- Πλατφόρμα: Windows
- Εταιρεία ανάπτυξης: TopWare Interactive
- Είδος: Adventure
Μας άρεσαν:
- Καθαρόαιμο film-noir με τα όλα του
- Δυνατή υπόθεση
- Ένα από τα καλύτερα soundtrack που έχετε ακούσει σε video game
Δε μας άρεσαν: Οι γρίφοι δεν είναι και πολύ φιλικοί με τον παίκτη
Η αξιολόγηση μας: 3.5/5 – Καλό
Παρουσίαση του παιχνιδιού
Δεν είμαι πολύ μεγάλος fan των ταινιών noir (“Το Γεράκι της Μάλτα”, “Καζαμπλάνκα” κ.α.) ή ακόμα και των βιβλίων του είδους. Η μόνη πραγματική εξαίρεση που με ανάγκασε να λατρέψω αυτού του είδους την αισθητική, ανήκει στην κατηγορία των video games, αλλά και πάλι, το “Discworld Noir” δεν μπορεί να θεωρηθεί και το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Το “Jack Orlando: A Cinematic Adventure – director’s cut“, όπως είναι ολόκληρος ο τίτλος του παιχνιδιού, με το “director’s cut” να αναφέρεται σε μία έκδοση του 2001 (το original κυκλοφόρησε πρώτη φορά το 1997) με επεξεργασμένα γραφικά, μουσική και φωνές χαρακτήρων, plus κάποιες καινούργιες περιοχές και γρίφους, είναι το δεύτερο video game που παίζω σε αυτή την ατμόσφαιρα (αν και υπήρξαν και άλλοι τίτλοι που είχαν στο σενάριο τους λίγο από noir) και σίγουρα πιο κοντά σε όλα τα κλισέ που καθιέρωσαν οι πασίγνωστες ταινίες που ανέφερα στην πρώτη σειρά του κειμένου.
Ο πρωταγωνιστής μας είναι ο Jack Orlando, ένας ξεπεσμένος ντεντέκτιβ και πότης σε κάποια πόλη των ΗΠΑ κάπου στα 30s, που όμως πριν λίγα χρόνια έλυνε την μία υπόθεση πίσω από την άλλη και είχε ανακηρυχθεί σε ήρωα της πόλης. Κάποια από τις συχνές επισκέψεις του σε ένα συνηθισμένο bar, θα τον φέρει μπροστά σε μία δολοφονία που διαπράττεται σε ένα σκοτεινό στενό.
Ατρόμητος από τη φύση του, και λίγο από το αλκοόλ που ρέει στο αίμα, θα ορμήσει στον δράστη αλλά το μόνο που θα καταφέρει είναι να εισπράξει ένα δυνατό χτύπημα στο κεφάλι που θα τον αφήσει λιπόθυμο για πολλές ώρες. Όταν ξυπνήσει θα βρεθεί δίπλα στο πτώμα ενός διάσημου στρατιωτικού και σε παλιούς γνώριμους αστυνομικούς που τον κατηγορούν για το έγκλημα.
Οι ελάχιστες, πια, καλές διασυνδέσεις που έχει στο Σώμα, θα του δώσουν 48 ώρες για να λύσει την υπόθεση και να καθαρίσει το όνομα του. Πράγμα καθόλου, μα καθόλου εύκολο.
To παιχνίδι χωρίζεται χονδρικά σε τρία μέρη: τις πρώτες έρευνες στο χώρο του εγκλήματος και τα πέριξ, στη συνέχεια τις συζητήσεις και τα στοιχεία που πρέπει να ανακαλύψεις στο κέντρο της πόλης (και το οποίο αποτελεί συντριπτικά το μέρος στο οποίο θα καταναλώσεις τον περισσότερο χρόνο και φαιά ουσία για να το περάσεις), για να καταλήξεις σε ένα στρατόπεδο όπου κάνοντας τις σωστές κινήσεις θα φτάσεις στο φινάλε του παιχνιδιού.
Η διάρκεια του τελευταίου δεν είναι και πολύ μεγάλη στην πραγματικότητα, τα ατελείωτα όμως πέρα δώθε και η απουσία λογικής στους γρίφους (που πάνω κάτω σημαίνει πως πρέπει παντού να δοκιμάζεις τα πάντα), πολλαπλασιάζουν τις ώρες που θα καταναλώσεις μπροστά από τον υπολογιστή σου.
Καθώς θα ξετυλίγεται το σενάριο, όλα τα στερεότυπα των film-noir θα δώσουν το παρόν: οι γκάνγκστερ, η μοιραία γυναίκα, τα κακόφημα μπαρ και φυσικά ο Jack Orlando, ο σκληρός αστυνομικός που από την ανυποληψία και την κατηγορία για δολοφονία, θα καταλήξει και πάλι “Hero of the day”. Βέβαια για να φτάσεις εκεί, θα πρέπει να προσπεράσεις πολλές δυσκολίες κι αν είναι ανάγκη, να πεθάνεις μερικές φορές εξαιτίας των επιλογών σου (ω, ναι, εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα από τα adventure που μερικά λάθη σου κοστίζουν τη ζωή!).
