Γλυκιά σχιζοφρένεια! Στο Texnologia.Net τη βιώνουμε συχνά και για αρκετό καιρό τώρα, και μάλιστα έχουμε αρχίσει να την συνηθίζουμε — μη πω να την απολαμβάνουμε. Και στην εν λόγω στήλη με τα αφιερώματα και τις βιογραφίες απ’ όσο έχεις συνειδητοποιήσει η ψυχασθένεια γενικά έχει τη τιμητική της.
Σήμερα θα εξετάσουμε την περίπτωση ενός εκ των πιο φιρμάτων ψυχασθενών καλλιτεχνών, του Louis Wain. Σίγουρα έχει πάρει το μάτι σου εκείνη τη σειρά σχεδίων με τις γάτες, όπου ο καλλιτέχνης σιγά σιγά -καθώς η κατάσταση της ψυχικής του υγείας επιδεινώνεται- αποδομεί τη μορφή μιας γάτας, η οποία καταλήγει να είναι ένα αραβούργημα που λίγο φέρνει σε γατί.
Σε αυτό το σημείο, είμαι υποχρεωμένη να έρθω και να κλοτσήσω χαρούμενα την mainstream εκδοχή, η οποία θέλει δαύτους τους πίνακες να είναι δημιουργημένοι σε χρονική σειρά και συνέχεια και να δείχνουν την σταδιακή κατάπτωση της ψυχικής υγείας του καλλιτέχνη μας — “κλωτσιά – κλωτσιά – κλωτσιά“.
Η αλήθεια είναι πως ο Louis Wain (ελληνικά: Λούι Γουέιν) όσο καιρό βρισκόταν μέσα στο ψυχιατρείο πειραματιζόταν με διάφορα ζωγραφικά ύφη, από πιο ρεαλιστικά μέχρι πιο abstract και ποτέ δεν χρονολογούσε τα έργα του. Αυτό σημαίνει πως η χρονολόγηση, η οποία έγινε από έναν ψυχίατρο, όχι μόνο είναι αυθαίρετη αλλά υπήρξε με μοναδικό σκοπό να αποδείξει μια γραμμική εξέλιξη στην αναλογία ψυχικής κατάστασης- έργου του καλλιτέχνη, πράγμα που την βγάζει λίγο πολύ άκυρη.
Ωραία, αφού λιώσαμε στοργικά αυτό το misconception με τις μπότες μας, πάμε να χωθούμε στη ζωή του Louis Wain και να δούμε τι έγινε με τη πάρτη του και πως από καταξιωμένος καλλιτέχνης κατέληξε να γίνει τρόφιμος ψυχιατρείου.
Ο Louis William Wain (όπως είναι ολόκληρο το όνομά του) γεννήθηκε στις 5 Αυγούστου του 1860 στο Clerkenwell του Λονδίνου από Βρετανό πατέρα και Γαλλίδα μητέρα.
Ήταν ο πρωτότοκος και ο μόνος γιος από τα έξι παιδιά της οικογένειας και αρκετά άτυχος από τα γεννοφάσκια του μιας και ήρθε ετοιμοπαράδοτος στο κόσμο μας με μια χαρούμενη λαγωχειλία, εξαιτίας της οποίας οι γονείς του δεν τον έστελναν σχολείο μέχρι να πατήσει τα δέκα — μιας και αυτό ήταν ρητή εντολή του γιατρού που τον ξεγέννησε και οι γιατροί είναι αλάνθαστοι, πράγμα που μπορούν να σου επιβεβαιώσουν ο θείος Marcel και ο θείος Josef.
Αλλά και όταν τον έστειλαν στο σχολειό, ο δικός μας δεν χαμπάριαζε και πολλά. Προτιμούσε το σκασιαρχείο και συνήθως επένδυε τον χρόνο που κέρδιζε από τις κοπάνες του στο να τριγυρνάει στο Λονδίνο γυρεύοντας μπελάδες. Κοντεύοντας την ενηλικίωση όμως, ο μικρός ταραξίας έπρεπε κάπως να καλουπωθεί, κάπως να αναλάβει έναν κοινωνικά αποδεκτό ρόλο και όχι να το παίζει Oliver Twist.
