ΑρχικήΤι είναιJames Joyce: Ο βίος και η πολιτεία ενός παλαβού συγγραφέα

James Joyce: Ο βίος και η πολιτεία ενός παλαβού συγγραφέα

Μετά από ενάμιση χρόνο και βάλε ζωής της παρούσας στήλης, που αφορά τις βιογραφίες και τα αφιερώματα σημαντικών προσωπικοτήτων αυτού του μάταιου κόσμου, είμαι επιτέλους έτοιμος να καταπιαστώ με την ιδιαίτερη περίπτωση του James Joyce, τον οποίο είχα στο μάτι από τότε που πρωτοξεκίνησα να γράφω για ετούτα τα θέματα.

Όταν αποφασίζω να ασχοληθώ με συγγραφέα, συνήθως θεωρώ απαραίτητο το να έρθω σε επαφή με το έργο του, όμως όταν ο συγγραφέας είναι ο Joyce, η επαφή αυτή πέρα από αναγκαία είναι αξιοπρεπώς ζόρικη. Το ότι είναι ζόρικη όμως, δεν την κάνει μη απολαυστική — τουναντίονθα έλεγα πως με ενθουσιάζει ιδιαίτερα.

Αυτή η βιογραφία και συνάμα αφιέρωμα, θα χωριστεί σε δύο μέρη.

Πίνακας περιεχομένων

Μέρος 1ο

H πένα του Joyce μπορεί μεν να είναι πλουραλιστική, με τρόπο που μειώνει την αναγνωστική σου ταχύτητα και σε ωθεί σε συνεχή διαλείμματα ώστε να “χωνέψεις” τα όσα διάβασες, αλλά την ίδια στιγμή αυτός ο πλουραλισμός του σε χορταίνει όμορφα. Καθ’ όλη την διάρκεια των ιστοριών του σου χαρίζει απλόχερα διαφορετικά είδη γέλιου, σου παρουσιάζει ιδέες και χαρακτήρες που σου προκαλούν ένα ευρύτατο φάσμα αντιδράσεων και συναισθημάτων και σε ζαλίζει όμορφα με όλες εκείνες τις σχετικές-άσχετες αναφορές που κολλάει μέσα στη διήγησή του.

Το να διαβάζεις τα έργα του Joyce δεν αποτελεί σε καμιά περίπτωση μια στεγνή αναγνωστική εμπειρία ενός “λόγιου” συγγραφέα, όπως πολλοί μπορεί να πιστεύουν. Περισσότερο είναι ένα παιχνίδι, μια βιωματική κατάσταση — κάπως σαδομαζοχιστική βέβαια, αλλά εκεί μάλλον έγκειται η χάρη της.

Αν τα βιβλία του Joyce ήταν φαγητό θα ήταν κάτι α λα κρεμ. Μάλλον σαλιγκάρια — βέβαια τα “πως” και τα “γιατί” της περίεργής μου συναισθησίας με τις γεύσεις και τους συγγραφείς είναι μια ιστορία για την οποία ίσως σου μιλήσω σε άλλο άρθρο.

Εδώ έχουμε να κάνουμε με τον Joyce μάτια μου. Με έναν από τους πιο εμβληματικούς, ιδιαίτερους, πολύπλοκους και προβληματισμένους συγγραφείς του προηγούμενου αιώνα. Όταν έχεις να κάνεις με μια τέτοια μορφή, οποιαδήποτε άλλη αφήγηση είναι απλά περιττή. Η ίδια η προσωπικότητα αυτού του κυρίου φτάνει για να γεμίσει μπόλικα άρθρα και αν επεκταθούμε στο έργο του δε θα τελειώσουμε ποτέ. Η καλή Ανό όμως, θα φροντίσει να συμμαζέψει όλον αυτό τον όμορφο χαμό που αφορά τον Joyce και να στον χωρέσει σε δύο άρθρα.

Πριν όμως περάσουμε στη βιογραφία, για το τυπικό του πράγματος και για όσους έχουν αμυδρή ή καμία ιδέα για τον κύριο, ας αφιερώσω και λίγο χώρο στις συστάσεις: ο James Joyce ήταν συγγραφέας (ευχαριστούμε Προφανή Καπετάνιε, δεν το καταλάβαμε από τον τίτλο και τις προηγούμενες παραγράφους!) ιρλανδικής καταγωγής και αποτέλεσε μια από τις μεγαλύτερες επιρροές των μοντερνιστών συγγραφέων του 20ου αιώνα. Τα γνωστότερα και παράλληλα πιο “δύστροπα” έργα του είναι ο “Οδυσσέας” (Ulyssses) και “Η Κηδεία του Φίννεγκαν” (Finnegan’s Wake). πάνω στα οποία έχουν γραφτεί αναλύσεις επί αναλύσεων ενώ πολύς κόσμος που έπιασε να τα διαβάσει τα παράτησε στη μέση, τρομοκρατημένος από την συγγραφική τους πολυπλοκότητα. Αυτά όμως θα τα αφήσουμε για το επόμενο άρθρο.

