ΑρχικήΨυχαγωγίαΜύγα Με Φτερά Αγγέλου - Φαίδρα

Μύγα Με Φτερά Αγγέλου – Φαίδρα

Ήταν κάποτε μία μύγα, η οποία ξόδεψε πολύ πολύ καιρό παρατηρώντας τον εαυτό της, κάνοντας συνήθως την πιο έντονη αυτοκριτική της, όταν καθόταν με τις ώρες επάνω στα τζάμια. Τότε, που οι ένοικοι των σπιτιών αναρωτιόντουσαν πόσο χαζή μπορεί να είναι και δε βγαίνει έξω, ενώ της δείχνουνε τον δρόμο τόσο καλοπροαίρετα εν μέσω χάχανων και υπαινιγμών για το… μισό της.

Παρόλα αυτά, εκείνη, αφηρημένη καθώς ήτανε και αφημένη στην τόση ενδοσκόπηση, κουτουλούσε ξανά και ξανά επάνω στην τζαμένια πόρτα. Και ας ήταν η ελευθερία λίγα μόλις εκατοστά πιο πέρα — στον έξω, όχι στον μέσα κόσμο της, εκεί ακόμη την αναζητούσε…

Πάντως, την απασχολούσε το νόημα της ζωής και κυρίως, της ύπαρξης ανάμεσα στις άλλες υπάρξεις — πάντα, δηλαδή, ο εαυτός της συναρτήσει των άλλων. Γι’ αυτό και αναρωτιόταν επίμονα γιατί οι άνθρωποι είναι άνθρωποι κι η ίδια μύγα, πότε έγινε η κλήρωση κι ήρθαν έτσι τα πράγματα. Δε θυμόταν να ‘χε τραβήξει λαχνό!

Μήπως, χρόνια πριν, είχε αυτό συμβεί και το ‘χε απωθήσει η μνήμη της; Ή μήπως ήταν το παιχνίδι στημένο; Κατά βάθος, ήθελε από μικρή αντί για αυτά τα μίζερα διάφανα φτεράκια, να ‘χε ολόλευκα φτερά αγγέλου. Ίσως, όμως, να ‘φταιγε που παρέμενε μικρή — ή που δεν υπάρχουν άγγελοι.

Ήταν προφανές ότι επρόκειτο για μία μύγα υποψιασμένη, μία μύγα που διέφερε δραματικά από όλες τις άλλες. Βέβαια, μεταξύ μας, ούτως ή άλλως οι μύγες δεν είναι και πολύ της παρέας. Σπανίως μαζεύονται πολλές μαζί κι αυτό δεν είναι λόγω συμπάθειας, μιας κάποιας τέλος πάντων που θα μπορούσαν τρέφουν η μία για την άλλη, ούτε επειδή έχουν καιρό να τα πούνε.

Απλώς, καμιά φορά, έρχονται έτσι τα πράγματα που συναντιούνται πάνω απ’ τον ίδιο κάδο σκουπιδιών — ή και σε χειρότερες περιβαλλοντικές συνθήκες. Συναντιούνται, δηλαδή, από ανάγκη, κάτι που δεν της έλεγε τίποτα. Μάταιες, τυχαίες συναντήσεις. Συμβαίνουν εξαιτίας της φύσης και όσων αυτή όρισε. Δεν προκύπτουν από πρόθεση ή ελεύθερη επιλογή γι’ αυτό και οδηγούν σε ανταγωνισμό, ανταγωνισμό ανελέητο, μέχρις εσχάτων.

Η μύγα της ιστορίας μας, λοιπόν, απείχε από όλα αυτά. Βίωνε τα γνωστά, τα δεδομένα μα ταυτόχρονα τα αντιμετώπιζε με μια ματιά κριτική, ήταν το πρόβλημά της αυτό κατασκευαστικό: ήταν τόσο μικρή που της φαίνονταν τα περισσότερα αδιανόητα μεγάλα για να τα χωρέσει — ο νους της!

