Βρισκόμαστε στο 1960. Ο Ελληνικός κινηματογράφος περνά σε ένα μεταβατικό στάδιο εισάγοντας αλλαγές γύρω από τις ιδεολογικές προδιαθέσεις φέροντας όμως ακόμα συγκεκριμένα μοτίβα ελαφρώς διαφοροποιημένα από τη δεκαετία του `50. Οι θεατρικές καταβολές εξακολουθούν να σπέρνουν τους καρπούς τους κάνοντας πιο ευδιάκριτη την εμφάνισή τους πού αλλού από το πρόσφορο έδαφος της κωμωδίας.
Το Καλημέρα Αθήνα είναι μια μουσική κωμωδία πλούσια σε κέφι, τραγούδι και γέλιο που αποπνέει αισιοδοξία και τον αέρα της αλλαγής. Η θεματολογία κινείται μέσα στο πλαίσιο της αντιπαράθεσης πλουσίων και φτωχών, μιας αντιπαράθεσης όμως που ξεκινά από μια διάθεση προσαρμογής και ταύτισης των δύο συγκρουόμενων πλευρών και καταλήγει ακριβώς στο σημείο αυτό. Ο πλούσιος βιομήχανος (Βασίλης Αυλωνίτης)αντιμετωπίζει ένα σωρό προβλήματα που δεν περιορίζονται στο χώρο της δουλειάς του (στοιχείο που λειτουργεί ως δικαίωση του λαϊκού αισθήματος).
Η κόρη του (Ξένια Καλογεροπούλου) έχει μπλέξει με μια ομάδα ψευτοδιανοούμενων που υποστηρίζουν την ανάγκη υιοθέτησης μιας ανατολίτικης κουλτούρας ως το μοναδικό μονοπάτι εξαγνισμού και κάθαρσης από τη σύγχρονη πλουτοκρατική αντίληψη των ανέσεων και η ερωμένη του αγανακτισμένη από την μακροχρόνια σχέση τους που δεν οδηγεί πουθενά βρίσκει παρηγοριά σε μια ξένη αγκαλιά και είναι έτοιμη να ενδώσει ξεμπερδεύοντας μια και καλή από το παρελθόν της (παρουσιάζεται δειλά δειλά η τάση για τη χειραφέτηση της γυναίκας, μια τάση όμως που διαγράφει την τροχιά ενός σύντομου κύκλου λειτουργώντας αυτοπεριοριστικά υπέρ της κρατούσας τάξης πραγμάτων, επιφέροντας έτσι τη γαλήνη στην παραλίγο διατάραξη της ανδροκρατούμενης κοινωνικής διαμόρφωσης και στη συμφιλίωση των δύο φύλων).
Έχοντας όλα αυτά στο κεφάλι του ο πλούσιος βιομήχανος, σε μια στιγμή αδυναμίας (και οι πλούσιοι πονούν γεγονός που τους κάνει πιο συμπαθητικούς) ζητά βοήθεια από μια ομάδα νεαρών (Ντίνος Ηλιόπουλος, Νίκος Κούρκουλος, Γιώργος Οικονομίδης) που αναλαμβάνουν να τον «ξελασπώσουν» οδηγώντας ένα προς ένα τα προβλήματα του καινούριου τους φίλου στη λύση τους. Η «συμμορία» που με μικροκομπίνες και σχέδια γίνεται ιδιαιτέρως αποτελεσματική και με τους έξυπνους χειρισμούς της (μοτίβο από τα «περασμένα» επίσης) οδηγεί στην απομάκρυνση της έντασης και των διενέξεων από τον οικογενειακό χώρο του βιομηχάνου. Κίνητρό τους; Το τερπνόν μετά του ωφελίμου! Με τη νοοτροπία του «ας βοηθήσουμε μήπως και τα οικονομήσουμε» παθαίνουν και μαθαίνουν με τη σειρά τους ότι το χρήμα δεν εξαγοράζει τα πάντα ούτε είναι πανάκεια.
Μέσα στο φαύλο κύκλο των συγκρούσεων, των απροόπτων και της ρήξης (όχι οριστικής βέβαια) ανάμεσα σε δύο διαφορετικούς κόσμους, στους οποίους το ενδιαφέρον πέφτει ισοβαρώς (απομακρυνόμαστε πια από την έντονη ενασχόληση με τη πλευρά των κατατρεγμένων και φουκαράδων, οι οποίοι όμως εξακολουθούν να κρατούν ρόλο δυναμικό που προάγει τις εξελίξεις) βρίσκεται ο μπάτλερ (χαρακτηριστική μορφή στο νέο είδος κωμωδίας που τώρα αρχίζει να διαμορφώνεται και εμφανίζεται άλλοτε με τη μορφή της χαριτωμένης, τσαχπίνας και ζωηρής υπηρέτριας και άλλοτε με την εκλεπτυσμένη παρουσία του διανοούμενου μπάτλερ – ενδεικτικό στοιχείο της υπόδιαμόρφωση αστικής κοινωνίας) Καλύτερη επιλογή βέβαια από τον Σταύρο Ξενίδη στο ρόλο του λιγομίλητου, σοβαρού και αφοσιωμένου μπάτλερ που ακούει τα πάντα και σιωπηλά διαμορφώνει απόψεις, τις οποίες σπάνια εκφράζει και μόνο όταν υπάρχει απόλυτα επιβεβλημένη ανάγκη δε θα μπορούσε να υπάρξει.
