ΑρχικήΤι είναιPierre-Auguste Renoir: Χρώματα, αρώματα και Ιμπρεσιονισμός

Pierre-Auguste Renoir: Χρώματα, αρώματα και Ιμπρεσιονισμός

Αγαπητέ αναγνώστη, υπάρχουν φάσεις και καταστάσεις που σοβαρά με κάνουν να θέλω να χτυπήσω το κεφάλι μου στη πλησιέστερη στερεή, σκληρή και επίπεδη επιφάνεια που υπάρχει στο χώρο.

Βλέπεις, όταν αναγκάζεσαι να έρθεις αντιμέτωπος με άτομα που αναρωτιούνται “γιατί το κράτος να θέλει το κακό μας με το νέο νομοσχέδιο που προσπαθεί να περάσει για τα ελληνικά ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης;” γνωρίζεις πως κάτι,τουλάχιστον σε γνωστικό και αντιληπτικό επίπεδο, δεν πάει και πολύ καλά στα μυαλά των ανθρώπων εκεί έξω.

Πρέπει επιτέλους όμως, κάποιος να δώσει σε αυτούς τους μπερδεμένους ανθρώπους μια κάπως πιο λειτουργική οπτική πάνω στο ζήτημα “τι στ’ ανάθεμα θέλει το κράτος από εμάς;“.

Εδώ φοράω μανδύα, γενειάδα και σανδάλια και σκάω μύτη ωσάν Προμηθεύς, παρόλο που τελειώσαν οι απόκριες, να πω δυο λογάκια, τα οποία ελπίζω να μειώσουν τις πιθανότητες να ακούσω στο μέλλον πράγματα που θα κάνουν τον πολύτιμο εγκέφαλο μου να αποκτήσει τάσεις φυγής προς το πάτωμα.

Άκου λίγο μια πιο ωραία εκδοχή της όλης κατάστασης φίλος: το Κράτος, οποιοδήποτε κράτος, σε οποιαδήποτε ιστορική περίοδο της ανθρωπότητας, ποτέ, Μα ποτέ δεν είχε σαν αυτοσκοπό το να βλάψει τον ευρύ του πληθυσμό. Κράτος χωρίς ευρύ πληθυσμό δεν υφίσταται άλλωστε. Αυτό όμως παράλληλα δεν σημαίνει πως οποιαδήποτε κράτος, αρχή, άρχουσα τάξη, or call it however you want, κόπτεται για το καλό “του κοσμάκη“, της πλειοψηφίας.

Η πλειοψηφία στα χέρια των αρχόντων, αποτελούσε πάντα ένα εργαλείο, ένα μέσο για την ευημερία της τάξης τους και τη λειτουργία του εκάστοτε συστήματος — που πάλι υπήρχε και υπάρχει για να τους υπηρετεί. Όταν χρησιμοποιείς ένα εργαλείο, σίγουρα δεν έχεις σκοπό να το σπάσεις, αφού σου χρησιμεύει.

Το θέμα είναι πως αν σου χαλάσει, δε θα πολυσπαστείς, απλά θα το αντικαταστήσεις με ένα άλλο. Πως πάει αυτό σε αναλογία “λαουτζίκου” και “άρχουσας τάξης“; Κάπως έτσι: “Δεν σε αντιμετωπίζω σαν ανθρώπινο ον, αλλά σαν μέσο για τη δική μου καλοπέραση. Δεν με ενδιαφέρει το αν θα προκόψεις, βγάλε άκρη μόνος σου, εγώ θα κάνω τα κουμάντα μου για το δικό μου συμφέρον και αν αυτό σε καταπατάει, πολύ που αφοδεύτηκα.”

Επομένως, οι προύχοντες δεν είναι κακοί, με τον τρόπο που θέλει η πλειοψηφία να τους έχει μέσα στο κεφάλι της, σαν απρόσωπους evil overlords, που προσεγγίζουν τον Ganondorf σε κακία και μεγαλομανία. Οι προύχοντες είναι απλά αρκετά ασυνείδητοι, όσον αφορά τα καθήκοντα που θα έπρεπε να έχουν σαν επικεφαλής οποιουδήποτε συνόλου.

