«Ο κάλπικος παράς δεν χάνεται ποτέ» λέει μια παροιμία και ίσως να έχει δίκιο. Το 1955 όμως μια κάλπικη λίρα χάθηκε από τσέπες, άλλαξε χέρια, χώρισε ζευγάρια, αγκάλιασε ορφανά και όλα αυτά κάτω από τις οδηγίες του Γιώργου Τζαβέλλα, σκηνοθέτη, σεναριογράφου και διευθυντή παραγωγής της πασίγνωστης και πολυαγαπημένης Κάλπικης Λίρας. Η ΑΝΖΕΡΒΟΣ Α.Ε. ήταν αυτή που με την ταινία του Τζαβέλλα (η ιστορία μιας κάλπικης λίρας – ολοκληρωμένος τίτλος όπως αναφέρεται στους τίτλους έναρξης) σπάει ταμεία και καταλαμβάνει εισπρακτικά τη δεύτερη θέση εκείνη την χρόνια.
Ο Γ. Τζαβέλλας μας παρουσιάζει ένα σπονδυλωτό έργο που αποτελείται από τέσσερις διαφορετικές ιστορίες τις οποίες ενώνει μία κάλπικη λίρα. Οι ηθοποιοί που κλήθηκαν να ερμηνεύσουν τους ρόλους αποτελούσαν την αφρόκρεμα του ελληνικού κινηματογράφου και θεάτρου της εποχής: Λογοθετίδης, Λιβυκού, Φωτόπουλος, Διανέλλος, Βρανά, Μακρής, Λαμπέτη, Χορν. Οκτώ μεγάλα ονόματα και ανάμεσα σε αυτά τέσσερις συγκλονιστικοί ηθοποιοί (Λογοθετίδης, Φωτόπουλος, Λαμπέτη, Χορν). Αφηγητής και συνδετικός κρίκος των ιστοριών , ο Δημήτρης Μυράτ με την χαρακτηριστική του φωνή.
Ο Ανάργυρος ( Βασίλης Λογοθετίδης) είναι ένας τίμιος χαράκτης. Πέφτει όμως στα δίκτυα της κυρίας Φιφής (Ίλια Λιβυκού) και από χαράκτης γίνεται παραχαράκτης για τα δυο της όμορφα μάτια. Φτιάχνει λοιπόν την πρώτη του και μοναδική κάλπικη λίρα που του στοιχίζει όσο 100 αληθινές. Και ενώ η εμφάνιση της είναι αψεγάδιαστη, ο ήχος της την προδίδει. Για να απαλλαγεί από τα πειστήρια του εγκλήματος ο Ανάργυρος αφήνει την λίρα ως ελεημοσύνη σε έναν τυφλό.
Εδώ αρχίζει η δεύτερη ιστορία με πρωταγωνιστή τον Μίμη Φωτόπουλο στο ρόλο του επαγγελματία αόμματου που κερδίζει τα προς το ζην με το να κοροϊδεύει τον κόσμο ζητιανεύοντας και αφού προσπαθεί να ξεφορτωθεί την κάλπικη λίρα χωρίς επιτυχία, αποφασίζει να την δώσει στη Μαρία ( Σπεράντζα Βρανά στο ρόλο της κοκότας) ως πληρωμή για μια νύχτα αγάπης. Μόνο που το ξημέρωμα ανακαλύπτει πως η λίρα έχει πέσει από την τρύπια του τσέπη.
Την λίρα βρίσκει ένα μικρό κοριτσάκι η Φανίτσα (το ρόλο υποδύεται η μικρή Μαρία Καλαμιώτου) η οποία έχοντας ορφανέψει από πατέρα ( Λαυρέντης Διανέλλος) και έχοντας μια μητέρα άρρωστη και έναν στριμμένο σπιτονοικοκύρη τον Κύριο Μαυρίδη ( Ορέστης Μακρής) προσπαθεί να τα βγάλει πέρα πουλώντας λουλούδια. Όταν φτάνει σε σημείο απόγνωσης προσπαθεί να εξαργυρώσει την λίρα όμως δεν τα καταφέρνει καθώς κανείς δεν την παίρνει. Κανείς, παρά μόνο ο τσιγκούνης Μαυρίδης που μολονότι ξέρει πως είναι κάλπικη, βοηθάει την Φανή και ζητάει να γίνει ο «νέος»της πατέρας. Βέβαια μην ξεχνάμε και την τσιγγουνιά. Η κάλπικη λίρα μπαίνει ως φλουρί στην πρωτοχρονιάτικη πίτα της οικογένειας Μαυρίδη.
Και εδώ ερχόμαστε στην τελευταία ιστορία. Την λίρα κερδίζει ένα νιόπαντρο ζευγάρι η Αλίκη και ο Παύλος ( Έλλη Λαμπέτη– Δημήτρης Χορν). Μόνο που η λίρα δεν τους φέρνει ευτυχία. Κάλπικη λίρα, κάλπικη αγάπη. Με απλότητα και ειλικρίνεια ο Τζαβέλλας επανατοποθετείται πάνω σε μία βασική αρχή: το χρήμα δεν φέρνει την ευτυχία. Το μύνημα παρ΄όλο που θα μπορούσε, δεν είναι καθόλου ηθικοπλαστικό.