Προς στιγμήν θα βάλουμε λίγη γρεναδίνη στη μπύρα μας και θα πάμε να μπανίσουμε τον μπαρμπα Joyce — η περίπτωσή του άλλωστε, απ’ όσο πρέπει να έχεις καταλάβει ως τώρα, έχει πολύ ζουμί.

Ο James Augusta Aloysius Joyce (ελληνικά: Τζέιμς Τζόυς) γεννήθηκε στις 2 Φεβρουαρίου του 1882 στο Rathgar του Δουβλίνου και ήταν το πρωτότοκο από τα δέκα επιβιώσαντα τέκνα της οικογένειας Joyce — όπως φαίνεται, ο μπαμπάς και η μαμά Joyce του έδιναν και καταλάβαινε.

Το οικογενειακό background του μικρού James έπαιξε σημαντικό ρόλο για την μετέπειτα, ιδιαίτερη, εξέλιξή του. Η μητέρα του ήταν σκαλωμένη καθολική, ο πατέρας του εθνικιστής, αφοσιωμένος οπαδός του Charles Parnell (να περιμένεις άρθρο για δαύτον) και ενάντιος του καθολικού κλήρου, ενώ παράλληλα και οι δύο ήθελαν να εμφυσήσουν αυτά τους τα πιστεύω από νωρίς στον μικρό.

Έτσι, τον έστειλαν στο Clongowes Wood College, ένα οικοτροφείο Ιησουιτών όταν αυτός ήταν 6 ετών. Από εκεί έφυγε το 1892 επειδή η οικονομική κατάσταση της οικογένειάς του άρχισε να παίρνει την κάτω βόλτα. Μετά από κάποιο καιρό κατ’ οίκον μαθημάτων και ένα γρήγορο πέρασμα από το Christian Brothers O’Connell School, κατέληξε στο Belvedere College, οπού μάλιστα οι συμμαθητές του τον εξέλεξαν ως μέλος της “Sodality of Our Lady“, μιας και εκείνο τον καιρό είχε φάει μεγάλη θρησκευτική πατατιά — η οποία του πέρασε γύρω στα 16 του.

Η παιδική και εφηβική του ηλικία ήταν μάλλον ζόρικες, φοβικές και προβληματισμένες: πάρε από τη μία τις συνεχείς μετακινήσεις και τις οικονομικές δυσκολίες, πάρε από την άλλη τη θρησκευτική τρομοκρατία που δεχόταν στο σχολικό περιβάλλον. Πρόσθεσε επίσης πως ο μικρός ήταν, μάλλον από μόνος του, αρκετά εσωστρεφής και μονόχνοτος και το ότι είχε καταφέρει να μαζέψει ένα αξιοπρεπές σετ φοβιών. Συνδέοντας όλα αυτά, βγάλε συμπέρασμα σε τι μυστήριο τρένο εξελίχθηκε μεγαλώνοντας.

Ενδεικτικά να σου αναφέρω λοιπόν πως φοβόταν: τους σκύλους, τα άλογα, τα αστραπόβροντα, τις μπαλωθιές (επειδή μάλλον του θύμιζαν αστραπόβροντα), τη θάλασσα, τα μηχανήματα και τους ερημικούς εξοχικούς δρόμους τη νύχτα — φακ γιέα! Ήταν μεγαλύτερο spaz και από τον Τάσο Γεωργιάδη!

Όταν τελείωσε με το σχολείο, τον δέχτηκαν στο University College Dublin, στο οποίο καταπιάστηκε με φιλολογία και πιο συγκεκριμένα με αγγλική, γαλλική και ιταλική. Παράλληλα άρχισε να γίνεται ενεργός στους λογοτεχνικούς και θεατρικούς κύκλους της πόλης και να γράφει τα πρώτα του θεατρικά έργα, τα οποία δυστυχώς δεν σώζονται.

Τον Νοέμβριο του 1901, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην εφημερίδα “The United Irishman” από τον εκδότη Arthur Griffith, ο οποίος κατέκρινε την λογοκρισία των συμφοιτητών του Joyce και την απόφασή τους να μην δημοσιεύσουν ένα άρθρο, για το περιοδικό της σχολής του, πάνω στην ιρλανδική θεατρική λογοτεχνία.

Το 1902, όταν τελείωσε με τη σχολή του, αποφάσισε πως το Δουβλίνο δεν τον χωρούσε και πήγε στο Παρίσι να σπουδάσει ιατρική. Σύντομα παράτησε τις σπουδές του λόγω του ότι δεν μπορούσε να παρακολουθήσει τις διαλέξεις του πανεπιστημίου στα γαλλικά — ξέρεις τώρα, με κάργα εξειδικευμένη ορολογία, όσο καλά και να τη ξέρεις τη γλώσσα “χάνεις” πολλά. Επίσης η μητέρα του διαγνώστηκε με καρκίνο, πράγμα που αποτέλεσε ακόμη ένα λόγο να γυρίσει στο Δουβλίνο άρον άρον.