Οπότε οι γονείς του τον έστειλαν στο West London School of Arts να γίνει καλλιτέχνας. Εντάξει, οι καλλιτέχνες δεν θεωρούνται πολύ “νορμάλ” άνθρωποι και συχνά δεν χρίζουν αποδοχής, αλλά κάποια ανοχή – και μερικές φορές εκτίμηση – υπάρχει για την πάρτη τους.
Στα καπάκια, μετά το τέλος της φοίτησής του στη σχολή, δούλεψε ως δάσκαλος εκεί για μια μικρή χρονική περίοδο. Αυτή η δουλειλα καθ’ όπως φάνηκε έγινε ζωτικής σημασίας, όταν ο πατέρας Wain τους άφησε χρόνους καθιστώντας τον, 20χρονο τότε, Louis προστάτη της οικογένειας και υπεύθυνο για την οικονομική συντήρηση αυτής.
Εδώ μάλλον πρέπει να σημειώσω πως για κάποιο λόγο -τον οποίο δε μπορούμε να γνωρίζουμε- και οι πέντε αδερφές του Wain δεν παντρεύτηκαν ποτέ αλλά παρέμειναν προσκολλημένες στη μητέρα τους, για όσο ζούσε αυτή — ο μπαρμπα – Sigmud θαρρώ θα μπορούσε να βγάλει στο γόνατο μια πολύ ωραία θεωρία πάνω σε αυτή τη περίπτωση, ρουφώντας παράλληλα χαρωπά τη λευκή σκόνη που του προκαλούσε γλυκές τσίτες.
Όπως και να’χει το να σου φορτώνεται η υποχρέωση να θρέψεις 6 στόματα από τόσο νεαρή ηλικία δεν είναι και πολύ ευκολάκι. Ο Louis όμως δεν κώλωσε εξαιτίας αυτής της κατάστασης. Κάθε άλλο, άφησε το δασκαλίκι κατά μέρους και κυνήγησε freelance ζωγραφική καριέρα, από την οποία κατάφερε να έχει αξιοσέβαστες απολαβές.
Τα ζωγραφικά του θέματα ήταν κυρίως τοπία και ζώα, τα οποία απέδιδε με εντυπωσιακή ακρίβεια, πράγμα που τον έκανε περιζήτητο για τέτοιου είδους απεικονίσεις, κυρίως σε γκραβούρες γεωργικών επιδείξεων.
Στα 23 του παντρεύτηκε την παιδαγωγό των αδερφών του, την Emily Richardson, η οποία του έριχνε μια δεκαετία, πράγμα που εκείνο τον καιρό θεωρούταν λίγο πολύ σκανδαλώδες, αλλά αγνοώντας τα αγκυλωμένα κοινωνικά “πρέπει” σαν καλός απροσάρμοστος καλλιτέχνας, έκανε το δικό του.
Μετά το γάμο το ζεύγος μετακόμισε στο Hampstead στο βόρειο Λονδίνο για να ζήσει τον έρωτά του μακριά από την καταπιεστική φαμίλια του Louis.
Το κακό είναι πως το γλυκό του έρωτα τους έκοψε από νωρίς, όχι γιατί τους έφυγε ο ενθουσιασμός, αλλά επειδή η Emily είχε έναν ανεπιθύμητο επισκέπτη στο στήθος της, ο οποίος άκουγε στο όνομα “καρκίνος“.
Την περίοδο των τριών ετών όπου η Emily πάλευε με τον κάνσερο, ο Louis έκανε ότι περνούσε από το χέρι του για να απαλύνει το ψυχικό της ζόρι. Μέσα σε αυτά που έκανε ήταν να εκπαιδεύσει τον γάτο τους τον Peter να κάνει κόλπα για να διασκεδάζει την Emily, ενώ παράλληλα είχε επιδοθεί στο να τον ζωγραφίζει, μάλλον επειδή περνούσε πολλές ώρες μαζί του.
