ΩΣΕΙ ΠΑΡΩΝ. Πάμε με φίλους ένα βράδυ για κανένα ποτό σ’ ένα μπαρ στο λιμάνι. Το μόνο άδειο τραπέζι που βρίσκουμε είναι μπροστά σε μια ανοιχτή οθόνη τηλεόρασης, οι άλλοι προλαβαίνουν και κάθονται με την πλάτη στην οθόνη κι εγώ κάθομαι απέναντί της. Μεταδίδει έναν ποδοσφαιρικό αγώνα ξένων ομάδων που δεν με ενδιαφέρει, αλλά έτσι κι αλλιώς το βλέμμα μου σκαλώνει εκεί και δεν μ’ αφήνει να συγκεντρωθώ απερίσπαστος στην παρέα. Παίζει και δυνατά η μουσική, βάλε και το βουητό από τις φωνές όσων θαμώνων προσπαθούν να πούνε καμιά κουβέντα, όπως κι εμείς… άστα να πάνε.
Η κατάσταση είναι σκέτη ζαλούρα – βαβούρα, επόμενο είναι με το πρώτο κιόλας ποτό να κάνεις κεφάλι. Το δεύτερο το πίνεις απλώς για να αντέξεις την παραμονή σου στη φάση. Και η τηλεόραση να παίζει πάντα εκεί απέναντί σου, ν’ αλλάζει χρώματα, φάσεις αγώνα και διαφημίσεις και να μου αποσπά κάθε τρεις και λίγο την προσοχή (…ουφ, ξαναγύρισα επιτέλους στο πρώτο πρόσωπο). Δεν θυμάμαι πόσα ήπιαμε, τι είπαμε, ούτε τι ακριβώς χάζευα στην τηλεόραση. Ήμουν εκεί και σαν να μην ήμουν εκεί…
Σαν οικογένεια. Στην ταινία «’Αβαλον» του Μπάρι Λέβινσον υπάρχει μια χαρακτηριστική σκηνή που αναφέρεται στα πρώτα χρόνια της κυριαρχίας της τηλεόρασης στην καθημερινή ζωή των αμερικανών. Τα μέλη μιας οικογένειας τρώνε στην κουζίνα και παρακολουθούν στην τηλεόραση τα μέλη μιας οικογένειας γνωστής τηλεοπτικής σειράς να τρώνε και να συνομιλούν μεταξύ τους, ενώ η πρώτη -η κινηματογραφική- οικογένεια σχολιάζει που και που αυτά που λέει η δεύτερη -η τηλεοπτική- οικογένεια. Ε λοιπόν, έχει τύχει να δω στην τηλεόραση αυτή την ταινία ένα μεσημέρι τρώγοντας μαζί με την οικογένειά μου και να σχολιάσουμε μεταξύ μας τη συγκεκριμένη σκηνή.
Μια τηλεοπτική, μια κινηματογραφική και μια πραγματική οικογένεια, η κάθε μια μέσα στον κόσμο της άλλης. Ποια είναι, στην προκειμένη περίπτωση, η πρώτη και ποια η δεύτερη εικονική πραγματικότητα, και ποια η πραγματική πραγματικότητα; Καλά, άστο, μην το ψάχνεις…
Διπλή απόλαυση. Ανακάλυψα ότι από τότε που άρχισα να τρώω το βραδινό μου καθισμένος μπροστά στην ανοιχτή οθόνη της τηλεόρασης, είτε βλέποντας κάποια ταινία στο dvd είτε χαζεύοντας κάποιο τηλεοπτικό πρόγραμμα, δεν αντιλαμβάνομαι πότε και αν χορταίνω, ιδιαίτερα αν παρακολουθώ κάτι εξαιρετικά ενδιαφέρον. Νιώθω πως πρέπει να συνεχίσω τον συνδυασμό των δύο απολαύσεων, να τρώω και να βλέπω, είτε ώσπου να ολοκληρωθεί αυτό που βλέπω είτε ώσπου να εξαντληθούν τα αποθέματα αυτού που τρώω (το οποίο ενίοτε ξανασερβίρω και ξανασερβίρω στο πιάτο μου, μέχρι σκασμού).
Τότε κατάλαβα, έστω και λίγο αργά, τι εννοούν όσοι λένε πως «η τηλεόραση παχαίνει». Έκτοτε προσπαθώ να μην χάνω τον έλεγχο της κατάστασης, τρώω ό,τι είναι να φάω και μετά αράζω και βλέπω ό,τι είναι να δω. Αλλά δεν υπάρχει πιο γλυκιά αμαρτία από το να βλέπεις μια ταινία που γουστάρεις πολύ και να έχεις μπροστά σου μισό κιλό, ή και παραπάνω, «θεϊκό» παγωτό που δεν παίρνεις χαμπάρι πόσο διαρκεί, πώς λιώνει και πότε τελειώνει…
Για τα παιδιά. Αποφασίσαμε στην οικογένεια μας πριν από καιρό να έχουμε κλειστή την τηλεόραση δύο μέρες την εβδομάδα και αφήσαμε τα δύο παιδιά μας, από ηλικία 10 και 5 χρονών, να επιλέξουν τις μέρες αυτές. Επέλεξαν Τετάρτη και Πέμπτη, που ούτως ή άλλως το απογευματινό πρόγραμμα των εξωσχολικών τους δραστηριοτήτων ήταν κάπως περισσότερο φορτωμένο.
Ε λοιπόν, τις ημέρες αυτές – όταν βρίσκονταν στο σπίτι – άρχισαν να κάνουν πράγματα που είχαν παραμελημένα τις ημέρες που έβλεπαν τηλεόραση: να παίζουν μεταξύ τους επιτραπέζια παιχνίδια, να κουβεντιάζουν για τα δικά τους, να στήνουν αυτοσχέδιες παραστάσεις και άλλα πολλά. Και είπαμε: ορίστε, να τα καλά.
Μόνο που την επόμενη φορά συνέχισαν και με άλλα, άρχισαν να σκαλίζουν εκεί που δεν έπρεπε, να φωνασκούν σε ώρες που δεν έπρεπε, να τα κάνουν όλα άνω-κάτω, να τσακώνονται, να κάνουν και καμιά χοντρή ζημιά. Τότε μας πέρασε, είναι η αλήθεια, η σκέψη από το μυαλό: μήπως να αναιρούσαμε την απόφαση για δύο μέρες την εβδομάδα χωρίς τηλεόραση; Αλλά είπαμε μετά να κάνουμε υπομονή -παιδιά είναι, τι στην ευχή! Κι ακόμα κάνουμε…