Πολύς λόγος γίνεται τον τελευταίο καιρό για τις κλιματικές αλλαγές και τους κινδύνους που εγκυμονούν για τον πλανήτη μας. Το κλίμα παρουσίαζε, και θα παρουσιάζει πάντα, αποκλίσεις που οφείλονται σε φυσικά αίτια.
Οι φυσικές αυτές αιτίες συμπεριλαμβάνουν τις ανεπαίσθητες μεταβολές της ηλιακής ακτινοβολίας, τις ηφαιστειακές εκρήξεις, οι οποίες μπορούν να καλύψουν τη Γη με σκόνη που αντανακλά την ηλιακή θερμότητα στο διάστημα, καθώς και τις φυσικές αποκλίσεις του ίδιου του κλιματικού συστήματος.
Εντούτοις, οι φυσικές αιτίες μπορούν να εξηγήσουν μόνο ένα μικρό μέρος αυτής της θέρμανσης. Η συντριπτική πλειοψηφία των επιστημόνων συμφωνεί ότι οφείλεται στην αυξάνουσα συγκέντρωση αερίων του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα, τα οποία δεσμεύουν τη θερμότητα, και ευθύνονται οι ανθρώπινες δραστηριότητες γι’ αυτό.
Τι ακριβώς όμως είναι η αλλαγή του κλίματος? Η ενέργεια του Ήλιου θερμαίνει την επιφάνεια της Γης και, καθώς η θερμοκρασία αυξάνεται, η θερμότητα αντανακλάται στην ατμόσφαιρα ως ενέργεια υπεριώδους ακτινοβολίας. Ένα μέρος της ενέργειας απορροφάται στην ατμόσφαιρα από τα «αέρια του θερμοκηπίου».
H ατμόσφαιρα λειτουργεί όπως τα τοιχώματα ενός θερμοκηπίου, αφήνοντας το ορατό ηλιακό φως να εισέλθει και απορροφώντας την εξερχόμενη ενέργεια υπεριώδους ακτινοβολίας, διατηρώντας ζεστό το εσωτερικό του. Αυτή η φυσική διαδικασία ονομάζεται “φαινόμενο του θερμοκηπίου”. Χωρίς αυτό, η μέση θερμοκρασία στη Γη θα ήταν -18°C, ενώ αυτή τη στιγμή φθάνει τους +15°C.
Ωστόσο, οι ανθρωπογενείς δραστηριότητες συντελούν στην αύξηση της συγκέντρωσης στην ατμόσφαιρα αερίων του θερμοκηπίου, ιδιαίτερα διοξειδίου του άνθρακα (CO2), μεθανίου και πρωτοξειδίου του αζώτου, τα οποία ενισχύουν το φυσικό φαινόμενο του θερμοκηπίου και αυξάνουν τη θερμοκρασία. Αυτή η υπερθέρμανση που προκαλεί ο ανθρώπινος παράγοντας ονομάζεται “ενισχυμένο” φαινόμενο του θερμοκηπίου.
Μέτρηση των αερίων του θερμοκηπίου
Οι συγκεντρώσεις αερίων στην ατμόσφαιρα μπορούν να εκφραστούν σε μέρη ανά εκατομμύριο (ppm) ή δισεκατομμύριο (ppb). Το ppm αντιστοιχεί σε 1 κυβικό εκατοστό αερίου ανά κυβικό μέτρο αέρα. Επίσης, 1 ppm σημαίνει ότι υπάρχει ένα μόριο του εν λόγω αερίου ανά 1.000.000όρια όλων των αερίων που περιέχονται στον αέρα.
Ωστόσο, ορισμένα αέρια θερμοκηπίου απορροφούν ραδιενέργεια πιο αποτελεσματικά από άλλα, καθώς απορροφούν ραδιενέργεια σε διαφορετικά μήκη κύματος και άλλα αλληλοκαλύπτονται μεταξύ τους.
Για να εξηγηθούν οι διαφορές απορρόφησης, έχει υιοθετηθεί η έννοια του δυναμικού πλανητικής υπερθέρμανσης, όπου όλα τα αέρια συγκρίνονται με το CO2, του οποίου το δυναμικό υπερθέρμανσης ισούται με 1.
