Αν το μέτρο για να καταλάβεις πόσο διάσημος είσαι είναι το πόσοι άνθρωποι σε μισούν, τότε ο Mel Gibson είναι στην κορυφή της τροφικής αλυσίδας του Hollywood. Δεν το κάνει επίτηδες, είμαστε σίγουροι, απλά δεν θα έπρεπε να αφήνει το αλκοόλ να μιλάει εκ μέρους του – ιδίως όταν υπάρχουν και κάμερες στα περίχωρα.
Μετά το πρόσφατο επεισόδιο της σύλληψής του, με κερασάκι στην τούρτα την εξύβριση των αρχών και το αντισημιτικό παραλήρημα, ο Gibson κατάφερε το αδιανόητο: Να αντισταθεί ακόμα και στην διαβρωτική δύναμη των κίτρινων αμερικάνικων φυλλάδων, που ζητούσαν το φανατισμένο, αγύριστο κεφάλι του. Ο ίδιος δεν ενοχλήθηκε καθόλου. Μουρμούρισε μια συγνώμη και μας επιτέθηκε με το Apocalypto.
Mην μπερδευτείτε τώρα που θα σας πούμε πως ο Mel γεννήθηκε στην Αμερική. Είναι απλά ένα ανούσιο αναγραφικό στοιχείο αφού ο Αυστραλέζικης καταγωγής πατέρας του, Hutton, μετέφερε την οικογένεια στην πατρίδα του το 1968, έχοντας στην τσέπη τα κέρδη από τη νίκη του σε ένα τηλεοπτικό quiz show.
Ο δωδεκάχρονος Mel εγκλιματίστηκε χωρίς δυσκολίες στη νέα πραγματικότητα αλλά σε αντίθεση με άλλους σταρ δεν είχε καμία επαφή με τον κόσμο του θεάματος, τουλάχιστον όχι κατά τη διάρκεια των teen χρόνων του. Αποφοιτώντας από το λύκειο επέλεξε να φοιτήσει στο Πανεπιστήμιο New South Wales του Sydney όπου και αρχίζει να ασχολείται ενεργά με το θέατρο. Εμφανίζεται σε ρόλους του National Institute of Dramatic Arts δίπλα σε άλλα μελλοντικά γνωστά ονόματα (Judy Davis) ενώ βρίσκεται και κάτω από την θετική επιρροή του συγκάτοικού του…κάποιου Geoffrey Rush! Παρά τον αρχικό ενθουσιασμό του και τα θεατρικά credits ο Gibson δεν είδε την καριέρα του να απογειώνεται.
Ένας μικρός ρόλος στην τηλεοπτική σειρά The Sullivans και δύο σχεδόν εμφανίσεις σε φιλμ που χάθηκαν χωρίς ίχνος (I Never Promised You a Rose Garden και Summer City) δεν ήταν αρκετά για να θεωρηθούν «καριέρα»..ίσως αυτός να ήταν ο λόγος που ο οξύθυμος Mel μπλέχτηκε σε έναν βίαιο καβγά μια μέρα πριν συνοδέψει ένα φίλο του στο casting για μια μικρή Αυστραλέζικη παραγωγή: Το Mad Max. Mπορεί να βρέθηκε εκεί κατά λάθος αλλά ο δαρμένος Gibson ενθουσίασε τους παραγωγούς που του ζήτησαν να επιστρέψει για μια οντισιόν. Τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Το Mad Max ξεπέρασε τα στενά (κινηματογραφικά) όρια της Αυστραλίας και έφτασε χωρίς πολλές απαιτήσεις στο Hollywood.
Όπως συνέβη και με το Die Hard, οι διανομείς δεν ήταν ιδιαίτερα πρόθυμοι να ποντάρουν στο πρόσωπο ενός άγνωστους (και επιπλέον ξένου) πρωταγωνιστή, γι αυτό και πλάσαραν το φιλμ ως μια ακόμα περιπέτεια, με τρακαρίσματα και εκρήξεις. Παρά τις φιλότιμες προσπάθειές του το Mad Max γίνεται ένα γνήσιο Indie Hit και ο Max Rockatansky βρήκε μια πανάξια θέση στο πάνθεον των cool χαρακτήρων.
Την ίδια χρονιά, σαν απάντηση σε όσους περίμεναν έναν μονοδιάστατο action hero, κυκλοφορεί και το Tim, με τον Gibson να υποδύεται έναν κερδίζοντας το Australian Film Institute Award for Best Actor. Στα άφθονα δραματικά του προσόντα θα ποντάρει και το 1981 με το Gallipoli, κάτω από τις οδηγίες του συμπατριώτη του, Peter Weir σκοράροντας άλλη μια νίκη στα AFI. Σταρ μεν, αλλά χωρίς υπερβολές, ο Gibson υποκύπτει και στο δέλεαρ των sequel γυρίζοντας το Mad Max 2.