Εδώ το δράμα κάπως διογκώνεται, με την μητέρα του να του ζητάει να γυρίσει πίσω στον καθολικισμό, πράγμα το οποίο ο δικός μας δεν θα δεχόταν ούτε γι’ αστείο. Αποτέλεσμα αυτής της πίεσης όμως ήταν ένα μεγάλο ψυχολογικό βάρος, το οποίο μαζί με την αποτυχία του να εκδώσει ένα από τα πρώτα του σοβαρά συγγραφικά πονήματα, τον έκανε αλκοολικό.

Αυτό του το πόνημα είχε τίτλο “Portrait of the Artist” και αποτελούσε μια μίξη δοκιμίου και ιστορίας πάνω στην αισθητική. Όταν το απέρριψε το περιοδικό Dana ο Joyce, παρά την απογοήτευσή του, αποφάσισε να το ξαναγράψει με διαφορετική μορφή, να χώσει αυτοβιογραφικά στοιχεία μέσα και να το μετονομάσει σε “Stephen Hero“, αλλά δεν του άρεσε έτσι όπως πήγαινε και αποφάσισε να το στείλει για βρούβες.

Εκείνη την περίοδο εκτός των απογοητεύσεων και της αιθυλικής θάλασσας που έμπαζε στα σωθικά του, δούλευε ως δάσκαλος, έγραφε κριτικές σε βιβλία και τραγουδούσε. Εκτός των άλλων είχε όμορφη τενόρικη φωνή ο James μας, για την οποία μάλιστα βραβεύτηκε το 1904 με χάλκινο μετάλλιο στο φεστιβάλ Feis Ceoil. Χρόνια αργότερα, η γυναίκα του θα έλεγε πως ο James έκανε μαλακία που επέλεξε να γίνει συγγραφέας και όχι μουσικός.

Μιας και την αναφέραμε, αξίζει να σημειωθεί πως μπήκε στο “παιχνίδι” το 1904. Το όνομα της ήταν Nora Barnicle και θα αποτελούσε για τον Joyce πέρα από σύντροφο ζωής, πηγή συγγραφικής έμπνευσης αλλά και τον βασικότερο δέκτη των διαστροφών του — τι με κοιτάς έτσι με απορία; Δεν είναι διόλου παράξενο για έναν καλλιτέχνη να μην τηρεί τις προσταγές της σεξουαλικής κανονικότητας, πόσο μάλλον για τον Joyce που ήταν και κάπως “πειραγμένος” στα μυαλά.

Η Nora καταγόταν από μικροαστικό και όχι ιδιαίτερα εκλεπτυσμένο οικογενειακό. Παρόλα αυτά είχε ένα “κάτι” που ασκούσε μεγάλη γοητεία στον Joyce. Η σχέση τους θεωρήθηκε σκανδαλώδης για πολλούς λόγους και δεν είναι απορίας άξιο το ότι τελικά κλέφτηκαν. Τα κλεμμένα αγαπορνίθια μας αυτοεξορίστηκαν στην Ζυρίχη, οπού ο Joyce βρήκε πιασμένη τη θέση που του έταξαν στο Berlitz Language School και αναγκάστηκε να πάει προς Τεργέστη μεριά για να βρει εργασία, κουβαλώντας τη Nora μαζί του.

Για κακή τους τύχη, ούτε στη Τεργέστη υπήρχε δουλειά για τον Joyce — οπότε άντε πάρε ξανά τα μπογαλάκια σου και τράβα για αλλού. Μετακόμισε μαζί με τη Nora στη Pola της Αυστρουγγαρίας (η εν λόγω περιοχή στις μέρες μας ανήκει στη Κροατία) και έμειναν εκεί για έναν χρόνο, μιας και το 1905 η κυβέρνηση της χώρας αποφάσισε να απελάσει όλους τους αλλοδαπούς.

Οπότε να πάλι το ζεύγος πίσω στη Τεργέστη, με την Nora να γεννάει το πρώτο τους κουτσούβελο, τον George. Μέχρι το 1920 η Τεργέστη θα γινόταν η μόνιμη βάση του δικού μας, παρά τα διάφορα ταξίδια που έκανε κατά καιρούς.

Το 1907 γεννήθηκε η κόρη του, Lucia, ενώ στα τέλη του 1909 αναγκάστηκε να ταξιδέψει μόνος του στο Δουβλίνο για να κανονίσει τα της έκδοσης του “Dubliners“. Από εκείνη την περίοδο απουσίας του από την Τεργέστη και τη συζυγική στέγη μας έχουν μείνει τα γράμματα όπου έστελνε στη Nora, τα οποία μπορούν να χαρακτηριστούν χωρίς καμιά υπερβολή “πορνογραφικά“.