Από αυτήν την ασυνειδησία προκύπτει και ο παρτακισμός τους και από αυτόν τον παρτακισμό προκύπτουν όσα κοινωνικά στραβά προέρχονται “από πάνω προς τα κάτω“, χωρίς να σημαίνει πως δεν υπάρχει και η αντίστροφη ροή -η οποία λειτουργεί λιγότερο σίγουρα-, καθώς και η “οριζόντια καταπίεση” σε κάθε τάξη.

Σε καμία περίπτωση πάντως δεν νοιάζονται, στο μεγαλύτερο μέρος τους έστω, για τη γενική ευημερία του συνόλου. Σκούντηξε το μέσα στο κεφάλι σου αυτά τα παραπάνω και άφησε τα να παραμείνουν εκεί σαν χαρούμενο, βοηθητικό και kinky buttplug.

Σε βλέπω όμως, πάλι με την ερώτηση στο στόμα είσαι. Θέλεις διακαώς να ρωτήσεις: “προς τι αυτό το λογύδριο;“. Η απάντηση είναι λιγότερο σύνθετη απ’ όσο θα ήθελες να νομίζεις: απλά δεν ήξερα τι να σου γράψω για εισαγωγή και είπα να εκθέσω έτσι στα γρήγορα ένα μικρό συμπέρασμα από τους προβληματισμούς που με δέρνουν αυτές τις μέρες — τι, μόνο ο Τάκης έχει το δικαίωμα στις αλλοπρόσαλλες και εκτός θέματος εισαγωγές;

Κατά τ’ άλλα η βιογραφία του σημερινού άρθρου δεν πρόκειται να σου πέσει βαριά. Σήμερα θα δούμε τη ζωή του γλυκούλη Pierre-Auguste Renoir, ιμπρεσιονιστή ζωγράφου, θα πάρουμε μια γεύση από την όμορφη φωτεινή δουλειά του και θα ρίξουμε ένα γρήγορο βλέφαρο στη φάση του Ιμπρεσιονισμού.

Τρέξε γυμνό κάτω από τον ηλιόλουστο ανοιξιάτικο ουρανό, καρκάδι μου και έλα να πάρεις τον Renoir σου:

Ο Pierre-Auguste Renoir (ελληνικά: Πιερ Ωγκύστ Ρενουάρ) γεννήθηκε το 1841 στις 25 Φεβρουαρίου στο Παρίσι. Προερχόταν από οικογένεια εργατών και ήταν το έκτο από τα κουτσούβελά τους. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να βγει από νωρίς στη λεγόμενη “βιοπάλη” και να φάει τα παιδικά του χρόνια δουλεύοντας στο εργοστάσιο πορσελάνης των αδερφών Lévy. Από εκείνη την περίοδο κιόλας είχε αρχίσει να δείχνει κλίση και ταλέντο του στη ζωγραφική, με αποτέλεσμα να του δοθεί το task της διακόσμησης των πορσελάνινων σκευών που παρήγαγε η φάμπρικα των Lévy.

Πέρα από τις πορσελάνες, ζωγράφιζε και πάνω σε άλλα χρηστικά αντικείμενα, όπως βεντάλιες αλλά και εικονίσματα θρησκευτικού περιεχομένου. Παρά την εκπόρνευση της δουλειάς του βέβαια, ο ίδιος ονειρευόταν να γίνει μεγάλος καλλιτέχνας και όταν δεν τον είχαν κλεισμένο στο εργοστάσιο, έκοβε βόλτες στο Λούβρο χαζεύοντας και μελετώντας τις δουλειές των μεγάλων Γάλλων ζωγράφων, ελπίζοντας πως κάποια μέρα θα βρει τη θέση του ανάμεσα τους.

