Ιστορία μου, αμαρτία μου…
Κινηματογραφική περίοδος 1965-1966. Ο Ντίνος Δημόπουλος συνεργάζεται με τη Φίνος Φιλμ και κερδίζει για άλλη μία φορά το στοίχημα της εισπρακτικής επιτυχίας. Λίγο οι ικανότητές του ως σκηνοθέτης, λίγο οι άριστες σχέσεις του με τη Φίνος και οι καλές συνθήκες συνεργασίας, λίγο οι διάσημοι πρωταγωνιστές των ταινιών του, όλα συντελούν και οι πέντε ταινίες που βγάζει εκείνη τη χρονιά – « Οι εχθροί», «Μια τρελή τρελή οικογένεια», «Τζένη Τζένη», «Κατηγορώ τους ανθρώπους» και «Οι κυρίες της αυλής» – βρίσκονται στις πρώτες θέσεις του πίνακα εισιτηρίων.
Από αυτές τις ταινίες, «Οι κυρίες της αυλής» διαθέτει θεατρική καταβολή αφού προηγείται μία σειρά πετυχημένων θεατρικών παραστάσεων και έπεται η κινηματογραφική μεταφορά. Σε σκηνοθεσία, λοιπόν Ντίνου Δημόπουλου, σενάριο Δημήτρη Γιαννουκάκη, φωτογραφία Νίκου Δημόπουλου και μουσική Μίμη Πλέσσα, η κωμωδία θυμάται για άλλη μία φορά την ηθογραφία και το αποτέλεσμα δικαιώνει τόσο τους δημιουργούς όσο και τις προσδοκίες του κόσμου.
Φώτα… κάμερα… πάμε!
Η δράση μεταφέρεται κάπου στην Πλάκα, σε μία φτωχική αθηναϊκή αυλή όπου ένα πλήθος χαρακτήρων έρχονται καθημερινά σε επαφή, μεταφέροντας στους θεατές τα προβλήματά τους και τις χαρές τους. Κεντρική φιγούρα γύρω από την οποία κινούνται όλοι είναι αυτή του Πίπη ενός αναξιοπαθούντος ζωγράφου, καλόκαρδου, αισιόδοξου, έξυπνου αλλά βαθιά ανεύθυνου και ονειροπόλου τον οποίο ερμηνεύει με κέφι ο Ηλιόπουλος.
Ο Πίπης αποτελεί για τον μεγάλο ηθοποιό έναν από τους πιο χαρακτηριστικούς ρόλους της καριέρας του (ΠΙΠΗΣ: «ένας μεγάλος καλλιτέχνης είμαι μόνο. Τίποτα περισσότερο!»)και εκείνος με τη σειρά του μέσα από την ερμηνεία του μας επικοινωνεί τον τρόπο σκέψης μίας ολόκληρης εποχής. Μιας εποχής που την χαρακτήριζαν αντιξοότητες, προβλήματα, αγωνίες, φτώχεια….Η ταινία μόνο ακροθιγώς ασχολείται με τα προβλήματα της Ελλάδος εκείνης της εποχής, τα πολιτικά, τα κοινωνικά, τα οικονομικά. Κυρίως επικεντρώνεται στα προβλήματα της αυλής. Στα κρυμμένα μυστικά των κατοίκων της, στους καυγάδες τους, στους ανεκπλήρωτους έρωτές τους, στον καθημερινό αγώνα να επιβιώσουν, στο κέφι, στην αισιοδοξία τους, ή στην απελπισία τους… μια αυλή γεμάτη ζωή.
Και… δράση!
Στην αυλή του Ντίνου Δημόπουλου τα όνειρα θεριεύουν και οι άνθρωποι τα κυνηγούν. Εκτός από τον Πίπη, τον φτωχό ζωγράφο που δεν μπορεί να πληρώσει το νοίκι κι αναγκάζεται να μετακομίσει σε χειρότερο δωμάτιο, κατοικεί ο κυρ-Νώντας ο καλύτερος λατερνατζής της γειτονιάς ( Διονύσης Παπαγιαννόπουλος), ο οποίος γράφει τα «απομνημονεύματά» του με τη βοήθεια της γλυκιάς κόρης του, της ρομαντικής Αννούλας (Η Νόρα Βαλσάμη στον πρώτο της ρόλο στην ουσία, αφού λίγο νωρίτερα έχει περάσει με επιτυχία από το τεστ του «πώς γράφει το πρόσωπό της στην οθόνη» με μία εμφάνιση αστραπή στο ρόλο της τραγουδίστριας στο «Τζενη Τζενη»).