Έχοντας μαζέψει μπόλικο υλικό με την αφεντογατομουτσούνα του Peter, η Emily τον ενθάρρυνε να το δημοσιεύσει. Παρόλο που κάτι τέτοιο δεν έγινε για τα εν λόγω σχέδια, μετά τον θάνατό της, ο Louis συνέχισε να ζωγραφίζει γατιά και ως ήταν φυσικό η γατοδουλειές του άρχισαν σιγά-σιγά να δημοσιεύονται.
Με την πάροδο των χρόνων οι γάτες που ζωγράφιζε ο Wain άρχισαν να αποκτούν έντονα ανθρωπομορφικά στοιχεία: στέκονταν στα δύο πόδια, φορούσαν ρούχα και είχαν ανθρώπινες εκφράσεις. Μπορεί να σου φαίνεται περίεργο, αλλά οι ζωγραφιές ανθρωπόμορφων ζώων κατά την Βικτωριανή εποχή είχαν πολλή πέραση, με αποτέλεσμα η δουλειά του Wain να πουλάει και να δημοσιεύεται σε πολλά έντυπα.
Υποπτεύομαι πως και το φετίχ με τα furries κάπου εκεί άρχισε να διαμορφώνεται στο πανανθρώπινο υποσυνείδητο, άσχετα που πήρε το όνομα του και άρχισε να σκάει προς την συνειδητή επιφάνεια περί το 1980 — τέλος πάντων βγαίνω εκτός θέματος με το furry fandom, για περισσότερα πάνω σε αυτό πέρνα από τον γούγλη.
Ο ίδιος ο Wain έλεγε πως οι γάτες του ήταν παρωδία των ανθρώπων και των συνηθειών τους, ενώ το είχε χούι να συχνάζει σε καφενέδες και να σκιτσάρει ανθρώπους, διατηρώντας όσο μπορούσε τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά τους, αλλά κάνοντας τους να μοιάζουν με γάτες. Γαματούτσικο αν θέλεις την άποψη μου, τόσο γαματούτσικο που σκέφτομαι να προτείνω στον καθηγητή μου να μας το βάλει για άσκηση.
Για μια 30ετία περίπου, οι δουλειές πήγαιναν περίφημα και ο ίδιος ήταν κάτι παραπάνω από δουλευταράς, βγάζοντας περίπου 100 έργα το χρόνο. Not bad at all!
Το πρόβλημα ήταν πως παρά τη πέραση της δουλειάς του δεν το είχε καθόλου στο οικονομικό κομμάτι. Όχι τόσο γιατί ήταν σπάταλος, όσο επειδή ήταν ακόμη υπεύθυνος στο να υποστηρίζει οικονομικά τις αδερφές και τη μάνα του και κυρίως επειδή συνήθιζε να κλείνει τελείως ασύμφορες συμφωνίες, να χαρίζει έργα του χωρίς να διεκδικεί πνευματικά δικαιώματα και -το πιο κακό- να πέφτει συνεχώς θύμα διαφόρων con artists.
Εξαιτίας της ευπιστίας δαύτης λοιπόν άρχισε να τρώει και τη κατρακύλα του. Για την ακρίβεια το 1907 πήγε στη Νέα Υόρκη για να φτιάξει μια σειρά από στριπάκια. Πέρα απ’ το ότι εκεί ο Τύπος τον διέσυρε γιατί τόλμησε να εκφέρει αρνητική άποψη για τη πόλη, επένδυσε τα λεφτά του στη κατασκευή ενός καινούριου τύπου λάμπας λαδιού, η οποία όπως μάλλον μαντεύεις ήταν κονιλίκι τρελό, με αποτέλεσμα στο τέλος να γυρίσει πίσω στη Βρετανία σχεδόν άφραγκος.
Στα δύσκολη οικονομική κατάσταση εκείνης της περιόδου ήρθε να προστεθεί ο θάνατος της μητέρας του καθώς και η πλέον απαξίωση της δουλειάς του από το βρετανικό κοινό, πράγμα που σήμαινε ακόμα μεγαλύτερα χάλια.