Όπως σου ανέφερα παραπάνω, η Nora έγινε αντικείμενο των φαντασιώσεων του Joyce, οι οποίες ήταν λίγο απ’ όλα. Λίγο μαζοχιστικές, αρκετά πρωκτοφιλικές με ιδιαίτερο τρόπο (κλάσε με Nora, κλάσε με!) και κατά σημεία ξέφευγαν προς την κοπρολαγνεία, ενώ είχαν και γενναίες δόσεις underwear fetish. Ενοχλητικά kinky ο δικός σου, πράγμα που αρκετές φορές έβγαζε και στο έργο του, προκαλώντας σπασμούς σε πολύ κόσμο που δεν είχε -έστω- ανοχή στις σεξουαλικές διαστροφές.

Από ψυχαναλυτικής μεριάς, σε μια φροϊδική προσέγγιση (αν και η γραφούσα αντιπαθεί τον Σιγμούδο όσο τις sci-fi χέστρες και τις τρίχες μέσα στο φαγητό) ο Joyce λέγεται πως είχε φόβο προς τον ευνουχισμό και μέσω των φετίχ του, αντικειμενοποιώντας τη Nora, καθησύχαζε υποσυνείδητα αυτή του την ανησυχία, μιας και κατά τον Σιγμούδο, το φετίχ αποτελεί υποκατάστατο του πέους — από αυτή τη σκοπιά φαλλικό υποκατάστατο αποτελούσαν και τα χαρωπά poo-poos της Nora.

Αν σε ψήνει περισσότερη ανάλυση επί αυτού τσάκω δωράκι να έχεις, ενώ εδώ μπορείς να βρεις αυτούσια κάποια τα γράμματα του Joyce προς τη Nora. Αν δεν έχεις tolerance σε τέτοιες καταστάσεις βέβαια θα σου πρότεινα να τα αποφύγεις — αλλά εδώ αυνανίζεσαι (συγνώμη “χαϊδεύεσαι” ήθελα να πω) διαβάζοντας Στέλιο, η κοπροφιλία του Joyce θα σε κάνει να κωλώσεις;

Αν και πρέπει να άναψες κάπως μυστήρια με αυτό το διαστροφικό ιντερλούδιο, σαν αξιοπρεπής ξενέρωτη που είμαι λέω να σε σβήσω, γυρνώντας σε πίσω στη τυπική αφήγηση. Quel dommage!

Μετά κόπων και βασάνων και αφού σκοτώθηκε με τον εκδότη του ουκ ολίγες φορές, ο Joyce κατάφερε να εκδόσει το “Dubliners” εν έτη 1914.

Το συγκεκριμένο βιβλίο περιλαμβάνει 15 μικρές ιστορίες που διαδραματίζονται στη πόλη του Δουβλίνου και αφορούν τους κατοίκους του. Για τη συγγραφή αυτού του βιβλίου (όπως και των υπόλοιπων δουλειών του) επηρεάστηκε από υπαρκτά πρόσωπα και καταστάσεις, αλλά σε αντίθεση με τα μεταγενέστερα έργα του, εδώ είναι πιο ρεαλιστικός και συγκρατημένος.

Προσωπικά το βρήκα συμπαθητικό, αλλά όχι τόσο έντονο όσο τα επόμενα πονήματά του που ακολούθησαν, αν και το “A Painfull Case” μου έκανε χοντρή ζημιά — αυτή η βλαμμένη εκεί στη πίσω θέση του αστικού γιατί κλαίει;

Την ίδια χρονιά ξεκίνησε να γράφει και τον Οδυσσέα, ενώ τον επόμενο χρόνο, στα ξεσπάσματα του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου μετακόμισε στη Ζυρίχη, όπου μάλιστα ήρθε σε επαφή και μέσω του Ezra Pound με τη φεμινίστρια Harriet Shaw Weaver, η οποία έγινε πάτρωνας του (damn! Θηλυκό αντίστοιχο αυτής της λέξης δεν υπάρχει;) γλιτώνοντάς τον έτσι από την υποχρέωση να διδάσκει ώστε να βγάζει τα προς το ζην, πράγμα που του επέτρεπε να αφοσιωθεί στα γραψίματά του.

Κατά τη διαμονή του στη Ζυρίχη εξέδωσε το “Portrait of the Artist as a Young Man” το οποίο από το 1914 μέχρι το 1915 δημοσιευόταν σε συνέχειες στο περιοδικό “The Egoist“. Το συγκεκριμένο έργο αποτελεί τη μετουσίωση του “Stephen Hero” σε μια μορφή που ευχαριστούσε τον νευρικό μας καλλιτέχνη και όπως και το προγενέστερο έργο, είναι τίγκα στα αυτοβιογραφικά στοιχεία.