Ο Τζαβέλλας είναι σαφώς επηρεασμένος από τον Ιταλικό Νεορεαλισμό την θεωρία του οποίου φαίνεται ότι κατόρθωσε να αφομοιώσει με έναν δημιουργικό τρόπο. Η κάλπικη λίρα αποτελεί ένα από τα διακεκριμένα δείγματα της τέχνης του και οι προθέσεις του δημιουργού είναι ορατές και στις ερμηνείες. Ο Μίμης Φωτόπουλος ξεδιπλώνει την γκάμα του σε έναν ρόλο που συνδυάζει αρμονικά το κωμικό και τραγικό στοιχείο αποθεώνοντας στο πρόσωπο του ήρωα μερικά από τα αντιφατικά χαρακτηριστικά του έλληνα: την κατεργαριά αλλά και την επινοητικότητα, το φιλότιμο, την φυσική περιέργεια, το ενδιαφέρον και την αδιαφορία, την τρυφερότητα και την σκληρότητα. Και όλα αυτά δοσμένα με έναν ευθύ και απέριττο τρόπο μακριά από μελοδραματικές υπερβολές και εμπλουτισμένα με στοιχεία φάρσας. Η κάλπικη λίρα είναι αναμφισβήτητα μία σημαντική στιγμή του μεγάλου ηθοποιού.
Χαρακτηριστικές παραμένουν και οι ερμηνείες των Λογοθετίδη και Μακρή παρ’ όλο που ο δεύτερος δεν ξεμακραίνει από την μανιέρα του. Ο Ορέστης Μακρής επιβάλλεται με την παρουσία του και υποδύεται έξοχα τον ρόλο που έπαιξε πολλάκις στην καριέρα του. Αυτόν του φαινομενικά στριμμένου ή τσιγκούνη αλλά βαθιά συναισθηματικού και φύσει ευγενή ανθρώπου. Το ότι επαναλαμβάνεται είναι δεδομένο. Το ότι το κάνει με απολαυστικό τρόπο είναι δεδομένο επίσης. Ο Λογοθετίδης από την άλλη εκμεταλλεύεται ακόμη μία κινηματογραφική ευκαιρία προκειμένου να επιδείξει το σπάνιο ταλέντο του και γοητεύει με τον τρόπο που προσεγγίζει τον ήρωά και με την ικανότητά του να ξεδιπλώνει τον συναισθηματικό κόσμο του κάνοντας χρήση μίας πληθώρας εκφραστικών μέσων.
Οι ερμηνείες που σκλαβώνουν ακόμη και σήμερα τον θεατή όμως είναι αυτές των Χορν – Λαμπέτη – αυτού του γοητευτικού ζευγαριού που ερωτεύτηκε κατά την διάρκεια των γυρισμάτων – και αυτό δεν οφείλεται μόνο στην υποκριτική δεινότητα των δύο ηθοποιών αλλά και στο γεγονός ότι επρόκειτο για τα δύο πιο χαριτωμένα, πιο σπάνια και πιο ερωτεύσιμα πλάσματα του ελληνικού κινηματογράφου και θεάτρου. Ο θεατής καλείται να γνωρίσει ένα μυθικό ζευγάρι σε μία προφητική ιστορία αγάπης με ημερομηνία λήξης. Κάπου εκεί η ζωή άρχισε να μιμείται την τέχνη… Η ειλικρίνεια με την οποία εκφέρεται η ιστορία τους συγκινεί ακόμη, καθώς εύκολα ταυτίζεται κανείς με τους δύο χαρακτήρες που δεν έψαχναν τίποτε άλλο στην ζωή παρ’ αυτό που θεωρούσαν ότι θα της έδινε νόημα, την αληθινή αγάπη. Και όπως πολλοί άνθρωποι γύρω τους ή γύρω μας ή την βρήκαν και την προσπέρασαν λόγω διαφόρων συνθηκών ή απλώς δεν την βρήκαν.
Το σενάριο και η σκηνοθεσία του Τζαβέλλα, η φωτογραφία των Τσαούλη και Θεοδωρίδη, η μουσική του Μάνου Χατζιδάκη και οι μετρημένες ερμηνείες μας έδωσαν μία ταινία που μνημονεύεται διεθνώς και που χωρίς πολλή σκέψη μπορούμε να κατατάξουμε μέσα στις 10 καλύτερες ταινίες που γυρίστηκαν ποτέ στην Ελλάδα.
Μία κάλπικη λίρα δίνει την ευκαιρία στον δημιουργό Γιώργο Τζαβέλλα να παραδώσει ένα αυθεντικό έργο που όσα χρόνια και αν περάσουν θα έχει να πει κάτι στον Έλληνα θεατή κυρίως γιατί κάθε ιστορία κουβαλάει ένα κομμάτι της ψυχής του.
- Βαθμολογία: 9/10