Και επειδής ο δικός μας είχε ήδη ζόρια στο να ξεχωρίζει τα όρια του πραγματικού και του φανταστικού (εξ ου και η ευπιστία του απέναντι στους επαγγελματίες φουμαρολόγους), όλες αυτές οι καταστάσεις τον ζόρισαν ακόμα πιο πολύ να σου ήρθε η σχιζοφρένεια και του χτύπησε τη πόρτα — είχαν ήδη ιστορικό ψυχασθένειας στη φαμίλια του άλλωστε.
Έτσι άρχισε να φοβάται και να πιστεύει πως όλοι θέλουν το κακό του, να είναι επιθετικός (ιδίως απέναντι στις αδερφές του), να πιστεύει σε παράλογα πράγματα (όπως ας πούμε πως το τρεμοπαίξιμο της οθόνης του σινεμά κλέβει τον ηλεκτρισμό από τους εγκεφάλους των ανθρώπων), να περιπλανιέται ασκόπως στους δρόμους και να τρώει τον χρόνο του σε ανούσια πράγματα και φυσικά να απομονώνεται από τους ανθρώπους τριγύρω του.
Εικάζεται πως αυτή η αλλαγή στη συμπεριφορά του προκλήθηκε από τοξοπλάσμωση – έλα πήγαινε μία στη τελευταία παράγραφο εδώ να σου ‘ξηγήσει τον Στέλιο το όνειρο. Βλέπεις, ο Louis μετά τον θάνατο της γυναίκας του είχε γίνει κατ’ εξοχήν γατόφιλος – σκέψου πως ήταν και πρόεδρος του National Cat Club και μπλεγμένος με διάφορες γατο-οργανώσεις – οπότε με τόση γάτα, όλο και από κάπου θα την άρπαξε, πράγμα που κάνει την εικασία περί τοξοπλάσμωσης να στέκει αρκετά.
Επειδή η όλη κατάσταση με την πάρτη του είχε τραβήξει για πολύ καιρό και οι αδερφές του δεν άντεχαν πλέον να συζούν με τον τρελάκια και κατά περιόδους επικίνδυνα βίαιο αδερφό τους, αποφάσισαν να τον βάλουν στο ίδρυμα. Τον πέταξαν στο Springfield Mental Hospital το 1924 και θα τον άφηναν να σαπίσει εκεί, αν δεν γνωστοποιούταν η ιστορία του ένα χρόνο αργότερα.
Μετά την γνωστοποίησή τη,ς ο H.G. Wells και μερικοί ακόμη νοματαίοι κίνησαν διαδικασίες για να τον πάρουν από το εν λόγω ίδρυμα.
Οπότε ο Wain με τις ευλογίες των υποστηριχτών του μεταφέρθηκε στο Bethlem Royal Hospital και μετέπειτα, το 1930 στο Napsbury Hospital του βόρειου Λονδίνου. Εκεί στο Napsbury τα πράγματα ήταν καλά. Είχε κήπο, γατούλες και την ελευθερία να σουλατσάρει και να ζωγραφίζει.
Εκεί, για τα επόμενα 20 χρόνια περίπου, θα ζωγράφιζε γάτες δίνοντας άθελα του τροφή για ένα από τα συνηθέστερα λάθη σε text books ψυχολογίας και μερικά από τα πιο trippy σχέδια του 20ου αιώνα, χωρίς να έχει κατεβάσει κάποιο από τα ψυχεδελικά που κούμπωνε o παλαβός θείος σου στα 60′s. Πέθανε πριν κλείσει τα 79, στις 4 Ιουλίου του 1939.
Λύσαμε τις παρεξηγήσεις, είδαμε τον βίο και τη δουλειά του μπάρμπα Louis Wain, οπότε ελπίζω να μου είσαι ευχαριστημένο και χορτασμένο για σήμερα.
Θα τα πούμε από εβδομάδα, μάλλον με λιγότερη τρέλα — εν τούτοις δεν παίρνω και όρκο! Έτσι για να μη σας τάζω λαγούς με πετραχήλια.