Για την ακρίβεια η ιστορία περιστρέφεται γύρω από την παιδική ηλικία, την εφηβεία και την πρώιμη ενήλικη ζωή του “Stephen Dedalus” – ο οποίος αποτελεί το alter ego του Joyce – παρουσιάζοντας αποσπασματικά γεγονότα που φαίνεται να είναι μεγάλης σημασίας για τον πρωταγωνιστή και την διαμόρφωση του χαρακτήρα του, η οποία γίνεται μέσα από τις εμπειρίες, τα διαβάσματα και τις εσωτερικές του αναζητήσεις, καθώς και το πως αποφάσισε να γίνει καλλιτέχνης και να απαρνηθεί πατρίδα, θρησκεία και οικογένεια για χάρη αυτής του της απόφασης.

Ναι, ο Dedalus – και κατ’ επέκταση ο Joyce – παίρνει το ρόλο του αποδιοπομπαίου τράγου για κάθε θρησκόληπτο εθνικιστή που σέβεται τον εαυτό του.

Το 1918 εκδίδει το θεατρικό “Exiles” και έπειτα καταπιάνεται σοβαρά με την συγγραφή του Οδυσσέα. Παράλληλα αρχίζει να έχει πάρε δώσε με τους κύκλους των καλλιτεχνών που μαζεύτηκαν στη Ζυρίχη εξαιτίας του πολέμου, με αποτέλεσμα να έρθει σε επαφή με τους ντανταϊστές και να τους επηρεάσει αλλά και να επηρεαστεί και ο ίδιος από αυτούς.

Μετά το τέλος του πολέμου και μετά από κάποιο καιρό διαμονής στη Τεργέστη, πήγε στο Παρίσι κατόπιν πρόκλησης του Ezra Pound. Εκεί υποτίθεται θα έμενε για μια βδομάδα, η οποία όλως περιέργως έγινε εικοσαετία.

Στο Παρίσι ολοκλήρωσε τη συγγραφή του Οδυσσέα, για τον οποίο μπορείς να διαβάσεις σε αυτό το άρθρο του Μάκη, ενώ εγώ λέω να σε αφήσω για σήμερα.

Μέρος 2ο

Στο προηγούμενο μέρος χαζέψαμε τη ζωή του τρισχαριτωμένα εμπνευσμένου, περίεργου Joyce μέχρι το σημείο όπου κατσικώθηκε παρέα με τον Ezra Pound στο Παρίσι και τελείωσε τη συγγραφή του “Οδυσσέα”. Υποθέτω πως διάβασες και το άρθρο του Μάκη αναφορικά με δαύτο το βιβλίο (τι θα πει “βαριόμουν να πατήσω το link“;), αλλά ξεκινώντας το παρόν μέρος οφείλω να σου πω και εγώ δυο λόγια για αυτό πριν περάσουμε στη συνέχεια της βιογραφίας.

Ο Οδυσσέας του Joyce λοιπόν. Αχ, έχουν ειπωθεί πολλά για αυτό το βιβλίο. Έχει θεωρηθεί από απλή άσκηση ύφους ενός πειραγμένου βιρτουόζου συγγραφέα μέχρι ένα από τα καλύτερα λογοτεχνικά βιβλία που έχουν σκάσει μύτη σε ολάκερο το σύμπαν. Κυκλοφόρησε αρχικά σε συνέχειες από το 1918 μέχρι το 1920 στο περιοδικό “The Little Review” του Μόναχο, ενώ εκδόθηκε ολόκληρο το 1922.

Περιγράφει μία μόνο ημέρα σε 18 κεφάλαια, τα οποία έχουν μια κάποια αντιστοιχία με τα κεφάλαια της “Τηλεμαχιάδας” και της “Οδύσσειας”. Η ημέρα αυτή είναι η 16η Ιουνίου του 1904, τότε όπου ο Joyce βγήκε το πρώτο του ραντεβού με τη Nora — η μέρα αυτή πλέον γιορτάζεται ετησίως από τους απανταχού fans του Joyce και έχει το όνομα “Bloomsday”. Κατά τη διάρκειά της γίνονται αναγνώσεις του “Οδυσσέα”, θεατρικές αναπαραστάσεις παρμένες από το βιβλίο, πολιτιστικά δρώμενα διαφόρων άλλων τύπων και επίσης το φαγητό και το αλκοόλ υπάρχουν σε αφθονία. Τον Joyce τιμάς, όλα τα παραπάνω ακούγονται το λιγότερο απαραίτητα — χμ. Ποιος είναι μέσα το καλοκαίρι για Δουβλίνο και ReJoyce;

Συγνώμη, παρασύρομαι — που είχα μείνει; Α,ναι.

Μέσα στα 18 κεφάλαια του “Οδυσσέα” λοιπόν, έχουμε να κάνουμε με δύο βασικές παράλληλες πλοκές: η πρώτη είναι του Stephen Dedalus, ο οποίος παρουσιάζεται μετά τα γεγονότα του “Portrait”, αφού έχει γυρίσει από τις σπουδές του στο εξωτερικό και ακόμα ψάχνει το πως στ’ ανάθεμα θα γίνει καλλιτέχνης. Η δεύτερη αφορά τον Leopold Bloom, έναν καθολικό Εβραίο διαφημιστή, του οποίου η περσόνα αποτελεί μία μίξη του συγγραφέα Italo Svevo, του Alfred H. Hunter (ο οποίος ήταν γνωστός του πατέρα του και είχε τύχει να περιμαζέψει τον ίδιο τον Joyce στα νιάτα του όταν βρέθηκε λιώμα στο red light district του Δουβλίνου) και του ίδιου του Joyce.