Για παράδειγμα, για μια περίοδο 100 ετών το δυναμικό υπερθέρμανσης του μεθανίου είναι 23 φορές μεγαλύτερο του δυναμικού του CO2. Το πρωτοξείδιο του αζώτου είναι 296 φορές πιο αποτελεσματικό στην απορρόφηση από το CO2 και το δυναμικό υπερθέρμανσης του SF6 είναι τουλάχιστον 22.000 φορές μεγαλύτερο από αυτό του CO2.
Είναι σημαντικό το δυναμικό υπερθέρμανσης να ορίζεται για συγκεκριμένη χρονική περίοδο εφόσον η ατμοσφαιρική διάρκεια ζωής των αερίων θερμοκηπίου παρουσιάζει σημαντικές αποκλίσεις. Το CO2 μπορεί να παραμείνει στην ατμόσφαιρα για 50-200 έτη, ανάλογα με τον τρόπο ανακύκλωσής του στην ξηρά ή στους ωκεανούς, το μεθάνιο έχει διάρκεια ζωής στην ατμόσφαιρα 10-15 έτη, ενώ ορισμένα από τα φθοριούχα αέρια του θερμοκηπίου έχουν διάρκεια ζωής αρκετών χιλιάδων ετών.
Από τη βιομηχανική επανάσταση και έπειτα η συγκέντρωση αερίων του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα έχει αυξηθεί κατά τουλάχιστον 50%, από 280 σε 360 ppm μόνο για το CO2. Σε αυτό προστίθεται αύξηση άλλων αερίων θερμοκηπίου, η οποία εκφράζεται σε ισοδύναμα του CO2 και φθάνει σήμερα τα 425 μέρη ισοδύναμων του CO2 ανά εκατομμύριο.
Η τάση της θέρμανσης
Τα τελευταία 100 χρόνια, η μέση ατμοσφαιρική θερμοκρασία στην επιφάνεια του πλανήτη αυξήθηκε κατά 0,74 °C παγκοσμίως και κατά σχεδόν 1 °C στην Ευρώπη, γεγονός που συνιστά ασυνήθιστα ταχεία θέρμανση. Πράγματι, ο 20ός αιώνας ήταν ο θερμότερος αιώνας και η δεκαετία του 1990 ήταν η θερμότερη δεκαετία των τελευταίων 1.000 ετών. Αυτή η τάση υπερθέρμανσης συνεχίζεται: τα έντεκα θερμότερα έτη έχουν καταγραφεί την τελευταία δωδεκαετία.
Η Διεθνής Ομάδα για την Αλλαγή του Κλίματος (IPCC), ένας οργανισμός του Ο.Η.Ε. που αποτελεί σημείο συνάντησης εκατοντάδων ειδικών επί του κλίματος από ολόκληρο τον κόσμο, προβλέπει ότι μέχρι το 2100 η μέση παγκόσμια θερμοκρασία είναι πολύ πιθανό να αυξηθεί περαιτέρω κατά 1,8°C έως 4°C –και στη χειρότερη περίπτωση έως 6,4°C– εκτός αν οι άνθρωποι αναλάβουν δράση για τον περιορισμό των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.
Αν και με την πρώτη ματιά η διαφορά δεν μοιάζει σημαντική, στη διάρκεια της τελευταίας εποχής των πάγων, πριν από 11.500 χρόνια, η μέση θερμοκρασία στον πλανήτη ήταν μόνο κατά 5°C χαμηλότερη από τη σημερινή, και παρόλα αυτά το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης ήταν καλυμμένο από ένα χοντρό στρώμα πάγου!
Δράσεις για τον περιορισμό των αλλαγών
Η αλλαγή του κλίματος έχει ήδη εμφανή αποτελέσματα, που εκτείνονται από την αύξηση της θερμοκρασίας έως την άνοδο της στάθμης της θάλασσας σαν αποτέλεσμα της τήξης των πολικών παγετών, καθώς και τη συχνότερη εμφάνιση καταιγίδων και πλημμύρων.
