Η Marriott International δήλωσε χθες (30 Νοεμβρίου 2018) ότι χάκερς απέκτησαν πρόσβαση σε περίπου 500 εκατομμύρια αρχεία πελατών στο σύστημα κρατήσεων του Starwood Hotels σε μια επίθεση που ξεκίνησε πριν από τέσσερα χρόνια, με αρνητικό αποτέλεσμα να εκτεθούν ευαίσθητες πληροφορίες, όπως ο αριθμός διαβατηρίου και τα στοιχεία τις κάρτας πληρωμών.
Μετά το άκουσμα αυτής της εξωφρενικής ειδήσεις, οι μετοχές της εταιρείας μειώθηκαν κατά 5,7%, και στην πραγματικότητα αυτό το περιστατικό είναι ένα από τα μεγαλύτερα στην ιστορία του κυβερνοεγκλήματος, η οποία ώθησε τις ρυθμιστικές αρχές της Μεγάλης Βρετανίας και τουλάχιστον άλλων πέντε Πολιτειών στις ΗΠΑ να ξεκινήσουν έρευνες αναφορικά με αυτό το ζήτημα.
Το Ομοσπονδιακό Γραφείο Διερεύνησης (αγγλικά: Federal Bureau of Investigation) δήλωσε ότι εξετάζει ενδελεχώς την επίθεση εναντίον του Starwood Hotels, στην οποία ανήκουν γνωστά εμπορικά σήματα που περιλαμβάνουν τα ξενοδοχεία Sheraton, St. Regis, W και Westin. Επίσης η συγκεκριμένη υπηρεσία ενημέρωσε τους επηρεαζόμενους πελάτες πως υπάρχει σοβαρό ενδεχόμενο οι πληροφορίες της ταυτότητας τους να βρίσκονται στα χέρια απατεώνων και αν παρατηρήσουν κάποια ύποπτη δραστηριότητα να το αναφέρουν στο Κέντρο καταγγελιών για Εγκλήματα στο Διαδίκτυο (αγγλικά: Internet Crime Complaint Center).
Οι χάκερς ξεκίνησαν να επιτίθενται στη συγκεκριμένη εταιρεία από το 2014, όπου ένα χρόνο πριν η Marriott προσφέρθηκε να αγοράσει τοην Starwood Hotels για να δημιουργήσει τον μεγαλύτερο διαχειριστή ξενοδοχείων στον κόσμο. Τελικά η συμφωνία ύψους 13,6 δισεκατομμυρίων δολαρίων έκλεισε τον Σεπτέμβριο του 2016.
Περίπου 327 εκατομμύρια αρχεία πελατών που περιέχουν σημαντικές πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων διαβατηρίου, ημερομηνιών γεννήσεως, διευθύνσεων, αριθμών τηλεφώνου και διευθύνσεων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, εκτέθηκαν και πιθανόν να βρίσκονται στην κατοχή επικίνδυνων κυβερνοεγκληματιών, σύμφωνα με την εταιρεία.
Οι χάκερ είχαν επίσης πρόσβαση σε δεδομένα πιστωτικών ή χρεωστικών καρτών για έναν μη ανακοινωμένο αριθμό πελατών, ανέφερε η εταιρεία.
O Mark Rasch, πρώην εισαγγελέας εγκλημάτων στον κυβερνοχώρο στις ΗΠΑ, δήλωσε: Οι παράγοντες που καθιστούν ως ιδιαίτερα σοβαρό αυτό το περιστατικό είναι ο αριθμός των εμπλεκόμενων ατόμων, η κλοπή των δεδομένων που ελήφθησαν από τους επιτιθέμενους και η μεγάλη καθυστέρηση μεταξύ της παραβίασης και της ανακάλυψης του συμβάντος».