Και στις κρίσεις της μέσα φώλιαζαν – αμέτρητα αυγά που κάποτε θα πολλαπλασίαζαν μιλιούνια συμπεράσματα – υποθέσεις και σκέψεις μελετημένες από κάθε πιθανή και απίθανη πλευρά, εξ ου και ξέμενε τακτικά από συμπεράσματα. Για παράδειγμα, την κούραζε ο επιούσιος — εξίσου κι η κομψή του αυτή διατύπωση!

Κοινώς, αυτό το ατέρμονο κυνηγητό για να τη βγάλει άλλη μια μέρα. Περνούσε τόσες ώρες της ημέρας κυνηγώντας τα προς το ζην, που πολλές φορές πίστευε ότι είχε μπλεχτεί σε έναν φαύλο κύκλο: κατανάλωνε το χρόνο της για να βρίσκει όσα θα τη συντηρούσαν ζωντανή, προκειμένου να απολαμβάνει το χρόνο της, τον οποίο… αφιέρωνε εξ ολοκλήρου στο να βρίσκει αυτά που θα τη συντηρούσαν ζωντανή κατά τη διάρκειά του!

Η επιβίωσή της, εν ολίγοις, ήταν ένας αυτοσκοπός που επιβαλλόταν να υπηρετεί πιστά, δίχως το περιθώριο για ποικίλες δραστηριότητες. Και ας ονειρευόταν πώς και τι να άραζε ανέμελα σε μιαν ακρογιαλιά. Δίχως ανθρώπους με ψυγεία και σκύλους που τρέχουν -όχι οι σκύλοι, οι άνθρωποι για να γεμίσουν τα ψυγεία-, χαζεύοντας το κύμα, όπως αυτό σκάει στην άκρη της αμμουδιάς. Αλλά, ένα τέτοιο σκηνικό δεν αρμόζει σε μια μύγα. Και το ‘ξερε. Δεν ήταν για τα κυβικά της, όπως ούτε και τέτοιες ρομαντικές σκέψεις…

Αμ, το άλλο; Μια μύγα, σου λέει, επιβάλλεται να παχαίνει τον Αύγουστο! Αυτό πάλι είναι κάτι που δεν κατάλαβε ποτέ της. Το ‘χε, όμως, ακούσει σε τόσα πολλά σπίτια που ‘χε πάει ώστε δυσκολευόταν, δεν είχε πλέον το κουράγιο να το αμφισβητήσει.

Αν τη ρωτούσε κανείς, της άρεσε το καλοκαίρι, αν και στην πραγματικότητα, ο τελευταίος του μήνας, ο Αύγουστος της προκαλούσε μελαγχολία: οι πόλεις αδειάζουν και το φθινόπωρο βρίσκεται στα προσεχώς, μια εποχή που την ανάγκαζε να αποσύρεται από την κυκλοφορία λόγω χαμηλής θερμοκρασίας.

Κάθε φθινόπωρο νοσταλγούσε τις πρώτες καλοκαιρινές μέρες, όταν οι άνθρωποι σαν τα σαλιγκάρια άρχιζαν ένας ένας να κυκλοφορούν στις καφετέριες, στην παραλία και στους δρόμους κι εκείνη βουρλιζόταν από τη χαρά της μέσα σε τέτοια κοσμοσυρροή γυρίζοντας σαν τρελή γύρω από τον εαυτό της και μη ξέροντας πού να πρωτοκοιτάξει. Και της άρεσαν πολύ οι άνθρωποι!

Χάζευε μαζί τους κι ας μην είχαν εκείνοι και τόσο καλή ιδέα για το πρόσωπό της — αυτό, που σπανίως έχουν μελετήσει από κοντινή απόσταση! Αλλά, ήταν γεγονός ότι κάθε μα κάθε φορά που πήγαινε να τους πλησιάσει, κουνούσαν με απέχθεια πρόσωπο και χέρια εμφανώς ενοχλημένοι, ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που απευθύνονταν σ’ αυτήν υβριστικά. Άλλωστε, τυχαία δεν της έχει βγει το όνομα! Λένε διαρκώς ότι “αν έκανε… θα… τον κόσμο όλο“! Ούτε να το πει δεν ήθελε, ήταν μέσα σ’ όλα και ντροπαλή.

