Τα μάτια ποσών γυναικών θυμίζουν την άνοιξη;
Ποσών άλλων καθαγιάζουν τον γοητευτικό πόθο της ευτυχίας και του ερωτά;
Πόσες από αυτές, μπροστά σε ένα καθρέφτη μοιάζουν με αναδυόμενες Αφροδίτες σε πίνακα που καθηλώνει;
Και πόσες από αυτές στη μεγάλη οθόνη μοιάζουν απρόσιτα αστερία, όνειρα και φαντασιώσεις… γίνονται μούσες και θεές για τον καθένα μας;
Ένα αφιέρωμα για τις 12+1 γυναίκες θρύλους που έγραψαν ή συνεχίζουν να γράφουν ιστορία στο κινηματογραφικό στερέωμα, επιλεγμένες από εσάς στο Forum μας (Rita Hayworth, Merilyn Monroe, Nicole Kidman, Julia Roberts, Μichelle Pfeiffer, Meg Ryan, Audrey Hepburn, Katharine Hepburn, Greta Garbo, Ingrid Bergman, Monica Bellucci, Charlize Theron και η αξέχαστή μας Μελίνα Μερκούρη)…
Γιατί χωρίς αυτές η 7η Τέχνη δεν θα ήταν η ίδια!
Rita Hayworth – Merilyn Monroe
Το απόλυτο της θηλυκότητας σε δυο εκδόσεις!
Δυο γυναίκες που δεν χρειάζονται συστάσεις, που ήταν, είναι και θα είναι είδωλα για τις κοινές θνητές η όχι, και που αποτελούσαν φαντασιώσεις των αντρών της εποχής τους αλλά και τις γενιάς μας.
Η Merilyn η υπέροχη ξανθιά ήξερε να συνδυάσει πληθωρική σεξουαλικότητα της με μια δόση αθωότητας μετατρέποντας την επαναστατική της -για την εποχή- απελευθέρωση από αναστολές, την τάση της να παρουσιάζεται ως αντικείμενο πόθου και επιδειξιομανείας, σε ένα μοτίβο απόλυτης θηλυκότητας διαχρονικό και επίκαιρο ακόμα και μετά από τόσες δεκαετίες.
Αφετηρία της καριέρας της ως ηθοποιός -αφού ξεκίνησε σαν φωτομοντέλο- στάθηκε μια μικρή της συμμετοχή στο Love Happy (1949) ενώ χρίστηκε “διασημότητα” το 1953 με τα Niagara, How To Marry a Millionaire και Gentlemen Prefer Blondes.
Η θυελλώδης επιτυχία του Niagara αποδείχτηκε καθοριστική αφού επηρέασε σε μέγιστο βαθμό την Fox που αφαίρεσε το ρόλο για το Gentlemen Prefer Blondes από τη Betty Grable, αναθέτοντας τον στη Merilyn, ρόλος που τη μετάτρεψε σε διεθνή star.
Αυτή η ταινία συνέλαβε ίσως περισσότερο από κάθε άλλη τη πλασματική της λάμψη. Άλλες ταινίες της που μας έμειναν αξέχαστες το Bus Stop (1957) και το Some Like It Hot (1959) ενώ τελευταία φορά την απολαύσαμε στο Let’s Make Love (1960).
Δυο χρόνια μετέπειτα (5 Αυγούστου 1962) η Merilyn πέθανε από υπερβολική δόση υπνωτικών αφήνοντας πίσω της ένα θρύλο.
Και μιλώντας για γυναίκες που έγιναν θρύλοι, το όνομα που έρχεται συνειρμικά σχεδόν στο μυαλό μας είναι η Gilda. Στην ιστορία της 7ης Τέχνης είναι μετρημένες οι στιγμές που γίνεται μια τόσο απόλυτη ταύτιση ηθοποιού και ρόλου! Η Gilda είναι Rita Hayworth, αλλά για όλους μας η Rita Hayworth είναι η Gilda!
Η ισπανικής καταγωγής Rita ήταν χορεύτρια, αλλά ξεκίνησε την καριέρα της στον κινηματογράφο με το La Fiesta (1926) σε ηλικία μόλις 8 χρονών. Αρκετές παραγωγές ακολούθησαν στις οποίες είχε δευτερεύοντες ρόλους, όταν το 1941 γύρισε τα The Strawberry Blonde και Blood and Sand που ανέδειξε μέρος της ακαταμάχητης γοητείας της.
