Άρθρο της Άννας Αμανατίδου.
Το κάπνισμα είναι μια από τις πιο βρώμικες και βλαβερές συνήθειες τις οποίες έχω βιώσει. Το είχα αρχίσει στα 3 μου όταν βρήκα ένα τσιγάρο αναμμένο στο πάτωμα, τότε δεν ήξερα ότι πρέπει να ρουφάς και όχι να φυσάς, οι μεγάλοι το παθαίνουν με το alcohol test. Εντάξει, ας το πάμε από την αρχή…
Είμαι η Άννα, και έκοψα το κάπνισμα, είμαι καθαρή εδώ και πολύ καιρό. Το κάπνισμα είναι μια από τις πιο βρόμικες και βλαβερές συνήθειες τις οποίες έχω βιώσει (το τοπίο θολώνει, παίζει μια παραμυθένια αργή μουσική, μεταφερόμαστε στο παρελθόν… μπουυυυυυ).
Το είχα αρχίσει στα 17 μου. Μάλλον από περιέργεια ή για να δείχνω και να νιώθω «in» και να αποτρέπω την πιθανότητα να απορριφθώ από δημοφιλείς φίλους. Γιατί κάπνιζα και ήμουν “περπατημένη” και δημιουργούσα τις ανάλογες (παραπλανητικές) εντυπώσεις – άμυνες. Τώρα που αναρωτιέμαι πώς θα ήτανε το θέαμα ένα κοριτσάκι 17 χρονών φρέσκο και υγιές να δηλητηριάζει δημοσίως τον εαυτό του, να εκδιώχνει με έπαρση την τρυφερή του παιδικότητα, αισθάνομαι μια διαπεραστική τύψη που αγγίζει τα όρια της σιχαμάρας.
Στην πορεία η συνήθεια ήταν περισσότερο ψυχαναγκαστική ή τεχνική (να μην μένουν ξεκρέμαστα τα χέρια και οι κινήσεις άβολες) παρά σωματική ανάγκη (αν δεν καπνίσω δεν μπορώ, τρέμω σύγκορμη και έχω νεύρα).Το είχα κόψει και το είχα ξαναρχίσει πολλές φορές. Επέστρεφα πάντα κοντά του χωρίς ουσιαστικό λόγο και δικαιολογούσα την επιστροφή αυτή επιφανειακά, ρίχνοντας το βάρος της μικρής αυτής καταστροφής σε προβλήματα – μικροκαταστάσεις (του στυλ «αύριο δίνω μάθημα») που δεν μου είχαν ζητήσει τίποτα περισσότερο από λίγο μυαλό, λίγη σκέψη, λίγο χρόνο. Επίπλαστα άγχη, σαχλαμάρικες διοχετεύσεις τους, που αυτό το οποίο κουκούλωναν βασικά ήταν η βαθύτερη ανάγκη μου να πλασάρω ένα εαυτό με τη συγκεκριμένη μόστρα «τσιγάρο στο χέρι».
Όσες φορές είχα προσπαθήσει οργανωμένα να κόψω το τσιγάρο δεν τα κατάφερα. Και ήτανε πολλές οι φορές που επιχείρησα καλά προγραμματισμένες διοργανώσεις, που το ανακοίνωσα παντού με φανφάρες και μεγαλοδηλώσεις, που δεσμεύτηκα παντού, που μετρούσα πολύ, που θριάμβευα για την κάθε ανούσια πρόοδο των ωρών, ημερών, μηνών, χωρίς νικοτίνη. Ίσως κάθε τέτοια φορά να ήξερα ότι θα επέστρεφα (αυτό ουσιαστικά να μου έδινε την ψευδοϋπομονή που χρειαζόταν η προσπάθεια μου) αφού δεν ήθελα πραγματικά να το κόψω το ρημάδι, ήθελα απλά να πείσω τον εαυτό μου πως μπορώ να το κόψω, στη συνέχεια να του αφήσω την καθησυχαστική επιλογή «ναι μπορείς όποτε θέλεις να το κόψεις, το έχεις δοκιμάσει» και τη θρασύτατη – τάχα αποσιωπητική – απάντηση «εγώ καπνίζω γιατί θέλω». Και ήταν ένα θέλω – κατάντια που επιβίωνε σχεδόν σε όλα.
Μεγάλωσα, πέρασα εγκυμοσύνες, προβλήματα υγείας, σοβαρά χειρουργεία, όλοι μου έλεγαν ότι πρέπει να κόψω το κάπνισμα, αλλά το κάπνισμα ήταν πάντα εκεί, απαγορευμένο και νοστιμότερο. Έτυχε φορά που ήμουνα σε νοσοκομείο με τη χειρουργική ρόμπα και τον κώλο έκθετο και πήγα τσάκα-τσάκα στο παράθυρο μισοζαλισμένη να κρεμαστώ να κάνω τζούρα. Και τώρα φέρνω ξανά το μυαλό μου την εικόνα μου, μητέρα πια, να κρατάω στην αγκαλιά μου τρυφερά μωρά και η μόνη μυρωδιά που έχω να τους προσφέρω να είναι αυτή του τσιγάρου. Και για τα ένστικτα και τις αισθήσεις που έχω αποστερήσει από τα παιδιά μου είμαι αδικαιολόγητη (…και μελό – η ομάδα αρχίζει να συγκινείται “αχ”… ).