Η αντιπαράθεση συνεχίζεται μέχρι που ο έρωτας και το θάρρος που πηγάζει από τη δύναμη του ερωτευμένου ζεύγους δίνει την οριστική λύση συγκαλύπτοντας τις κοινωνικές αντιθέσεις και συμφιλιώνοντας τα άτομα με αυτές. Οι εντάσεις μεταξύ των τάξεων αλλά και εκείνες των δύο φύλων, μαζί με τις νοοτροπίες και τις συνήθειες των ανθρώπων φτωχών ή πλουσίων συγχωνεύονται με σκοπό την επίτευξη του γέλιου. Η πορεία από το κόλπο στην παρεξήγηση και τις περιπλοκές ως την τελική τακτοποίηση και αποδοχή γίνεται μια διασκεδαστική παράθεση εικόνων και νοοτροπιών της κοινωνικής πραγματικότητας στην Ελλάδα του `60.
Το Καλημέρα Αθήνα πετυχαίνει τη σύζευξη στοιχείων, όπως η ταξική ανάμιξη τοποθετώντας στο κέντρο την ιστορία ενός ερωτευμένου ζευγαριού με φόντο το διαχωρισμό των δύο κόσμων (πλούσιοι-φτωχοί) που οδηγούνται ακούσια σε μια κατά λάθος προσέγγιση μέσα από μελωδίες, χορούς και τραγούδια, προσφέροντας διέξοδο στην καθημερινή ρουτίνα. Αυτή η αντιπαράθεση πλουσίων – φτωχών αποτελεί, πέρα από μοτίβο της προηγούμενης δεκαετίας, και μια συμμετρική ραχοκοκαλιά κάνοντας το σενάριο πιο «σφιχτό» όχι όμως και αυστηρά άκαμπτο.
Ο Βασίλης Αυλωνίτης διαθέτει ένα πλούσιο δυναμικό που του επιτρέπει να γίνεται πειστικός τόσο σαν φουκαράς όσο και σαν πλούσιος, δύστροπος, πεισματάρης, κακότροπος και φωνακλάς. Ο Ντίνος Ηλιόπουλος, απλά αξέχαστος με την πηγαία χιουμοριστική του διάθεση, είναι η κατάλληλη φυσιογνωμία για τον πονηρό αλλά δειλό και καταφερτζή νεαρό που προσδοκά την κοινωνική του προαγωγή. Αντίθετα ο Νίκος Κούρκουλος αν και βρίσκεται σε ένα ρόλο που λογικά θα του πήγαινε γάντι (αυτόν του Δον Ζουάν) αδυνατεί να πετύχει το στυλ της άνεσης και της σιγουριάς που οφείλει να εκπέμπει (τον προτιμώ σίγουρα στο ρόλο του «κακού» παιδιού – Κατήφορος), κάτι που μάλλον ο Γιώργος Οικονομίδης θα χειριζόταν καλύτερα.
Το πλούσιο κέφι πλαισιώνει η αξέχαστη μουσική του Μίμη Πλέσσα και τα τραγούδια της ταινίας άλλοτε ρομαντικά και γλυκά και άλλοτε αισιόδοξα, γεμάτα με εικόνες της «τότε» Αθήνας. Τη σκηνοθεσία αναλαμβάνει ο Γρηγόρης Γρηγορίου δημιουργώντας μαζί με τον Γιάννη Μαρή (σενάριο) την κατάλληλη ατμόσφαιρα μιας μουσικής κωμωδίας (το Καλημέρα Αθήνα μαζί με το Χαρούμενο Ξύπνημα που προηγείται χρονολογικά είναι η απαρχή του ελληνικού μιούζικαλ), ενός είδους που με την προσθήκη κάποιων νέων στοιχείων και μετατοπίζοντας το κέντρο βάρους στην κίνηση θα ανοίξει το δρόμο για την χρυσή εποχή του μιούζικαλ. Το είδος αυτό, αν και συνολικά γυρίστηκαν μόνο τριάντα ταινίες και τουλάχιστον αρχικά δεν βρήκε πρόθυμους συνεχιστές, γνώρισε ιδιαίτερη ανταπόκριση από το ελληνικό κοινό και εδραίωσε την παρουσία του μόλις το 1962-63, χρονολογία που γυρίζεται το Μερικοί το προτιμούν κρύο. Η αναγνώριση όμως έρχεται με το Γιάννη Δαλιανίδη, που με πραγματική μαεστρία δημιουργεί φαντασμαγορικά φιλμ διασκεδάζοντας τις εντυπώσεις πως το μιούζικαλ είναι ένα «ελαφρύ» είδος.
Το Καλημέρα Αθήνα όπως και το Χαρούμενο Ξύπνημα αν και είναι οι πρώτες προσπάθειες μουσικής κωμωδίας, πράγμα που λογικά σημαίνει πως βρίσκονται κοντά στο αμερικανικό πρότυπο ακολουθώντας το πρωτότυπό τους σε δομή, αισθητική και εκφορά, το θέμα τους παραμένει «ιθαγενές» διατηρώντας τη δροσιά και την ελληνικότητά του.
- Βαθμολογία: 6/10