Το 1862, πατώντας τα 21 του χρόνια, αποφάσισε να αφήσει πίσω τις πορσελάνες, τις βεντάλιες και τις λοιπές αηδίες και να ασχοληθεί σοβαρά με το αντικείμενο που τον έκαιγε. Μπήκε υπό την εποπτεία του Charles Gleyre, ο οποίος είχε κάτω από τις ζωγραφικές του φτερούγες και άλλα ιμπρεσιονιστικά φιντανάκια εκτός από τον δικό μας. Ανάμεσα σε όλα αυτά τα φιντάνια βρισκόταν και ο Claude Monet, με τον οποίο ο Renoir έπιασε κολλητιλίκια.

Μέσα στη δεκαετία του 1860 λοιπόν, τα καλόπαιδα του Gleyre αντάμα με άλλους καλλιτέχνες του καιρού, άρχισαν να στήνουν το ζωγραφικό κίνημα του Ιμπρεσιονισμού.

Ναι σε βλέπω, εδώ μου θέλεις να σου ταΐσω τον ορισμό του Ιμπρεσιονισμού, σαν να ήταν μπριζολίτσα που αφήνει χαρούμενους ήχους και ζουμιά πάνω στη ψησταριά — οφείλεις να το παραδεχτείς άλλωστε, ότι νηστεύεις για χάρη της θρησκόπληκτης μάνας σου και για τα μάτια του κόσμου και πως μια πλασματική μπριζόλα δε θα σε χαλούσε καθόλου. Άφησε τα σάλια σου να τρέξουν άφθονα λοιπόν και τσίμπα ορισμό να στανιάρεις:

Τι είναι ο Ιμπρεσιονισμός

Ο Ιμπρεσιονισμός ήταν ζωγραφικό κίνημα, αποτελούμενο κυρίως από Γάλλους καλλιτέχνες, το οποίο γνώρισε μεγάλη αποδοχή και επιτυχία στις δεκαετίες του 1870 και 1880Όταν πρωτοεμφανίστηκε προκάλεσε αντιδράσεις στις τάξεις των εγκεφαλικά και εικαστικά παράλυτων τεχνοκριτικών.

Σαν όρος καθιερώθηκε από τον Louis Leroy, ο οποίος αναφέρθηκε σατυρικά σε αυτό το ζωγραφικό ύφος αντλώντας έμπνευση από τον πίνακα του Monet “Impression: Sunrise“.

Τεχνικά χαρακτηρίζεται από μικρές, έντονες και χειρονομιακές πινελιές, ιδιαίτερη έμφαση στην απεικόνιση του φωτός και στη κίνηση, χρήση της συσχέτισης βασικών-συμπληρωματικών χρωμάτων (ρώτα κάνα φίλο σου καλλοτεχνίτη), θέματα καθημερινά και απτά αποδοσμένα με ασυνήθιστες υποκειμενικές οπτικές.

Αξίζει να σημειωθεί επίσης πως σαν κίνημα, υπήρξε πρόδρομος των περισσότερων μοντερνιστικών ζωγραφικών κινημάτων του 20ου αιώνα — τα οποία επίσης προκάλεσαν καντήλες και κρίσεις επιληψίας τους κριτικούς τέχνης.

Εντάξει; Όλα καλά; Το τσακίσαμε το μπριζολίδι; Ναι; Ωραία. Πάμε να πιάσουμε τον Renoir από εκεί που τον αφήκαμε.

Ας συνεχίσουμε με το βίο και τα έργα του Pierre-Auguste Renoir

Το 1964 το παρισινό Salon, δέχτηκε μερικούς από τους πίνακές του, αλλά απ’ όσο φαίνεται δαύτοι πέρασαν κάπως στο ντούκου, χωρίς να δώσουν στον Renoir την εμπορική επιτυχία που χρειαζόταν. Βλέπεις το παλικάρι μας ήταν από εκείνους τους τύπους που δικαιολογούσαν με την ύπαρξή τους το στερεότυπο του μπατίρη καλλιτέχνη. Υπήρχαν περίοδοι δε, που δεν είχε λεφτά ούτε καν για να αγοράσει τα υλικά του. Πίκρα.