Το τσιγάρο ήταν πάντα εκεί. Ήξερα τις βλαπτικές του επιπτώσεις, είχα επιστημονικά σχηματισμένη αντικαπνιστική άποψη, είχα την κακιά εμπειρία, αλλά κάπνιζα. Πετούσα το πακέτο για να το κόψω – τάχα – και αγόραζα άλλο πακέτο, μου έμενε απλά ο κόπος να κατεβώ να πάω μέχρι το περίπτερο, να ρίξω τα μούτρα μου στον περιπτερά, και τα έξοδα. Έβγαζα από τη τσάντα μου τα τσιγάρα όταν πήγαινα κάπου και απλά έκανα τράκα σαν πρεζάκι που ζητάει 1 ευρώ “έχεις ένα τσιγάρο;” Όταν δεν είχα σταχτοδοχείο χρησιμοποιούσα μαεστρικά το φλυτζανάκι του καφέ, πώματα, ήμουν εφευρετικότατη στη διαχείριση της ετοιμόρροπης στάχτης. Δεν είχα φτάσει φυσικά μέχρι το στριφτό, αυτό είναι το μαράζι μου, η ημιμάθειά μου.
Μέχρι πριν αρκετούς μήνες που δεν τους μετράω. Μπορεί να’ναι 8, μπορεί 12, μπορεί και παραπάνω. Έκοψα το κάπνισμα! Όχι γιατί συνέβηκε κάτι συνταρακτικό και μεγάλο και πήρα τη μεγάλη απόφαση. Όχι γιατί έβαλα βαθύ στόχο να σεβαστώ τις ζωούλες που ανέλαβα να μεγαλώσω, όχι γιατί αποφάσισα να σεβαστώ την υγεία μου και τη ζωή μου, όχι για κάποιο άλλο από τους σοβαρούς λόγους που θα υποκινούσαν κάθε νορμάλ άνθρωπο. Χωρίς πρόγραμμα, χωρίς στόχο, χωρίς προσπάθεια λοιπόν, χωρίς συμπτώματα. Ξύπνησα μια μέρα, άναψα ένα τσιγάρο με τον πρωϊνό καφέ, κι ενώ μέχρι εκείνη τη στιγμή ο συνδυασμός ήτανε must, εκείνη τη στιγμή κάτι συνέβη ουρανοκατέβατο και ήταν κάτι εντελώς ξένο. Ένιωσα όλη τη φαρμακίλα να διαποτίζει το στόμα μου και στην τρίτη τζούρα το έσβησα, χωρίς καν να το τελειώσω. Το έσβησα, πέταξα το σχεδόν γεμάτο πακέτο και απλά ήταν σα να μην κάπνισα ποτέ.
Είχα αποδώσει, μεταξύ σοβαρού και αστείου, την ξαφνική μεταστροφή μου στο ότι είμαι ένα ψυχολογικά ασταθές πλάσμα που τείνει να αλλάζει προσωπικότητες, και ανέμενα και αναμένω ένα πρωί ότι θα ξυπνήσω και θα αποκτήσω και πάλι νέες ή διαφορετικές συνήθειες, θέλοντας να ξεκινήσω τη μέρα μου σαν ένα άλλο πλάσμα, διαφορετικό. Θα φοράω γόβες, φουστάνια και κοσμήματα, θα βάφομαι σαν τούρκικη λατέρνα, θα πίνω χυμούς, θα τρώω σαλιγκάρια, ψάρια και ταραμοσαλάτα, θα πηγαίνω σε clubs και μπουζούκια, θα ακούω Νίνο.
Έτσι στα καλά καθούμενα λοιπόν έκοψα το κάπνισμα. Και έχοντας αποκτήσει τη δική μου μοναδική μυρωδιά πλέον δεν θέλω να τη χάσω με τίποτα (… η ομάδα με οσφύζεται)… δεν θέλω να ξανακαπνίσω.
Φυσικά δεν κάνω τα κλασικά σπαστικά να βγάζω τον άντρα μου να καπνίσει κουλουριασμένος στο μπαλκόνι σαν άστεγος περιθωριακός γέρος, να βάζω χαρτομάντηλα στα σταχτοδοχεία ή να τα εξαφανίζω, δεν με ενοχλεί ο καπνός των άλλων όταν αυτός είναι σε μια λογική απόσταση και δεν δημιουργεί ντουμάνι που εισχωρεί επίμονα στα δικά μου ρουθούνια, δεν έγινα φανατική αντικαπνίστρια όπως κάποιοι που έχουν κόψει το κάπνισμα και έχουν περάσει στην αντίπερα όχθη. Απλά δεν καπνίζω, μου είναι δυσάρεστη η μυρωδιά και ο καπνός του τσιγάρου, ειδικά ότι μένει στα σταχτοδοχεία, στο δέρμα και στα ρούχα.
Ίσως ο καθένας να έχει τον τρόπο και την κατάλληλη στιγμή του να κόψει το κάπνισμα. Η δική μου κατάλληλη στιγμή ήταν σαν μια φυσιολογική εξέλιξη μιας μη προγραμματισμένης μέρας. Συνήθισα την απουσία του τσιγάρου χωρίς μέτρημα, νοσταλγίες, χαζά υποκατάστατα και κλεφτά πισωγυρίσματα. Εύχομαι σε όλους να βρουν τον τρόπο τους, τη στιγμή τους, εφόσον το θέλουν ή πρέπει, να απαλλαγούν και οι ίδιοι από το τσιγάρο…
Αυτά ήθελα να πω (…η ομάδα χειροκροτεί).
- Ποιός έχει σειρά;
Διάβασε επίσης:
Γιατί καπνίζεις; Οι καπνοβιομηχανίες συντηρούν τον εθισμό σου.