Σε αυτήν την αυλή στεγάζονται τα όνειρα του άξιου υδραυλικού Τάσου ( Κώστας Πρέκας) και της σέξι καλλιτέχνιδας Νίτσας ( Ελένη Προκοπίου). Την μοντέρνα τρέλα της εποχής των σίξτις αντιπροσωπεύει το μουσικό συγκρότημα τουΤάσου Γιαννόπουλου, του Μπάμπη Ανθόπουλου και του Θανάση Παπαδόπουλου, με το ρεφρέν της επιτυχίας «Ούρα, ούρα, ούρα!» ενώ το μυστηριώδη τόνο δίνει η γυναίκα με το μελαγχολικό βλέμμα, η Μελίτα ( Φλωρέτα Ζάννα). Φυσικά, από αυτή τη «μικρή κοινότητα» της γειτονιάς, δεν μπορεί να λείπει και η «σπιτονοικοκυρά», η απολαυστική γκρινιάρα κυρία Παρασκευή, κατά κόσμον Κατερίνα Γιουλάκη.
Οι ισορροπίες σε αυτήν την Αθηναϊκή αυλή ανατρέπονται με τον ερχομό του καινούριου ένοικου, του γοητευτικού Νίκου Αλεξίου. Ερμηνευτής, ο πλέον γοητευτικός ηθοποιός του ελληνικού κινηματογράφου, ο Αλέκος Αλεξανδράκης, ο οποίος νοικιάζει ένα διαμερισματάκι στην αυλή για να βρίσκεται κοντά στο μεγάλο και παράνομο έρωτά του, τη μελαγχολική –και παντρεμένη- Μελίτα. Ο Νίκος Αλεξίου βέβαια, γρήγορα εντάσσεται στην καθημερινότητα της φτωχογειτονιάς. Είναι το νέο της πρόσωπο, ο γοητευτικός και εύπορος άγνωστος που δεν αργεί να κλέψει την καρδιά της αθώας Αννούλας, η οποία, σύμφωνα με τον παντογνώστη Πίπη, βρίσκεται πλέον στο στάδιο της αναζήτησης του άρρενος, ήτοι του ετέρου ημίσεος της. Μόνο που τα βέλη του έρωτά της δεν κατευθύνονται προς τον Τάσο, αλλά προς τον συναισθηματικά μπερδεμένο, Νίκο.
Happy end?
Κι ενώ η ζωή κυλά για τους κατοίκους της μικρής αυλής μέσα από κόντρες, καβγάδες που εκφέρονται με ξεκαρδιστικό τροπο, με ατομικά δράματα που δίνουν έναν μελό τόνο στην ταινία, τελικά όλα παίρνουν το δρόμο τους για τους ήρωες μας. Φυσικά και όπως αναμένονταν τα εμπόδια εξαφανίζονται δια μαγείας κι όλα οδηγούνται σε ευτυχές τέλος, με τον αυτό τρόπο που συμβαίνει σε κάθε ελληνική οικογενειακή κωμωδία. Κάθε ιστορία τελειώνει ομαλά, ενώ ο Πίπης φροντίζει για όλους (η σκηνή στην οποία ο ζωγράφος χαλά επίτηδες τη βρύση της Νίτσας για να τη σώσει ο Τάσος από πνιγμό στη…λεκάνη, όπου ετοιμαζόταν να πάρει το μπάνιο της και να την ερωτευτεί, είναι απλά ξεκαρδιστική).