Κάποια στιγμή, δε θα το ξεχνούσε ποτέ, τριγύριζε δύο παιδάκια που έτρωγαν το πρώτο τους παγωτό. Έλεγαν το ένα στο άλλο τόσο μαγικά πράγματα! Εκείνη με κανέναν δεν μπορούσε να μιλήσει έτσι. Εκείνη δεν μπορούσε… καν να μιλήσει, μια σιωπή που την έκανε να ζουζουνίζει ώρες ώρες σαν την τρελή.

Κι είχαν αυτά ένα εξαιρετικό θέμα κουβέντας: αναρωτιόντουσαν τι χρώμα καθένας του ήταν! Χρώμα χρώμα, όχι φυλή, διάκριση καμία! Το αγοράκι έλεγε ότι το κοριτσάκι ήταν ροζ απαλό, ενώ το ίδιο προτιμούσε να ‘ναι κατακόκκινο σαν παπαρούνα.

Το δε κοριτσάκι ισχυριζόταν ότι το αγοράκι ήταν μάλλον πράσινο, παρά το ότι εκείνο ήθελε τόσο πολύ να είναι μπλε βαθύ, τόσο που στο τέλος του έκανε το χατίρι και ξεκίνησε να τον βλέπει έτσι ακριβώς: το χρώμα του βυθού. Κι έτσι, συνεχιζόταν η κουβεντούλα τους, δίχως να βγάζουν άκρη μα και δίχως να παραιτούνται. Διότι, μερικές κουβέντες, είχε σκεφτεί η μυγούλα μελαγχολικά, γίνονται μόνο και μόνο για να γίνονται, για να απολαμβάνουμε τη χαρά της μοιρασιάς.

Είναι αυτό κάτι που εκείνη, επειδή δεν της δινόταν ποτέ η δυνατότητα να απολαύσει κάτι τέτοιο, το ‘ξερε καλύτερα από κάθε άνθρωπο. Κι αυτά τα δυο παιδάκια, ασυνείδητα παρά συνειδητά, το ήξεραν! Τα χάζευε, λοιπόν και ζουζούνιζε ευχαριστημένα. Ώσπου το κοριτσάκι ενοχλημένο είπε να φύγουν, την κούρασε “η παλιόμυγα” και αυτό το ‘χε ακούσει σίγουρα από τη μητέρα της πολλές φορές — όταν μαγείρευε ή όταν ανέμελα έπινε καφέ κουβεντιάζοντας με τις φίλες της. Κι έτσι απλά, έφυγαν…

Περνούσε ο καιρός. Μια μέρα, η μύγα μας από την πολλή την ενδοσκόπηση -αν θέλετε, το πιστεύετε!- έβγαλε στο τέλος… φτερά αγγέλου, ακριβώς όπως το ‘χε κάποτε ονειρευτεί. “Τελικά, ό,τι ευχόμαστε πολύ, βαθιά και έντονα… το παθαίνουμε!” αποφάνθηκε κάνοντας ένα συνοφρύωμα που θα μπορούσε μόνο σε τελευταίας τεχνολογίας μικροσκόπιο να διαπιστωθεί. Πάντως, περήφανη για αυτά, βάλθηκε να επισκεφθεί εκ νέου τα σπίτια απ’ τα οποία κατά το παρελθόν είχε περάσει.

Σκοπός της; Να τη δούνε οι άνθρωποι και να αλλάξουν τη λανθασμένη εικόνα που είχαν για το άτομό της! Γιατί τη θέση της στο οικοσύστημα κανείς να μην την υπολογίζει και να ‘ναι για όλους περιττή, οχληρή και αηδιαστική; Γι’ αυτό και τα φορτώθηκε στους ώμους κινώντας να πάει…

Όμως, δεν είναι απλό πράγμα να ‘σαι μια στάλα μύγα -όσο παχιά κι αν είσαι, όσες Αυγούστου κι αν δείχνει το ημερολόγιο- και να βαλθείς να πετάξεις με φτερά αγγέλου στις πλάτες σου — ποιες πλάτες, δηλαδή, μια σπιθαμή ύπαρξη όλη κι όλη;!