Μετά από αρκετά χρόνια χλευασμού ενάντια στους Ιμπρεσιονιστές, των οποίων τα έργα είχε καθιερωθεί να εκτίθενται στο Salon des Refusés, τα ιμπρεσιόνια μας οργανώθηκαν καλύτερα και έστησαν μια έκθεση ξέχωρη από το παρωχημένο θεσμό των Salon.

Έτσι, το 1974 ο κοσμάκης είδε έργα του Renoir και τον αγάπησε, άσχετα αν αυτός μετά το τέλος της έκθεσης πήγε και έκανε προσάναμμα τον πιο δημοφιλή από τους 6 πίνακες που εξέθεσε (ο τίτλος αυτού ήταν “Esmeralda Dancing with her Goat around a Fire”). Τι τον ώθησε σε μια τέτοια πράξη δεν μπορούμε να ξέρουμε, όσο και να μας τρώει ο κώλος μας για ιστορικό κουτσομπολιό.

Δύο χρόνια αργότερα, φιλοτέχνησε το “Dance at Le Moulin de la Galette“, το οποίο αποτελεί έναν από τους πιο γνωστούς του πίνακες, αλλά και ένα από τα πιο χαρακτηριστικά έργα του Ιμπρεσιονισμού.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1880 αποφάσισε να αφήσει για λίγο το Παρίσι και να ταξιδέψει. Ξεκίνησε πηγαίνοντας στην Αλγερία, την οποία είχε έντονα συνυφασμένη στο μυαλό του με το έργο του Eugène Delacroix και εκεί επιδόθηκε στις τοπιογραφίες.

Στη συνέχεια ανέβηκε προς Ευρώπη, έκανε μια στάση στη Μαδρίτη για να δει Velázquez και μετά ένα τουρ στην Ιταλία για να θαυμάσει δουλειές του Titian και Raphael. Μετέπειτα έκανε ένα πέρασμα από Σικελία, όπου γνώρισε και ζωγράφισε τον Wagner. Ξανακατέβηκε στην Αλγερία, όπου πέρασε μια υπέροχη πνευμονία η οποία του άφησε αναπνευστικά κουσούρια εφ’ όρου ζωής και μετά ανέβηκε στο νησί Guernsey και πέρασε όλο το καλοκαίρι του 1883 εκεί, ζωγραφικά χαριεντιζόμενος με τα γραφικά του τοπία.

Επιστρέφοντας στη Γαλλία, εγκαταστάθηκε στη Μονμάρτρη και άρχισε να ζωγραφίζει πιο επηρεασμένος από ποτέ από την αισθητική του Rococo, με πιο γνωστό έργο εκείνης της περιόδου το “The Bathers” στο οποίο ποζάρει η Suzanne Valadon, μία από τις μετέπειτα γνωστότερες γυναίκες ζωγράφους εκείνου του καιρού.

Στα έργα αυτής της περιόδου άφησε κατά μέρους τις παιχνιδιάρικες και νευρικές ιμπρεσιονιστικές πινελιές και δούλευε το χρώμα με πιο ομαλό και ήπιο τρόπο, δημιουργώντας κυρίως ζουμερές γυναικείες μορφές. Όταν τον ρωτούσαν πότε θεωρούσε πως ένας τέτοιος πίνακας έχει τελειώσει αυτός απαντούσε:

Ξέρω πως τα γυμνά μου είναι τελειωμένα, όταν νιώθω την ακατάσχετη επιθυμία να τους φιλήσω τον πισινό.

Προφανώς πέρα από το ότι ο Renoir άνηκε στη κατηγορία των “κωλανθρώπων” (δηλαδή των ανθρώπων που στο ψευτοδίλημμα “κώλος ή βυζιά;” απαντάνε “κώλος“) ήταν και κατάφορα παθιασμένος με τη δουλειά του.

Το 1890 παντρεύτηκε την Aline Victorine Charigot, με την οποία τραβιόταν από το 1885 και είχαν ήδη μαζί έναν γιο, τον Pierre. Κατά τη διάρκεια του γάμου τους απέκτησαν άλλους δύο γιους.