Εάν δεν αναλάβουμε δράση, η αλλαγή του κλίματος θα προκαλεί όλο και περισσότερο δαπανηρές ζημίες και θα διαταράσσει τη λειτουργία του φυσικού περιβάλλοντός μας, το οποίο μας παρέχει τροφή, πρώτες ύλες και άλλους ζωτικούς φυσικούς πόρους. Αυτό θα επιδράσει αρνητικά στις οικονομίες μας και θα μπορούσε να αποσταθεροποιήσει τις κοινωνίες σε ολόκληρο τον κόσμο.
Στο πλαίσιο αυτό η Ε.Ε. έχει υιοθετήσει διάφορα μέτρα., ενώ παράλληλα ενθαρρύνει τα κράτη μέλη να εφαρμόσουν τις πρωτοβουλίες σε εθνικό επίπεδο. Προκειμένου να επιτύχει τους στόχους μείωσης της εκπομπής αερίων που έχουν τεθεί από το Πρωτόκολλο του Κιότο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έθεσε σε εφαρμογή το Μάρτιο του 2000 το Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα για την Αλλαγή του Κλίματος. Στο πλαίσιο του προγράμματος, η Επιτροπή συνεργάζεται με βιομηχανίες, περιβαλλοντικές οργανώσεις και άλλους ενδιαφερόμενους φορείς, για να προσδιοριστούν μέτρα μείωσης των εκπομπών με χαμηλό κόστος. Περισσότερα από 30 μέτρα έχουν ήδη τεθεί σε εφαρμογή.
Μια θεμελιώδους σημασίας πολιτική της Ε.Ε. όσον αφορά την αλλαγή του κλίματος είναι το Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών της Ε.Ε., που ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 2005.
Οι κυβερνήσεις της Ε.Ε. έχουν θέσει όρια στις ποσότητες CO2, που μπορούν να εκπέμπουν ετησίως περίπου 10.500 μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και ενεργειοβόρα εργοστάσια. Αυτές οι βιομηχανικές μονάδες ευθύνονται για σχεδόν το ήμισυ των εκπομπών CO2 στην Ε.Ε. Οι μονάδες, οι οποίες εκπέμπουν λιγότερο CO2 από το επιτρεπόμενο, μπορούν να πωλήσουν τα αναξιοποίητα μερίδια εκπομπών σε άλλα εργοστάσια που δεν τα καταφέρνουν εξίσου καλά. Έτσι, υπάρχει και ένα οικονομικό κίνητρο να μειώσουν τις εκπομπές.
Επιπλέον, το σύστημα εξασφαλίζει ότι θα υπάρχουν αγοραστές για τα δικαιώματα εκπομπής, δηλαδή εταιρείες που υπερβαίνουν τα επιτρεπόμενα όρια εκπομπών και θα ήταν υποχρεωμένες να καταβάλλουν υψηλά πρόστιμα, εάν δεν αγόραζαν δικαιώματα εκπομπών από άλλους. Το Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών διασφαλίζει τη μείωση των εκπομπών εκεί όπου αυτό είναι οικονομικά συμφέρον και περιορίζει το συνολικό κόστος μείωσης των εκπομπών.
Άλλα μέτρα στο πλαίσιο του ECCP αποσκοπούν στη βελτίωση της απόδοσης των καυσίμων των αυτοκινήτων και της ενεργειακής απόδοσης των κτιρίων (η καλύτερη μόνωση μπορεί να μειώσει το κόστος θέρμανσης κατά 90%!), την αυξανόμενη χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, όπως είναι η αιολική, η ηλιακή, η παλιρροϊκή, η βιομάζα (οργανικές ύλες, όπως ξύλο, υποπροϊόντα άλεσης, φυτά, ζωικά περιττώματα κ.λπ.) και η γεωθερμική ενέργεια (θέρμανση από τις θερμές πηγές ή τα ηφαίστεια), και τη μείωση των εκπομπών μεθανίου από τις χωματερές.