Έτσι, λίγο πετώντας και περισσότερο σούρνοντας μέσα από απόμερα δρομάκια (ήθελε να μη διαρρεύσει το θαύμα, να γίνει η αποκάλυψη απότομα, να ‘ναι κάτι το φαντασμαγορικό) έφτασε στο πρώτο σπίτι. Το βρήκε άδειο, δυστυχώς.

Οι ένοικοι έλειπαν σε διακοπές. Συνεχίζοντας, πήγε κι από το δεύτερο, όπου και ξαφνικά αντιλήφθηκε, αλλιώς συνηθισμένη καθώς ήταν, πόσο στενές ήταν οι μπαλκονόπορτες για τόσο μεγάλα κι όμορφα φτερά. Δεν της πήγαινε να τα τσαλακώσει μπας και χωρέσει πάνω που τα φόρεσε!

Αλλά, στο τρίτο πλέον σπίτι στάθηκε τυχερή. Πόρτες διάπλατα ανοιχτές, που κάτι της θύμιζαν, ίσως μάλιστα να ‘χε περάσει και πολλές ώρες επάνω στα τζάμια τους! Και τις πέρασε αυτήν τη φορά με άνεση βάζοντας όρτσα για το καθιστικό. Φαινόταν άδειο.

Χάζεψε λίγο γύρω της και, τι ευτυχισμένη στιγμή, πρόλαβε φευγαλέα να δει ένα κομμάτι των φτερών της μέσα στον καθρέφτη — κι ας μην κατάφερε και πάλι να αντικρίσει τον εαυτό της ολάκερο στα μάτια, στραβό το κοίταγμα. Αλλά, τι όμορφα φτερά μα την αλήθεια! Κι εκείνη να τα χαίρεται! Όχι πια μια απλή μύγα. Επιτέλους, οι άνθρωποι θα την έβλεπαν αλλιώς. Χαλάλι ο κόπος και το κουβάλημα, όσο οδυνηρό κι αν ήταν…

Ακούστηκε κλειδί στην πόρτα. Η οικογένεια είχε επιστρέψει από την έξοδό της. Και στη μέση του σαλονιού; Μια μύγα με κολλημένα επάνω της κάτι λευκά φτερά! Τι ‘τανε τούτο πάλι;

Ο πατέρας, καθότι χρόνια ενήλικας επί της γης, ξεκαρδίστηκε για αρχή στα γέλια. Όμως, μετά τον έπιασαν κάτι παράλογα νεύρα, βγήκε εκτός εαυτού. Ξέχασε τους καλούς του τρόπους — αυτούς τους “μπροστά στα παιδιά“. Πήρε να βρίζει αισχρά το “εκτόπλασμα αυτό“, που “έκανε κατάληψη” από το πουθενά, “στο σπίτι του!”.

Για λίγα μόνο λεπτά, δεν είχε καταλάβει και τι ήταν, αφού η καημένη η μυγούλα από το βάρος το ασήκωτο είχε μαζέψει, είχε συρρικνωθεί κι άλλο. Δηλαδή, ούτε καν φαινόταν! Ε, όταν πια κατάλαβε; Τότε ήταν που δεν μπόρεσε πια να συγκρατηθεί.

Τι άχαρο αστείο ήταν πάλι αυτό; Και “ποιος το σκάρωσε;!”. Είχε παραγίνει το κακό. Πρώτα, έβρισε τα παιδιά, τα οποία, όπως και ήταν φυσικό, δεν ήξεραν τίποτα επί του θέματος. Μετά, έβρισε τη γυναίκα του, η οποία δεν μπορεί παρά κάποια σχέση να ‘χε με κάτι που τον ενοχλούσε. Στο ενδιάμεσο, έβριζε ασταμάτητα “το εκτόπλασμα”.