Μετά τον γάμο, η δουλειά του Renoir επικεντρώθηκε στην απεικόνιση σκηνών οικογενειακής θαλπωρής, χρησιμοποιώντας σαν μοντέλα την γυναίκα και τα παιδιά του, καθώς και την κουβερνάντα τους, η οποία ήταν η ξαδέρφη της Aline.

Αν περιμένεις όμως πως από εδώ και πέρα τα πράγματα ήταν ρόδινα για τον θείο Renoir, πλανάσαι πλάνην οικτρά (sic). Ο γλυκούλης μας, το 1892 παρουσίασε ρευματοειδή αρθρίτιδα η οποία ήρθε να προστεθεί πανηγυρικά στα ήδη υπάρχοντα αναπνευστικά προβλήματα που τον ζόριζαν. Καθώς άρχισε η αρθρίτιδα να κάνει όλο και πιο αισθητή την παρουσία της, ο δικός μας ξεκίνησε να έχει δυσκολίες στη δουλειά του.

Πέρα του ότι από ένα σημείο και μετά ήταν καθηλωμένος σε αναπηρικό καροτσάκι, τα χέρια του είχαν παραμορφωθεί και ο δεξιός του ώμος είχε αγκυλώσει. Αυτός δε μάσαγε όμως, ακόμα και με αυτά τα κουσούρια συνέχισε να ζωγραφίζει. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν κάποιον να του βάζει τα πινέλα στα χέρια και μια πατέντα με ροδάκια στο καβαλέτο του, ώστε να το μετακινεί όπου ήθελε μονάχος του. Οι δύσκολοι καιροί θέλουν κότσια και εφευρετικότητα βλέπεις.

Εκτός από το ότι παρέμεινε ζωγραφικά ενεργός, εκείνη την περίοδο πειραματίστηκε και με την δημιουργία γλυπτών σε συνεργασία με τον νεαρό γλύπτη Richard Guino, ο οποίος τον βοηθούσε στο πλάσιμο του πηλού.

Στα τελευταία του, ο θείος εγκατέλειψε το κατάλυμά του στη Νότια Γαλλία, όπου είχε εγκατασταθεί μήπως και την παλέψει περισσότερο με την αρθρίτιδά του και επέστρεψε για λίγο καιρό στο Παρίσι, μόνο και μόνο για να δει τα έργα του κρεμασμένα στο Λούβρο, δίπλα σε αυτά των ζωγράφων που θεωρούσε δασκάλους του. Το όνειρο μιας ζωής είχε πραγματοποιηθεί και ο μπάρμπας μας πλέον μπορούσε να αφήσει αυτό τον κόσμο με την ησυχία του, πράγμα που έκανε λίγο καιρό αργότερα, στις 3 Δεκεμβρίου του 1919, σε ηλικία 78 ετών.

Αυτά για την ζωή του θείου Pierre-Auguste Renoir. Απ’ όσα είδες εδώ για τη δουλειά του, θα διαπίστωσες πως χαρακτηρίζεται από ζωντάνια, φωτεινότητα, και μάλιστα με χαρακτήρα γλυκό κι ανάλαφρο, χωρίς όμως και σε καμία περίπτωση να θεωρείται αδιάφορη ή επιφανειακή η ζωή του.

Την επόμενη εβδομάδα σκοπεύω να σου ξαναέρθω με Ιμπρεσιονιστή ζωγράφο — guess who και θα πάρεις δεύτερη πλασματική μπριζόλα στα σχόλια!

That’s all folks. Πάω να πιω το τσάι μου.

Στέλιος Θεοδωρίδης
Στέλιος Θεοδωρίδης
Ο ήρωας μου είναι ο γάτος μου ο Τσάρλι και ακροάζομαι μόνο Psychedelic Trance
RELATED ARTICLES

Πρόσφατα άρθρα

Tηλέφωνα έκτακτης ανάγκης

Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος: 11188
Ελληνική Αστυνομία: 100
Χαμόγελο του Παιδιού: 210 3306140
Πυροσβεστική Υπηρεσία: 199
ΕΚΑΒ 166