Δεν θα τον κατακρίνουμε, μιας που στον μοναχικό οδοιπόρο των έρημων Αυστραλέζικων δρόμων χρωστάει πολλά και μεταξύ μας, για sequel ήταν κάτι παραπάνω από αποδεκτό. Μέχρι το τρίτο-και τελευταίο Mad Max-θα περάσουν τέσσερα χρόνια, τα οποία ο Mel αξιοποιεί με τον καλύτερο τρόπο: Ιστορικό δράμα με το The Bounty, μικρό αλλά καλό δράμα με το The River και φυσικά το Οσκαρικό The Year of Living Dangerously, πάλι σε σκηνοθεσία Peter Weir. Έτσι, με μικρά αλλά ποιοτικά βήματα, ο Gibson φτάνει στο 1987 όταν και εκρήγνυται με δράση (και μια απαραίτητη δόση τρέλας) στις παγκόσμιες οθόνες με το Lethal Weapon.
Το φιλμ του Richard Donner είναι μια σπάνιο μείγμα ενθουσιασμού και ταλέντο. Ο Shane Black έγραψε ένα σενάριο-επανάσταση για την φόρμουλα του action movie, o Donner έκανε ότι ξέρει να κάνει καλύτερα, και ο Danny Glover προσπάθησε να φύγει από τη μέση του τυφώνα που λέγεται Martin Riggs. Δράση, συμπαθητικοί χαρακτήρες και μια αίσθηση φρεσκάδας ήταν αυτά που έκαναν το Lethal Weapon επιτυχία και έδωσαν στον Gibson το δικαίωμα να διαπραγματευτεί με τους δικούς του όρους τις επόμενες επιλογές του.
Το αποτέλεσμα έρχεται την επόμενη χρονιά με τη μορφή του Tequila Sunrise στο οποίο ο Gibson επιτυγχάνει top billing δίπλα σε σταρ όπως Kurt Russell και Michelle Pfeiffer ενώ ήδη ο μηχανισμός που θα οδηγήσει στο μεγαλύτερο και πιο θορυβώδες Lethal Weapon 2 έχει ξεκινήσει. Με τα 147 εκατομμύρια δολάρια των εισπράξεων τόσο ο Gibson όσο και η Warner Brothers είναι κάτι παραπάνω από ενθουσιασμένοι. Είναι δύσκολο για τον Αυστραλό να ξεφύγει από την παγίδα των ταινιών δράσης-αλλά καταφέρνει να αποδράσει με στιλ, πρωταγωνιστώντας σε μια κωμωδία δράσης όπως το Air America (1990).
Την ίδια χρονιά ο Zeffirelli, που βρήκε ενδιαφέρουσα την προσωπικότητα που επέδειξε ο Gibson στο Lethal Weapon, τον επιλέγει για τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο Hamlet, μια πρόταση που κανένας σοβαρός ηθοποιός δεν μπορεί να αρνηθεί. Και επειδή στο ερώτημα «να εισπράξει κανείς ή να μην εισπράξει» η απάντηση είναι γνωστή, το 1992 έρχεται και το Lethal Weapon 3, με τα 320 εκατομμύρια δολάρια παγκοσμίως, να γεμίσει τις τσέπες των Warner και του Mel. Θυμηθείτε το, θα τα χρειαστεί.
Την ίδια χρονιά, ο Gibson κάνει το ντεμπούτο του πίσω από την κάμερα. Ίσως να έχει βαρεθεί, ίσως να θέλει κάτι προσωπικό: Το αποτέλεσμα είναι το Forever Young, μια ταινία που παρασυρμένη από το όνομα του Gibson κατάφερε να βγάλει σχεδόν 60 εκατομμύρια δολάρια. Πολλά για τα δεδομένα μια δραματικής/ ρομαντικής ταινίας. Ο Mel θα επαναλάβει το πείραμα και το 1993 με το The Man Without a Face με ικανοποιητικά και αυτή τη φορά αποτελέσματα.
Το 1994 ξανασυνεργάζεται με τον Donner στο επιτυχημένο …χαρτοπαικτικό western Maverick και φυσικά το 1995 ήταν η χρονιά που τα έβαψε μπλε εννοούμε φυσικά τα μούτρα του, αφού με τον εαυτό στο ρόλο του William Wallace ο Gibson δημιουργεί το φιλμ της χρονιάς, κάνει ένα τεράστιο επιχειρηματικό και σκηνοθετικό βήμα (κερδίζει και το Oscar) και δείχνει πως δεν έχει κανένα πρόβλημα αυτοπεποίθησης, ακόμα και όταν τα budget και οι απαιτήσεις ανεβαίνουν επικίνδυνα. Το ότι οι ίδιοι οι Σκωτσέζοι έφτιαξαν αγάλματα με τον εθνικό τους ήρωα δίνοντάς τους τα χαρακτηριστικά του Mel είναι ενδεικτικό.
Οι μόνοι που δεν φάνηκαν ιδιαίτερα ευτυχισμένοι ήταν οι Άγγλοι, που παραπονέθηκαν για τον τρόπο με τον οποίο απεικονίστηκαν στο φιλμ –κάτι που θα ξανακάνουν και το 2000 για το The Patriot. Ο Mel, ευτυχής και σχεδόν καθολικά αποδεκτός ως ταλαντούχος σκηνοθέτης συνεχίζει την καριέρα του με μια σειρά μικρών, διασκεδαστικών ταινιών δράσης (Ransom, Conspiracy Theory, Payback) αλλά και το τέταρτο Lethal Weapon, περνώντας από το flop του Million Dollar Hotel και από την παρωδία του William Wallace στο…Chicken Run.