Την περίοδο εκείνη είχε ήδη συμβόλαιο με την Columbia η οποία γνωρίζοντας τον άσσο που κρατούσε στα χέρια της, έψαχνε να γυρίσει κάποια ταινία που θα εκμεταλλευόταν στο μέγιστο τη θηλυκότητα της Rita. Και η απάντηση ήρθε το 1946 με τη Gilda, μια από της αισθησιακότερες ταινίες όλων των εποχών, η απόλυτη ίσως γυναικεία παρουσία, με την κορυφαία και αξέχαστη σκηνή της ερμηνείας του Put the Blame on Mame.
Μετά την Gilda τίποτα δεν ήταν πια ίδιο. Ο μύθος που πλάσθηκε γύρω από το ρόλο αυτό θα την ακολουθούσε για πάντα. Η ίδια έλεγε χαρακτηριστικά “Every man I have known has fallen in love with Gilda and wakened with me”.
Η ταινία αυτή όμως ανέδειξε και το ζευγάρι Rita Hayworth – Glenn Ford, που θεωρήθηκε το πιο ρομαντικό της εποχής εκείνης -και όχι άδικα!
Ο γάμος της το 1948 με τον πρίγκιπα Aly Khan την κράτησε μακριά από την μεγάλη οθόνη, όμως το 1952 η επιστροφή της ήταν θριαμβευτική -εισπρακτικά τουλάχιστον- με το Affair in Thrinidad στην οποία συμπρωταγωνιστούσε πάλι με τον Glenn Ford.
Στα τέλη του ’50 η καριέρα της είχε ήδη χάσει σημαντικό έδαφος, ίσως γιατί ποτέ ξανά δεν μπόρεσε να δώσει αυτό που ήθελε το κοινό: μια δεύτερη Gilda. Ο κύριος λόγος όμως ήταν ότι η Columbia προσπαθούσε ήδη να προωθήσει αντικαταστάτριες τις Rita. Η κατάληξή της ήταν εξίσου τραγική με το τέλος της καριέρας της. Το 1980 της διαγνώστηκε η νόσος Alzheimer και απεβίωσε το 1987 σε ηλικία 68 χρονών, γεμίζοντας με θλίψη τον κόσμο, αλλά και ευγνωμοσύνη για την ύπαρξη και ερμηνευτική συμβολή της.
Nicole Kidman – Julia Roberts
Νicole: από πολλούς χαρακτηρισμένη ως Merilyn του 2000 και Julia: η “άσχημη ωραία”!
Δυο διαφορετικές ομορφιές που καμία δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη, η μια για το παιδιάστικο αλλά ταυτόχρονα αναμφισβήτητο sexy βλέμμα και χαμόγελο της και η άλλη για την περίεργη γοητεία που της δίνουν οι προκλητικές ατέλειες της. Και οι δυο όμως έχουν να δείξουν μια αξιόλογη καριέρα συνοδευόμενες από αυθεντικό υποκριτικό ταλέντο το οποίο υπεράσπισαν και απέδειξαν!
Η Julia ξεκίνησε την καριέρα της το 1988 με το Mystic Pizza που αν και δεν είχε τίποτα να προσφέρει σε ένα θεατή, της προσέφερε την ευκαιρία που περίμενε.
Ακολούθησε το Pretty Woman (1990) όπου και μόνο η εμφάνιση της με τον Richard Gere έφτανε για να την οδηγήσει στο να γίνει σε χρόνο ρεκόρ μια από τις πιο δημοφιλής ηθοποιούς του Hollywood και ίσως αυτός να είναι ένας λόγος που κατά καιρούς θεωρήθηκε αρκετά αμφιλεγόμενη όσων αφορά τις υποκριτικές της ικανότητες.
Η αλήθεια είναι πως στο παρελθόν εκτός από το Pretty Woman και το Notting Hill δυο αισθηματικές κωμωδίες που δεν θα μπορούσαν ούτως η άλλως να αναδείξουν το ταλέντο της, δεν είχε κάνει τίποτα άλλο άξιο προσοχής… μέχρι την αποκορύφωση δηλαδή το Oscar για την Erin Brockovich!
H Nicole έκανε το χολιγουντιανό ντεμπούτο της 8 χρόνια νωρίτερα σε σχέση με τη Julia, συμπρωταγωνιστώντας με τον πρώην σύζυγο της Tom Cruise στο Days of Thunter.
To 1991 με τη συμμετοχή της στο Billy Bathgate ανέδειξε για πρώτη φορά τη σεξουαλικότητα που έχει πλέον γίνει ταυτόσημη με το όνομα της χωρίς όμως να αφήνει περιθώρια για κάτι ανάλογο όσων αφορά το ταλέντο της.