Παρασκηνιακά
«Οι κυρίες της Αυλής» δεν είναι μία παραγωγή που στηρίζεται στον απόλυτο πρωταγωνιστή, στη λάμψη του ενός, όπως είχε γίνει πχ με το « Τζενη Τζενη» του ίδιου σκηνοθέτη. Τα μεγάλα ονόματα της εποχής ( Ηλιόπουλος, Παπαγιαννόπουλος, Αλεξανδράκης) συνεργάζονται δίχως ίχνος βεντετισμού με τους νεότερους συναδέρφους τους και υπακούν τις διαταγές του Ντίνου Δημόπουλου χωρίς δεύτερη κουβέντα. Τα γυρίσματα πρέπει να έγιναν μέσα στα ασφυκτικά χρονικά πλαίσια που έχει ορίσει η παραγωγή και να τελείωσαν λίγο πριν την προβλεπόμενη ημερομηνία αν λάβει κανείς υπόψη του την προσφιλή συνήθεια του Δημόπουλου να ολοκληρώνει την ταινία του εγκαίρως.
Τότε… Ο Ντίνος Δημόπουλος σε συνέντευξή του προσπαθεί να αναλύσει την επιτυχία της ταινίας. Υποστηρίζει πως ο κόσμος πηγαίνοντας στην ταινία του δεν ήθελε απλά να περάσει καλά. Ήταν κουρασμένος από τις συνθήκες διαβίωσης. Ένιωθετην ανάγκη να ξεχάσει. Ο κινηματογράφος του πρόσφερε τη δυνατότητα της φυγής. Μέσα από τη μεγάλη οθόνη η αυριανή μέρα φάνταζε λίγο καλύτερη, η φτωχιά κοπέλα μπορούσε να πάρει τον πλούσιο γαμπρό και το αντίστροφο, το χαμένο όνειρο του λαού μπορούσε να ζωντανέψει, μπορούσε να επιστρέψει η ελπίδα. Η αυλή δεν περιοριζόταν στα πλαίσιο που όριζαν οι λίγοι κάτοικοί της, αλλά μεταφραζόνταν στο μυαλό του θεατή στην ίδια την κοινωνία που είχε ανάγκη ένα πιο ανθρώπινο πρόσωπο και από ελπίδα. Βεβαίως όλα αυτά δεν παύουν να αποδίδονται με έναν εντελώς απλοϊκό τρόπο, χωρίς στάλα ρεαλισμού, γεγονός που πλήττει λίγο την αξία της ταινίας, όχι όμως την αξία της κωμωδίας.
Και σήμερα…
«Οι κυρίες της αυλής» είναι μία από τις πλέον αγαπημένες ταινίες του κοινού. Ο θεατής βλέποντας σήμερα αυτήν την ταινία μπορεί αντικρίζει κατάματα μία εποχή ξεγνοιασιάς σ` ότι αφορά τις διαπροσωπικές σχέσεις, μία εποχή στην οποία ο γείτονας ήταν οικογένεια για τον γείτονα, τα σπίτια έμεναν ανοιχτά και ο μικρόκοσμος της συνοικίας μπορούσε ακόμα να ονειρεύεται ωστόσο δεν εμπεδώνει τις δυσκολίες της επιβίωσης των κατώτερων οικονομικά τάξεων εκείνης της εποχής, δεν αντιλαμβάνεται τους κανόνες μίας σκληροπυρηνικής ηθικής που καταδυνάστευε τις ερωτικές σχέσεις, δεν αντιλαμβάνεται καν την απελπισία που κρύβεται πίσω από την χαριτωμένη και ξεκαρδιστική ατάκα: Βάζω τα σπίρτα, βάζεις τα τσιγάρα;
Αντί επιλόγου
- Η Νίτσα σφίγγει στην αγκαλιά της τον Πίπη για να του εξηγήσει πώς χορεύεται η καινούρια μόδα, το μπλουζ.
- ΝΙΤΣΑ: Έτσι χορεύεται ο μπλουζ. Μάγουλο με μάγουλο!
- ΠΙΠΗΣ: Πολύ ωραίος χορός, μόνο που δεν καταλαβαίνω γιατί χορεύεται στα όρθια!
- Βαθμολογία: 6.5/10