To 2000 αποφασίζει, με αυτοειρωνική διάθεση, να ανασύρει το κωμικό του ταλέντο αλλά και να παίξει με τις ανούσιες ταμπέλες του Sex Symbol που του έχει κολλήσει το Hollywood: Στο What Women Want (2002) μπορεί να μην καταλάβαμε τι θέλουν οι γυναίκες, αλλά είδαμε τον Gibson με καλσόν και αυτό μας φτάνει. Αν κάπου αρχίσαμε να βλέπουμε κάποια δείγματα μεγαλομανίας μπλεγμένης με ιδεαλισμό, ήταν ίσως στο We were Soldiers.
Ο Gibson πλέον έχει άποψη και θέλει, αν όχι να την επιβάλλει, να την τονίσει. Με την δύναμη που έχει συγκεντρώσει μπορεί ουσιαστικά να κάνει ότι θέλει, παρακάμπτοντας τις χρονοβόρες και ταπεινωτικές εμπλοκές των studio. Άλλωστε, αυτοί είναι οι άνθρωποι που θα δηλώσουν ευθέως πως δεν πρόκειται να στηρίξουν το The Passion of the Christ, ένα φιλμ που ο θρησκευόμενος Mel θέλει να γυρίσει σχεδόν με κατάνυξη.
Η πίστη του Gibson στο Θείο δεν είναι μυστική-κάθε μέρα πηγαίνει στην λειτουργία που οργανώνει στο εκκλησάκι της βίλας του, και το Passion είναι η εξομολόγηση και η άφεσή του. Το χρηματοδότησε από την τσέπη του, το έλουσε με τον ιδρώτα του και μεγάλες ποσότητες ψεύτικου αίματος και παρά τις όποιες ενστάσεις (ακόμα και δικές μας) κατάφερε να ξαναπροκαλέσει με ένα φιλμ που διαίρεσε (τις απόψεις) και βασίλευσε (στα ταμεία).
Ο ίδιος, περικύκλωσε το φιλμ όχι μόνο με σοφές κινήσεις Marketing (κάθε μέρα στο σετ πρέπει να γίνονταν 5-6 θαύματα) αλλά και με την αίσθηση πως μας ανοίγει την αμαρτωλή ψυχή του. «Οι αμαρτίες μου τον έβαλαν στο σταυρό» δήλωσε σε μια από τις κρίσεις εσωτερισμού, σαν εξήγηση για το ιδιόρρυθμο cameo του: To χέρι που καρφώνει τον Ιησού στο σταυρό. Το φιλμ φυσικά έσπασε τα ταμεία, προκαλώντας την θετική αντίδραση μέχρι και του Βατικανού. Η ανορθόδοξη προσέγγιση του Mel, ας την ονομάσουμε The Gibson Method, απέδωσε τα μέγιστα. Ακολουθώντας την ίδια συνταγή, ο Gibson ανακοίνωσε (με το ζόρι) το επόμενο μυστηριώδες project του: Apocalypto.
Δεν βγάλαμε κάποιο νόημα, ούτε καν από το Trailer. Maya, εξαφανισμένοι πολιτισμοί, εκλείψεις… σχεδόν περιμέναμε κάτι σαν το Signs, στο (οποίο σημαδιακό;) είχε υποδυθεί έναν πρώην ιερέα που το σύμπαν συνωμοτεί για να τον κάνει να ξαναβρεί την πίστη του.
Με καβγάδες και αμφιβολίες το Apocalypto..αποκαλύφθηκε στο κοινό και οι αντιδράσεις είναι θετικότατες. Δεν είναι ένα κοσμοιστορικό φιλμ, αλλά έχει όλα τα χαρακτηριστικά του Gibson: Tην βία να το δένει και την ελπίδα να το κινεί. Οι ερασιτέχνες ηθοποιοί του φιλμ τα καταφέρνουν μια χαρά και ο Mel μάλλον το διασκέδασε, αν κρίνουμε από την περίεργη μετάφραση μερικών Maya φράσεων («He is fucked!») και τις κρυφές αναφορές σε άλλα φιλμ.
Σαν να μην έφταναν οι νέες διαμαρτυρίες για βία και ιστορική παραποίηση, ο Gibson δέχθηκε και την επίθεση ενός Μεξικάνου σκηνοθέτη που υποστηρίζει πως το Apocalypto είναι αντιγραφή δικού του φιλμ. Με δύο ταινίες να τον περιμένουν (Under and Alone του Antoine Fuqua και Sam and George του Richard Donner) και διάφορους κακεντρεχείς να κατακρίνουν κάθε του βήμα, τι άλλο μπορεί να κάνει ο Mel παρά αυτά που ξέρει καλύτερα; Πίνει και προσεύχεται…