Θυμήθηκε το χωριό του. Μικρό παιδί ήταν ακόμη, όταν ο πατέρας του τον είχε αναγκάσει να δουλεύει απ’ το σχολείο καρφί στο χασάπικο. Όνομα δεν είχε, “ο γιος του χασάπη” ήταν. Όπως και άλλοι φίλοι του: γιοι “του μανάβη“, “του φούρναρη“, “του μπογιατζή“. Όνομα δεν είχαν, κανένας τους δεν είχε.

Και μετά το σχολείο, έτρεχε να βοηθήσει στα ψυγεία, στο κόψιμο, στο ‘να και τ’ άλλο. Κι οι μύγες πήγαιναν σύννεφο γύρω του σπάζοντάς του τα νεύρα. Ούτε το μέτωπό του δεν μπορούσε να σκουπίσει με την ανάστροφη του χεριού. Τις σιχαινόταν έχοντας την εντύπωση ότι θα σκότωνε κάποια από δαύτες πάνω στο μέτωπό του, όπως θα πήγαινε να σκουπιστεί. Ένα μίασμα, μια αηδία σκέτη στη μέση του όμορφου σαλονιού του. Ήτανε, βεβαιωμένα, εκτός ελέγχου…

Η μητέρα, αν και χρόνια ενήλικη επίσης, το έβλεπε κάπως διαφορετικά. Επάνω “στο καινούργιο της το χαλί, μια μύγα!” — στα φτερά σημασία δεν έδωσε, λερά της φάνηκαν κι αυτά κι όσο για το καινοφανές του πράγματος ούτε λόγος.

Σημασία είχε ότι “αυτό το πράγμα” πετούσε από ‘δω και από ‘κει και, αφού είχε καθίσει επάνω σε ένα σωρό “ποιος ξέρει πόσες βρωμιές!”, βρισκόταν τώρα μες στο σπίτι της, πατώντας τα πεντακάθαρα πατώματά της, το χαλί, “το χαλί της!”.

Και τα παιδιά; “Μες στα μικρόβια!”. Με τη σειρά της θυμήθηκε κι αυτή το πατρικό της. Ένα χαλί δεν είχαν να βάλουνε της προκοπής. Κι όταν καμιά συμμαθήτρια έλεγε να περάσει από το σπίτι να ανταλλάξουνε τις κόλλες της αλληλογραφίας τους, με τρόπο το απέφευγε ξέροντας ότι το σπίτι θα ‘ταν όπως πάντα ανάστατο: η μάνα της να βρίζει τον πατέρα της για την αχαΐρευτη ζωή του, εκείνος να φεύγει χτυπώντας πίσω του την πόρτα, ψωμί δεν είχανε να φάνε, καυγάδες όλη μέρα.

Ποιο χαλί να βάζανε; Μόνο κάτι κουρελούδες της συμφοράς! Και μετά από τόσα χρόνια, να ‘χεις πασχίσει να φτιάξεις ένα όμορφο σαλονάκι με τα όλα του, ένα σπιτικό για τα παιδιά σου να το χαίρονται και να μην παίρνεις διαζύγιο, σε τελική ανάλυση, ανεχόμενη έναν άνθρωπο με τον οποίο τίποτα πια δε σας ενώνει, για χάρη αυτών ακριβώς των παιδιών και να βγαίνεις έξω, να πας σε μια βεγγέρα, σε ένα φιλανθρωπικό event και γυρνώντας να βρίσκεις αυτήν την αηδία μες στο σπίτι σου;

Στο καταφύγιό σου; Στο περσικό σου το χάλι; Ε, όχι! Βρίσε άντρα της, πες τα. Θα βρίσει κι αυτή ξεχνώντας τους καλούς της τρόπους, αυτούς που έκανε αμάν και πώς να δείξει πόσο τους κατέχει…

Τα παιδιά, πάλι, είχαν μείνει άφωνα και ένα βήμα πιο πίσω μη ξέροντας τι να πρωτοχαζέψουν: τους γονείς τους, που ‘χαν παρεκτραπεί ανεπανόρθωτα ή το περίεργο πλάσμα με τα φτερά αγγέλου; Από τη μια, δεν είχαν δει ποτέ ξανά σε τέτοια κατάσταση τους γονείς τους! Μόνο τους είχαν ακούσει πίσω από κλειστές πόρτες. Μα να τους δούνε; Όχι, αυτό όχι! Ανέκαθεν κρατούσαν ευλαβικά τα προσχήματα.