Γιατί λοιπόν ένα παιχνίδι που έχει όλα τα εχέγγυα να είναι εμπειρία, καταλήγει να βασανίζει τον παίκτη τόσο πολύ; Δύο λέξεις: Κακός Σχεδιασμός. Το πιο ζωτικό κομμάτι ενός adventure είναι πάντα οι γρίφοι του. Και σε αυτό τον τομέα, παρά τις φιλότιμές προσπάθειες τους, οι δημιουργοί τα θαλάσσωσαν.
Δεν είναι μοναχά ότι τις περισσότερες φορές θα κληθείς να χρησιμοποιήσεις τη φαντασία σου πέραν του φυσιολογικού για να σκεφθείς πώς διάολο θα προχωρήσεις (μιας και πολλοί γρίφοι δεν έχουν το παραμικρό δέσιμο με το σενάριο… ή τη λογική) αλλά πολύ περισσότερο το ότι δεν λαμβάνεις καμία βοήθεια από το ίδιο το παιχνίδι. Υπάρχει ένας σχεδόν απαράβατος νόμος στα adventures που λέει πως όταν το παιχνίδι σου επιτρέπει να μαζέψεις ένα αντικείμενο, αργά ή γρήγορα θα το χρειαστείς κάπου.
Αμ δε. Στο Jack Orlando μπορείς να γεμίσεις το inventory σου με σωρούς άχρηστων πραγμάτων που απλά σε κάνουν να μπερδεύεσαι περισσότερο και να αναρωτιέσαι τι έκανες λάθος ή τι ξέχασες. Υπάρχουν τοποθεσίες μόνο για το εφέ. Δεν χρειάζεται να κάνεις τίποτα εκεί για να προχωρήσει το παιχνίδι. Και σα να μην έφταναν όλα αυτά τα άκαρδα, υπάρχει τουλάχιστον ένα σημείο στην εξέλιξη που μπορεί να σε βγάλει σε dead end (να μην μπορείς δηλαδή να διορθώσεις ένα λάθος -που το παιχνίδι δεν θα έπρεπε να σου επιτρέπει να το κάνεις- και ως αποτέλεσμα αυτού να μην μπορείς να συνεχίσεις το σενάτιο από ένα σημείο και μετά). Για να μη δώσω Spoiler, θα σας παραπέμψω σε απλή έρευνα στο google.
Εκεί που το παιχνίδι τα σπάει και ιδιαίτερα η Director’s cut έκδοση, είναι τα γραφικά και η μουσική. Τα πρώτα διαθέτουν μεγάλη λεπτομέρεια, όμορφο σχεδιασμό, προσεγμένα χρώματα και αποδίδουν την εποχή ιδανικά (βέβαια δεν είναι αρκούντως σκοτεινά για film-noir αλλά αυτό δε με χάλασε καθόλου). Κάποια προβλήματα στην κίνηση των χαρακτήρων είναι άνευ ουσίας.
Η μουσική είναι ένα από τα 5-10 καλύτερα soundtrack που έχουν φτιαχτεί για video game. Την έχει επιμεληθεί ο μοναδικός Harold Faltermeyer, ο ίδιος που επιμελήθηκε τη μουσική για τις ταινίες “Ο μπάτσος του Μπέβερλι Χιλ” και “Top Gun“! Μην παραξενευτείτε λοιπόν που κυριαρχεί η jazz αισθητική και πνευστά όπως το σαξόφωνο και η τρομπέτα.
Κλείνοντας το κείμενο δεν ξέρω τι γεύση σας άφησα. Εγώ προσωπικά το “Jack Orlando” το τερμάτισα, χρησιμοποιώντας σε μερικά σημεία ένα walkthrough (μιας και ήμουν από τους τυχερούς που έπεσαν στο dead end) και δεν μπορώ να πω πως έφτυσα αίμα. Με εκνεύρισε σε κάποια σημεία όμως ποτέ δεν με έφτασε στο αμήν ώστε να θέλω να το παρατήσω. Το σενάριο σε κρατάει σε εγρήγορση, μερικοί γρίφοι είναι έξυπνοι ενώ γραφικά και μουσική σε βάζουν στο κλίμα της εποχής που λαμβάνουν χώρα τα γεγονότα.
Είναι κάτι διαφορετικό, είναι κάτι όμορφο, αν παραβλέψετε και τις 5-6 σχεδιαστικές ατασθαλίες, θα απολαύσετε έναν ακόμα τίτλο που θα μπορούσε να ανήκει στην κατηγορία “διαμαντάκι” αν δεν βαλλόταν εκ των έσω.