Μαζί με αυτές τις δύο πλοκές, οι οποίες αναπόφευκτα κάπου τσουγκράνε μέσα στο βιβλίο, παίζουν και διάφορα άλλα συμβάντα και μικροπλοκές, παρουσιάζεται ένα πλήθος χαρακτήρων (τους οποίους συνήθως βλέπουμε υπό το γεμάτο κατανόηση και καλή προαίρεση βλέμμα του Bloom), ενώ το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου είναι αφιερωμένο στη σύζυγο του Bloom, τη Molly, η οποία μέχρι τότε απλά αναφέρεται εδώ και εκεί.

Για την ακρίβεια σε εκείνο το τελευταίο κεφάλαιο, ο Joyce μας βάζει μέσα στο κεφάλι της Molly παρουσιάζοντάς μας έναν χείμαρρο σκέψεων, δίχως σημεία στίξης, κάνοντας το εν λόγω κεφάλαιο τη μεγαλύτερη πρόταση της αγγλόφωνης λογοτεχνίας — protip για το διάβασμα αυτού του κεφαλαίου: πάρε το μολυβάκι σου και άρχισε να χωρίζεις μόνο σου προτάσεις. Διευκολύνει τη ροή του διαβάσματος, είναι, τρόπο τινά, βέβηλο και απίστευτα διασκεδαστικό.

Ο χαρακτήρας της Molly είναι βασισμένος στη Nora και αν ο Leopold αντιστοιχεί στον Οδυσσέα και ο Stephen στον Τηλέμαχο, η Molly αντιστοιχεί στη Πηνελόπη χωρίς να μοιράζεται το frigidness της όμως — για περισσότερα πάνω στο τελευταίο πιάσε και διάβασε το βιβλίο.

Κατά τ’ άλλα ο “Οδυσσέας” από τη σκοπιά ενός αναγνώστη που του αρέσουν οι προκλήσεις, είναι ένα βιβλίο γεμάτο. Γεμάτο ζωντανούς χαρακτήρες, γεμάτο καταστάσεις βγαλμένες από τη ζωή, γεμάτο απροσδόκητες αναφορές, γεμάτο πανέξυπνους αστεϊσμούς, γεμάτο ιδέες, γεμάτο ερεθίσματα.

Είναι ένα βιβλίο από μόνο του τόσο ζωντανό όσο και οι χαρακτήρες με τους οποίους καταπιάνεται και θα κάνεις μεγάλο δώρο στον εαυτό σου αν κάτσεις να το διαβάσεις.

Είναι μπελαλίδικο βέβαια, αλλά όσο και να μην μας αρέσει, “ο,τι αξίζει πονάει και είναι δύσκολο” (sic). Γίνεται χαώδες με το πολυποίκιλο λεξιλόγιό του, με τη συγγραφική μορφή που αλλάζει σε κάθε κεφάλαιο και με τους συνειρμούς των πρωταγωνιστών. Γίνεται που και που “a pain in the ass” με τα ατελείωτα κεφάλαια του και τα μικροσυμβάντα του, αλλά αξίζει — αξίζει σε κάθε λέξη του, σε κάθε υπαρκτό και ανύπαρκτο σημείο στίξης του.

Ο “Οδυσσέας” δεν είναι βιβλίο. Ο “Οδυσσέας” είναι βίωμα το οποίο προτείνεται ανεπιφύλακτα σε όποιον θέλει να “ανοίξει” το κεφάλι του με ενδιαφέροντα τρόπο.

Τι με κοιτάς; Η Wordsworth Classics το πουλάει στην αγγλική, unbridged με διαφωτιστική εισαγωγή, στα 3 ευρώ. Δεν έχεις καμία δικαιολογία — ΟΚ, ίσως πως οι συγκεκριμένες εκδόσεις δεν είναι τόσο ελκυστικές και έχουν άσχημα εξώφυλλα, αλλά και πάλι, εδώ μας ενδιαφέρει το περιεχόμενο και όχι η αισθητική αξία του βιβλίου σαν αντικείμενο.

Ωραία, έπλεξα τους διθυράμβους που έπρεπε για δαύτο το ανάγνωσμα, αν και θα τους ήθελα πιο μεγάλους σε μήκος (όπως εκείνα τα τεράστια κασκόλ που φοράμε εμείς οι κάτοικοι των υπερβόρειων περιοχών τους δύσκολους χειμώνες). Όμως αν εμμείνουμε στον “Οδυσσέα” θα αργήσουμε πολύ και έχουμε και άλλα ενδιαφέροντα να δούμε.