Η δεύτερη φάση του ECCP ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 2005, με στόχο το σχεδιασμό περαιτέρω ανάπτυξης μέτρων μείωσης των εκπομπών με χαμηλό κόστος. Η φάση αυτή εστιάζει στην ανάπτυξη προτάσεων με σκοπό την ενίσχυση του Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών της Ε.Ε., την αντιμετώπιση των εκπομπών των επιβατικών αεροπορικών και οδικών μεταφορών, την ανάπτυξη τεχνολογιών δέσμευσης και αποθήκευσης του άνθρακα και το σχεδιασμό μέτρων προσαρμογής στις αναπόδραστες συνέπειες των κλιματικών μεταβολών.
Βάσει των εργασιών αυτών, η Επιτροπή πρότεινε πρόσφατα νόμους για την εισαγωγή των αεροπορικών εταιρειών στο Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών της Ε.Ε. και τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου από τα οδικά καύσιμα. Έχει επίσης ανακοινώσει ότι θα προωθήσει νομοθεσία για τη μείωση των εκπομπών CO2 από τα καινούρια αυτοκίνητα.
Δεδομένου ότι οι στόχοι του Κιότο εκπνέουν το 2012, η Ευρωπαϊκή Ένωση ασκεί πιέσεις για τη σύναψη νέας διεθνούς συμφωνίας, προκειμένου να διασφαλιστεί η αναχαίτιση της παγκόσμιας θέρμανσης, πριν ξεπεράσει τους 2°C, σε σχέση με τα επίπεδα θερμοκρασίας της προ-βιομηχανικής εποχής. Οι επιστήμονες θεωρούν τους 2°C ως το όριο, πέραν του οποίου, οι κλιματικές αλλαγές θα μπορούσαν να πυροδοτήσουν μη ανατρέψιμες και πιθανότατα καταστροφικές αλλαγές στον πλανήτη.
Έχοντας υπ’ όψιν αυτό το όριο θερμοκρασίας, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρότεινε τον Ιανουάριο του 2007 μια στρατηγική για το κλίμα και την ενέργεια, η οποία συνίσταται σε μια σειρά φιλόδοξων στόχων και μέτρων, τα οποία επικυρώθηκαν από τους ηγέτες της Ε.Ε. δύο μήνες αργότερα.
Η Ε.Ε. έχει πλέον δεσμευτεί να μειώσει τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου τουλάχιστον κατά 20% σε σχέση με τα επίπεδα του 1990 έως το 2020 και σε περαιτέρω μείωση έως το 30%, εφόσον και οι άλλες βιομηχανοποιημένες χώρες συμφωνήσουν να πράξουν το ίδιο και αναλάβουν δράση και οι αναπτυσσόμενες χώρες.
Για να πετύχουν τη μείωση κατά 20% τουλάχιστον, τα ήδη υφιστάμενα μέτρα, όπως το Σύστημα ETS, θα πρέπει να συμπληρωθούν με νέα μέτρα, που θα αποσκοπούν ειδικά στην ενίσχυση της ενεργειακής απόδοσης κατά 20% έως το 2020, την αύξηση του μεριδίου των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στο 20% έως το 2020 και τον εξοπλισμό των νέων εργοστασίων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με τεχνολογία δέσμευσης και αποθήκευσης άνθρακα.
Μαύρα μαντάτα για την Ελλάδα
Η προστασία του περιβάλλοντος έχει πλέον, υποχρεωτικά, κερδίσει μια θέση στην πολιτική ατζέντα των περισσότερων χωρών του κόσμου και οι διακηρύξεις καλών προθέσεων περισσεύουν. Τι συμβαίνει όμως στην πράξη; Μια παγκόσμια κατάταξη των χωρών βάσει των καλύτερων και χειρότερων περιβαλλοντικών τους «επιδόσεων» βάφει τις χώρες σε διαφορετικές αποχρώσεις του πράσινου και τοποθετεί την Ελλάδα στην 44η θέση (επί συνόλου 149), αρκετά πιο πίσω από πολλούς Ευρωπαίους εταίρους μας.
