Μια φορά και έναν καιρό, οι κατσίκες ζούσαν αμέριμνες στα Ιμαλάια. Λόγω της ιδιομορφίας του κλίματος, εκτός από το τραχύ εξωτερικό τρίχωμά τους είχαν (και έχουν) ένα φίνο υπόστρωμα, ελαφρύ σαν πούπουλο και ζεστό σαν θερμάστρα. Γεγονός που δεν διέφυγε της ανθρώπινης προσοχής, αφού οι πρώτες εσάρπες φτιαγμένες από αυτό το φίνο υπόστρωμα φοριούνταν ήδη από το έτος 3 π.x.· από τους Πέρσες συγκεκριμένα, οι οποίοι έδωσαν στο πολυτελές υλικό το όνομα «pashm», εξού και η «πασμίνα». Έως το 15ο αιώνα, τα πράγματα έμειναν ως είχαν.
Τότε ήταν που ο ηγεμόνας του Κασμίρ Zayn-ul-Abidin έθεσε με τη βοήθεια μερικών τεχνιτών από το Τουρκεστάν τις βάσεις για τη βιομηχανία του «κασμιριού», όπως θα ονομάζονταν αργότερα από την εν λόγω περιοχή. Έως το 18ο αιώνα, η δουλειά πήγαινε πρίμα, με τρίχωμα που ερχόταν απευθείας από το Θιβέτ (το καλύτερο μέχρι σήμερα). Κάποια στιγμή, επειδή στην περιοχή ανέκαθεν γινόταν χαμός με τις διεκδικήσεις, ήρθαν οι Γάλλοι (ναι, σε αυτό τους πρόλαβαν τους Βρετανούς ). Αυτοί εισήγαγαν πρώτοι τις εσάρπες από κασμίρι στην Ευρώπη στα τέλη του 18ου αιώνα.
Συγκεκριμένα, τα πρωτεία ανήκουν στον αρχιστράτηγο της γαλλικής εκστρατείας στη Αίγυπτο, ο οποίος έστειλε μερικές εσάρπες στο Παρίσι και έγινε χαμός· ενδεικτικά, ο Ναπολέων έκανε δώρο δεκαεπτά κομμάτια στην Ιωσηφίνα. Τόσος χαμός που το εμπόριο του τριχώματος της μέχρι πρότινος αμέριμνης κατσίκας, που τώρα τη χτενίζανε μετά μανίας για να μαδήσει, ελεγχόταν από διπλωματικές συνθήκες. Σύντομα, η γαλλική εταιρεία Valerie Audresset S.A. έγινε η πρώτη ευρωπαϊκή εταιρεία που κατόρθωσε να υφάνει το ύφασμα που ξέρουμε σήμερα ως κασμίρι, με τρίχωμα από το Θιβέτ. Σε αντίθεση με τις εσάρπες από το Κασμίρ, οι γαλλικές είχαν διαφορετικό μοτίβο σε κάθε πλευρά.
Στο μεταξύ, στην άλλη όχθη της Μάγχης, το 1830 ξεκίνησε η ύφανση της κασμιρένιας εσάρπας από τους Σκοτσέζους, και κάπως έτσι ερωτεύτηκε και η βικτοριανή Αγγλία το κασμίρι. Φυσικά, οι Άγγλοι το είχαν πάρει και εκείνοι χαμπάρι στην Ινδία, όπου επικρατούσε περισσότερη τεμπελιά και, αντί να κάθονται να χτενίζουν τις κατσίκες, μάζευαν ό,τι τους έπεφτε καθώς περνούσαν. Στην Αγγλία, λοιπόν, οι κασμιρένιες εσάρπες έγιναν γνωστές ως «ring shawls», διότι ήταν τόσο λεπτές ώστε μία τους μπορούσε άνετα να περάσει μέσα από τη βέρα μιας κυρίας. Επειδή, όμως, οι Γάλλοι έχουν το όνομα, αλλά οι Άγγλοι τη χάρη, καθώς το σύγχρονο αντρικό ντύσιμο έπαιρνε σιγά σιγά τη σημερινή του μορφή και η εσάρπα έμοιαζε λιγότερο αντρίκια, εκεί στη Βρετανία άρχισε να υφαίνεται το πουλόβερ, το ζακετάκι, το κοστουμάκι από κασμίρι. Ο (πανταχού παρών επί στυλιστικών θεμάτων) Μπο Μπρουμέλ έκανε θραύση φορώντας κασμιρένιο λευκό γιλέκο. Στο γιο της Βικτορίας, εξάλλου, τον Μπέρτι τον μπουλούκο, οφείλεται μέχρι σήμερα η παράδοση που θέλει τον άντρα τον καλοντυμένο να μην κουμπώνει το κάτω κάτω κουμπί της κασμιρένιας του ζακέτας, ήτανε, λέει, τόσο χοντρούλης που πάντα το άφηνε ανοιχτό.