Ας συνεχίσουμε τη βιογραφία.

Από το 1920 άρχισε να αναγνωρίζεται η αξία του έργου του Joyce από τους avant-garde λογοτεχνικούς κύκλους, πράγμα που τον έκανε να αφοδεύει τα βρακάκια του.

Δυστυχώς όμως, την ίδια περίοδο άρχισε να έχει και χοντρά προβλήματα όρασης. Πάντα ήταν λίγο στραβάδι, αλλά εκείνο τον καιρό τον βάρεσε μια υπέροχη ιριδίτιδα — που η κακές γλώσσες έλεγαν πως οφειλόταν σε σύφιλη, την οποία άρπαξε στα νιάτα του, τότε που κυκλοφορούσε στα πορνεία του Δουβλίνου.

Αυτή η ιριδίτιδα τον τσάκισε τον James. Εξαιτίας της πάθαινε συχνά-πυκνά επιπεφυκίτιδες οι οποίες τον έριχναν στο πάτωμα, ενώ στη συνέχεια απέκτησε γλαύκωμα, επισκληρίτιδα και καταρράκτη. Εξαιτίας αυτών, πέρα του ότι την έβγαζε με οπιοειδή και διάφορες άλλες θεραπείες για να αντέξει τον πόνο, μέχρι το 1929 έκανε 9 εγχειρήσεις υπό την εποπτεία του γιατρού Dr Louis Borsch. Όταν ο Borsch πέθανε ο Joyce βρήκε άλλον γιατρό στη Ζυρίχη και συνέχισε να προσπαθεί να στρώσει τα ταλαίπωρα τα μάτια του.

Μάταιος κόπος για αυτόν όμως. Το μόνο που κατάφερε ήταν να γίνει πειραματόζωο των διάφορων χασάπηδων ανά την Ευρώπη.

Έχει ειπωθεί πάντως πως η ιατρική χρωστάει πολλά στον Joyce: το ότι είχε χίλια-δυο προβλήματα με τα ματούδια του και έμπαινε στο λούκι των εγχειρήσεων, έδωσε χώρο στους διάφορους οφθαλμοχειρούργους να πειραματιστούν με τις τεχνικές τους και να τις αναπτύξουν. Άσχετα αν ο καημενούλης ο Joyce υπέφερε και είχε αποκτήσει ένα σωρό φοβίες και άγχη σχετικά με τις ιατρικές διαδικασίες — όταν είσαι φοβικός από μικρός, συνήθως συνεχίζεις τη συλλογή σου με φοβίες και όταν μεγαλώσεις, υποθέτω.

Δυστυχώς για τον ίδιο, παρά τα έξοδα και τη ψυχοσωματική ταλαιπωρία, κατέληξε προς το τέλος της ζωής του με το δεξί μάτι άχρηστο και το αριστερό να έχει γύρω στο 10% όραση. — άουτς, άσχημο.

Το 1931 παντρεύτηκε επισήμως με τη Nora, ύστερα από δικές της πιέσεις — ναι, τρεις δεκαετίες σχεδόν ήταν ανύπαντροι. Το κακό είναι πως παρά τη νομιμοποίησή της, η σχέση τους ήδη πήγαινε κατά διαόλου. Άσε που ο Joyce ερωτεύτηκε μια μαθήτριά του (για την οποία έγραψε αυτό το εξαιρετικό, το οποίο εκδόθηκε post mortem) που όμως έμεινε ανεκπλήρωτος πόθος.

Στην απογοητευτική ερωτική του ζωή με τη Nora ήρθε να προστεθεί και άλλο στραβό. Η κόρη του η Lucia, από το 1930 άρχισε να παρουσιάζει δείγματα ψυχικής αστάθειας, τα οποία με τον καιρό άρχισαν να αυξάνονται επικίνδυνα. Ο James αρνούνταν κατηγορηματικά να βάλει το βλαστάρι του σε ψυχιατρική κλινική, ενώ η Nora θεωρούσε μια τέτοια κίνηση απαραίτητη.

Αρχικά έβαλαν τον Jung (ναι, τον γνωστό) να την αναλάβει, αλλά δεν κατάφερε και πολλά, πέρα από το βγάλει το πόρισμα πως οι γονείς της (και δη ο πατέρας της) δεν ήταν και πολύ στα καλά τους και πως αυτοί της δημιουργούσαν το πρόβλημα.

Όπως και να έχει τα παλικάρια του του ψυχιατρείου Burghölzli την διέγνωσαν με σχιζοφρένεια και το 1935, μετά από πίεση της μητέρας της, την έστειλαν σε ένα ίδρυμα στη Γαλλία. Η Nora από τότε και έπειτα δεν αποδέχτηκε ποτέ ξανά να δει τη κόρη της, ενώ από την άλλη ο James την επισκεπτόταν συχνά και διατηρούσε αλληλογραφία μαζί της.

