέσω Internet θεωρούνται το πιο πρόσφατο “παιχνίδι” των hackers, ενώ η τελευταία “μεγάλη” επίθεση που καταγράφηκε ήταν αυτή κατά των Domain Name Service (DNS) servers, που λίγο έλειψε να “γονατίσει” το σύστημα ονοματοδοσίας του Internet. Υπάρχει και η θετική (δημόσια) πλευρά της “λειτουργίας” των hackers.
Κάμποσοι από αυτούς (και ειδικότερα hackers που προσπαθούν να “αποσείσουν” την αρνητική πλευρά του χαρακτηρισμού) έχουν δημιουργήσει εταιρείες “συμβούλων υπολογιστών”, που κερδίζουν χρήματα εντοπίζοντας ‘τρύπες ασφαλείας” ή αδύνατα σημεία στα προγράμματα μεγάλων κατασκευαστών και στη συνέχεια “πουλώντας” την πληροφορία στην εταιρεία που δημιούργησε το πρόγραμμα. Κάπως έτσι βγήκε “στον αέρα” η πιο μεγάλη τρύπα ασφαλείας των Windows ΧΡ, το περίφημο σφάλμα του Universal Plug and Play, αλλά και δεκάδες άλλα bugs και security issues που διορθώθηκαν με το πρώτο service pack που εξέδωσε η Microsoft.
Όλα και όλα: Μπορεί το FBI να τους κυνηγά σε ολόκληρο τον κόσμο αλλά οι hackers… δεν πτοούνται.
Hackers hall of fame
Αν θα πρέπει να φτιάξουμε ένα top των hackers όλων των εποχών, ιδού ποιοι θα ήταν στη λίστα:
- Ρίτσαρντ Στάλμαν: Χάκερ “της παλιάς σχολής”, γρήγορα πέρασε στη “σωστή” πλευρά και άρχισε να δουλεύει στο ΑΙ lab του ΜΙΤ (στο οποίο άλλωστε σπούδαζε) το 1971.
- Τζον Ντρέιπερ: Ο άνθρωπος που έκανε το phreaking προσιτό στις… μάζες, επιτρέποντας στον καθένα να τηλεφωνεί κατά το δοκούν χρησιμοποιώντας μια απλή… σφυρίχτρα.
- Ρόμπερτ Μόρις: Ο φοιτητής του Πανεπιστημίου Κορνέλ που ήταν ο πρώτος hacker που καταδικάστηκε με τους ειδικούς αντι-hacker νόμους των ΗΠΑ.
- Κέβιν Μίτνικ: Ο γνωστός στους underground κύκλους ως Condor, o “πάπας” των χάκερ και ο πρώτος “κυβερνοκακοποιός” που είδε το πρόσωπο του να κοσμεί μία αφίσα του FBI ως “most wanted” κακοποιός των ΗΠΑ.
- Τσουτόμου Σιμομούρα: Ο hacker που… νίκησε τον πάπα (τον Μίτνικ, δηλαδή) σε μία απευθείας μονομαχία, πίσω στο 1994. Μήπως ο Μίτνικ… κάθησε κι έχασε;
- Βλαντίμιρ Λέβιν: Ο Ρώσος πρίγκιπας του χάκινγκ, που έγινε για… λίγο πλούσιος, μεταφέροντας 10 εκ. δολάρια ΗΠΑ στον λογαριασμό του από τη Citibank. Ατυχώς, συνελήφθη.
- Κέβιν Πάουλσεν: Υπεύθυνος για μία από τις πιο διασκεδαστικές phreaking-hacking επιθέσεις, όταν κατόρθωσε να παραλύσει όλες τις τηλεφωνικές γραμμές ενός ραδιοφωνικού σταθμού του Λος Αντζελες, για να… κερδίσει σε ένα διαγωνισμό!
- Μαρκ Άμπεν: Ο περίφημος Phiber Optik, αρχηγός των MOD, που χάνοντας τον “πόλεμο” ενάντια στους LOD, έχασε και την ελευθερία του, αφού συνελήφθη μαζί με άλλους τέσσερις “συνάδελφούς”.
Διάβασε επίσης: Hacking ορολογία και εξήγηση εννοιών