Σε μια προσπάθεια να αξιολογήσουν τις περιβαλλοντικές προκλήσεις του πλανήτη και το πώς κάθε χώρα προσπαθεί να τις αντιμετωπίσει, ερευνητές των αμερικανικών πανεπιστημίων Γιέιλ και Κολούμπια δημιούργησαν τον Δείκτη Περιβαλλοντικής Επίδοσης (ΕΡΙ).
Λαμβάνοντας υπόψη τα υπάρχοντα στοιχεία (με όλους τους αναμενόμενους περιορισμούς) σε 25 βασικές κατηγορίες -από την ποιότητα του νερού και τις συνθήκες υγιεινής μέχρι την ατμοσφαιρική ρύπανση και τις εκπομπές άνθρακα, κι από την κατάσταση των δασών μέχρι την προστασία της βιοποικιλότητας- ο Δείκτης ΕΡΙ αξιολογεί ουσιαστικά πόσο φιλόξενος είναι κάθε τόπος για τον άνθρωπο, τα φυτά και τα ζώα, καθώς και τις προσπάθειες κάθε χώρας να διαφυλάξει το περιβάλλον.
Εξετάζοντας λοιπόν ποιες χώρες είναι «πιο πράσινες» από τις άλλες, βλέπουμε σχετικά μικρά και πλούσια δυτικά κράτη στην κορυφή της παγκόσμιας κατάταξης και φτωχά και ρημαγμένα από τους πολέμους αφρικανικά κράτη στη βάση. Οι ασφαλείς προβλέψεις σταματούν κάπου εδώ. Γιατί όπως προκύπτει από τα στοιχεία, το μέγεθος και η οικονομική ευρωστία δεν συμβαδίζουν κατ’ ανάγκη με τις περιβαλλοντικές επιδόσεις.
Η Ευρώπη συγκεντρώνει κατά μέσο όρο την υψηλότερη βαθμολογία, καθώς οι δεκαέξι από τις είκοσι πρώτες χώρες της κατάταξης καταλαμβάνονται από χώρες ευρωπαϊκές (Ελβετία, Σουηδία, Νορβηγία, Φινλανδία, Αυστρία, Λετονία, Γαλλία, Ισλανδία, Γερμανία, Βρετανία, Σλοβενία, Λιθουανία, Σλοβακία, Πορτογαλία, Εσθονία, Κροατία). Στην πρώτη εικοσάδα βρίσκονται επίσης η Κόστα Ρίκα (5η), η Νέα Ζηλανδία (7η), η Κολομβία (9η) και ο Καναδάς (12η). Η Ελλάδα κατέχει την 44η θέση και βρίσκεται πολύ πιο πίσω, πέραν των προαναφερθεισών, από την Ισπανία, την Ιταλία, την Ιρλανδία, το Λουξεμβούργο, την Ουγγαρία και την Αλβανία. Πολύ χειρότερη κρίνεται η κατάσταση στην Κύπρο (52η) και στην Τουρκία (72η).
Τις τελευταίες πέντε θέσεις καταλαμβάνουν το Μάλι, η Μαυριτανία, η Σιέρα Λεόνε, η Αγκόλα και η Δημοκρατία του Νίγηρα, αλλά ούτε και οι μεγάλες δυνάμεις και οι αναδυόμενες οικονομίες όπως οι ΗΠΑ (39η), η Κίνα (105η ) και η Ινδία (120η) έχουν να επιδείξουν ιδιαίτερα κατορθώματα στον τομέα της περιβαλλοντικής προστασίας.
Σε γενικές γραμμές, ενώ οι πιο αναπτυγμένες χώρες τείνουν να δημιουργούν ένα καλύτερο περιβάλλον για τους ανθρώπους, οι λιγότερο αναπτυγμένες έχουν καλύτερες συνθήκες για τα ζώα και τα φυτά. Τα πλούσια κράτη διαθέτουν το πλεονέκτημα των λεγόμενων καθαρών τεχνολογιών, όμως το περιβάλλον τους πληρώνει το τίμημα της ανάπτυξης. Οσο για τα κράτη που βρίσκονται στη μεσαία ζώνη (εισοδήματος κι ανάπτυξης), τείνουν να συνδυάζουν τα χειρότερα και των δύο κόσμων.