Λέγεται πως η Lucia αποτέλεσε την μούσα του για το τελευταίο του συγγραφικό πόνημα, το “Finnegans Wake“.

Αν το “Οδυσσέας” ήταν μια φορά μπελάς για τους επίδοξους αναγνώστες, το “Finnegans Wake” θεωρείται ένα από τα δυσκολότερα λογοτεχνικά αναγνώσματα που υπάρχουν εκεί έξω — η γραφούσα το έχει ανοίξει σε τυχαίες σελίδες και δεν της φάνηκε τόσο τρομακτικό, αλλά υπάρχει και η άποψη που λέει πως τέτοια βιβλία σε ξεγελούν και παύουν να είναι εύκολα όταν πιάσεις να τα διαβάσεις με τη σειρά.

Με τι έχει να κάνει αυτό το τρομακτικό βιβλίο όμως; Με την κηδεία αυτού του Finnegan προφανώς. Και τι είναι αυτός ο Finnegan; Κοίτα, ο τίτλος και η υπόθεση του βιβλίου είναι εμπνευσμένα από μία ιρλανδική μπαλάντα του 19ου αιώνα, η οποία μιλάει για έναν λίγο μέθυσο οικοδόμο που έπεσε από μια σκάλα, έσπασε το κεφάλι του και πήγε στον άλλον κόσμο, συνεχίζοντας με την ολονύχτια αγρυπνία της φαμίλιας και των φίλων προς τιμήν του.

Αυτή η αγρυπνία, κατά τη μπαλάντα, καταλήγει σε τρελό μεθύσι, λούσιμο του πεθαμένου με αλκοόλ και σήκωμα αυτού από το φέρετρο για να απολαύσει το πάρτι — Ιρλανδική τρέλα.

Πάρε αυτή λοιπόν την ιδέα. Δώσε την στον Joyce που δεν είναι και στα καλύτερα του από πολλές απόψεις. Άφησε τον να στο εμπλουτίσει με σκετσάκια εμπνευσμένα από την ιρλανδική παράδοση, να χώσει στα ανάμεσα άσχετες σημειώσεις, λογοτεχνικά σχήματα, λέξεις δικής του έμπνευσης και λογοπαίγνια. ΤΟ ΧΑΟΣ. Ακόμα και η ίδια η Έριδα πρέπει να παθαίνει ψυχικό νταχτιρντί με δαύτο το βιβλίο.

Όλο το εγχείρημα του Finnegan’s Wake ξεκίνησε ένα χρόνο μετά το τελευταίο “yes” του “Οδυσσέα”. Αρχικά με την σύνθεση κάποιων μικροϊστοριών και εν τέλει με το κτίσιμο μιας πλοκής πάνω στην προαναφερθείσα μπαλάντα και εμπλουτισμό αυτής με ο,τι του κατέβασε το κεφάλι του — όπως αναφέραμε και παραπάνω.

Το βιβλίο εκδόθηκε όπως και ο “Οδυσσέας”, αποσπασματικά στα παρισινά Translantic Reviews και Τransmissions και εν τέλει εκδόθηκε ολόκληρο το 1939. Οι κριτικές που έλαβε ήταν διφορούμενες — Joyce είναι αυτός θα μου πεις, δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς.

Η μαλακία είναι πως από εκεί και μετά δεν πρόλαβε να το πολυχαρεί ο μπάρμπας μας ή να πιάσει και να τελειώσει κάτι καινούριο, μιας και η υγεία του συνέχιζε να του κάνει νερά. Άσε που το 1940 έπρεπε να πάει πίσω στη Ζυρίχη γιατί τα Ναζιά έκαναν κατάληψη στο Παρίσι.

Τέλος πάντων, αυτό που τον έστειλε στα θυμαράκια ήταν μια εγχείρηση που έκανε για το έλκος του-με τόσο άγχος το έλκος ήταν αναμενόμενο θαρρώ.

11 Ιανουαρίου του 1941 έγινε η επέμβαση, ο δικός μας έπεσε σε κώμα,ξύπνησε δύο μέρες αργότερα και ζήτησε από τη νοσοκόμα να καλέσει τη γυναίκα και τον γιο του να έρθουν στο νοσοκομείο, πριν ο ίδιος χάσει τις αισθήσεις του ξανά. Τελικά, δεν τον πρόλαβαν, μιας και πέθανε ένα τέταρτο αργότερα.

Στέλιος Θεοδωρίδης
Στέλιος Θεοδωρίδης
Ο ήρωας μου είναι ο γάτος μου ο Τσάρλι και ακροάζομαι μόνο Psychedelic Trance
RELATED ARTICLES

Πρόσφατα άρθρα

Tηλέφωνα έκτακτης ανάγκης

Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος: 11188
Ελληνική Αστυνομία: 100
Χαμόγελο του Παιδιού: 210 3306140
Πυροσβεστική Υπηρεσία: 199
ΕΚΑΒ 166