Από την άλλη, με τις μυγούλες έσπαγαν πλάκα! Πόσες φορές δεν είχαν μπει μερικές τοσοδούλες από δαύτες στο δωμάτιό τους και -για ανεξήγητους κατά τα άλλα λόγους- άρχιζαν να κάνουν γύρους κάτω από το φωτιστικό; Γύρους ατελείωτους! Και ειδικά μύγα με φτερά αγγέλου; Δεν είχαν ξαναδεί ποτέ! Πόσο μάλλον έτσι παράξενα βαλμένα επάνω της! Είχαν ξετρελαθεί! Και “τι όμορφα φτερά, τι όμορφα!”. Τόσο είχαν ξετρελαθεί, που βάλθηκαν να λένε τι χρώμα να ‘τανε αυτή η μυγούλα: λευκό του πάγου; Άσπρο του περιστεριού; Σπασμένο της ζάχαρης;

Δεν είχαν ακόμη καταλήξει, όταν οι γονείς τους πήραν να καταδιώκουν τη μύγα μετά μανίας. Εκείνη είχε τόσο πανικοβληθεί που ξέχασε τα πάντα για εντυπωσιακές εμφανίσεις. Είχε αρχίσει και πάλι να παλεύει μονάχα για την επιβίωσή της — και τίποτα άλλο. Την είχαν σχεδόν περικυκλώσει — αν και το κόλπο με την κουρτίνα δεν τους βόλευε και πολύ στην προκειμένη περίπτωση, “μ’ αυτά τα τεράστια φτερά!” καθώς ούρλιαζαν.

Σύρθηκε με το ζόρι ως την ανοιχτή μπαλκονόπορτα κι επάνω στην ύστατη αυτήν προσπάθεια, το ένα φτερό χτύπησε στο διθέσιο καναπέ σπάζοντας σχεδόν στη μέση. Αλάφρυνε κατά πολύ από το βάρος. Δεν είχε προλάβει να λυπηθεί για αυτό, όταν χτύπησε και μια επάνω στο επιδαπέδιο φωτιστικό σπάζοντας και τ’ άλλο. Ο εαυτός της πια — και μόνο. Μαζεύοντας τις τελευταίες της δυνάμεις πέταξε, έξω απ’ το σπίτι, δίχως να δώσει ούτε μια κουτουλιά στα τζάμια…

Και τώρα, θα πούμε όλοι εμείς, έχοντας ξοδέψει έναν εξίσου σεβαστό αριθμό ετών επί της γης, τάχα μας πλήρως ενηλικιωμένοι με χρόνια θητεία βαθιάς και εμπεριστατωμένης ενδοσκόπησης, ότι αυτά δε γίνονται. Και θα ‘χουμε δίκιο, όπως πάντα φυσικά!

Μπορεί ποτέ μια μύγα να αποκτήσει φτερά αγγέλου; Διότι, άγγελοι ανθρώπινα πλασμένοι, κατά τη γήινη φαντασία μας, σαφώς και υπάρχουν! Αλλά, μύγα; Μύγα με φτερά αγγέλου; Αυτό, όχι. Αυτό, ποτέ.

Στέλιος Θεοδωρίδης
Στέλιος Θεοδωρίδης
Ο ήρωας μου είναι ο γάτος μου ο Τσάρλι και ακροάζομαι μόνο Psychedelic Trance
RELATED ARTICLES

Πρόσφατα άρθρα

Tηλέφωνα έκτακτης ανάγκης

Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος: 11188
Ελληνική Αστυνομία: 100
Χαμόγελο του Παιδιού: 210 3306140
Πυροσβεστική Υπηρεσία: 199
ΕΚΑΒ 166