Μπορεί στην πορεία της να συνεργάστηκε με μεγάλους ηθοποιούς όπως Dustin Hoffman και John Malkovich διατηρούσε όμως μια ουδετερότητα, κρατώντας κρυμμένες τις δυνατοτητες της.
Έχοντας στο ενεργητικό της ταινίες σε επίπεδο μετριότητας, μας άφησε άφωνους με το Eyes Wide Shut και μετά μας χάρισε έναν χρόνο επιτυχιών με τα The Others και το Moulin Rouge για το οποίο δικαίως κέρδισε φέτος την Golden Globe!
Με αυτές τις ταινίες επικυρώθηκαν ως οι μεγαλύτερες ηθοποιοί της νέας γενιάς, μας εξέπληξαν και απέδειξαν ότι μπορούν να το ξανά κάνουν!
Michelle Pfeiffer – Meg Ryan
Δυο ξανθιές ντίβες που εκτός από το χρώμα των μαλλιών δεν έχουν τίποτα άλλο κοινό!
Είναι μια κόντρα μεταξύ των αστείων γκριμάτσων της Meg και τα θλιμμένα μάτια της Michelle, μεταξύ της αιώνιας έφηβης και της ώριμης γυναίκας. Από τη μια πλευρά ο αθεράπευτος ρομαντισμός και από την άλλη η απόλυτη θηλυκότητα! Μια θηλυκότητα σφραγισμένη με την εμπειρία, που ζωγραφισμένη στο βλέμμα, ίσως αποτελεί το μόνο στοιχείο που φανερώνει τα 40 χρόνια της Michelle!
Η Michelle ζηλεύει το γεγονός ότι το baby face της Meg της επιτρέπει υποκριτικούς ερωτικούς ακροβολισμούς με παρτενέρ αρκετά νεότερους της και η Meg την μουσική ερμηνευτική ικανότητα της Michelle!
Ουσιαστικά η μόνη πραγματική κόντρα έγινε για το πρωταγωνιστικό ρόλο στο Basic Instinct, όπου και οι δυο αρνήθηκαν, ρόλος που έπειτα εκτίναξε την καριέρα της Sharon Stone!
Ούτως η άλλως η μια έχει ειδικότητα στις ρομαντικές κωμωδίες ενώ η άλλη στις δραματικές.
Με το When Harry Met Sally το 1989 -πρώτος πρωταγωνιστικός της ρόλος- η Meg αποκόμισε φήμη κάνοντας θεατές και παραγωγούς να ερωτευτούν το συναισθηματισμό που εκπέμπουν οι εκφράσεις της, εμού και η αρκετά μεγάλη σειρά ταινιών αυτού του είδους που ακολούθησαν.
Η μεγάλη αναγνώριση όμως ήρθε αρκετά αργότερα, το 1993 με το Sleepless in Seattle, τον πολύ γνωστό ερωτά δια τηλεφώνου με τον Tom Hanks, το ζευγάρι που άφησε ιστορία σε μας και επικύρωση στη Meg!
Tο ίδιο ζευγάρι ξαναχτύπησε 6 χρόνια αργότερα με το You ‘ve got mail, ανανεώνοντας και εκσυγχρονίζοντας την σχέση από απόσταση -αφού αυτή τη φορά γεννιέται μέσω internet- και βλέπουμε ξανά μια ονειροπόλα και ευαίσθητη Meg να εξωτερικεύει αυτό που πραγματικά είναι!
Εκεί που πραγματικά εξέπληξε ήταν η ερμηνεία της στο When a man loves a woman με την οποία απέδειξε ότι μπορεί να ξεφύγει από το συνηθισμένο μοτίβο της.
Παρ΄ όλές τις υποκριτικές της ικανότητες η ίδια δηλώνει ερωτευμένη με τον ερωτά, γι’ αυτό και προτιμά να κάνει ταινίες που το επιβεβαιώνουν.
Η Michelle γυναίκα-μοντέλο για πολλές άλλες, δυναμική, ανεξάρτητη αλλά ταυτόχρονα προσγειωμένη… γυναίκα καριέρας με όλη τη σημασία της έκφρασης…
Τράβηξε την προσοχή το 1982 με τον ρόλο της στο sequel Grease 2 τόσο για το ταλέντο όσο για την αξιοσημείωτη ομορφιά της, καταλαμβάνοντας λίγο αργότερα, επάξια σημαντική θέση ανάμεσα στις καλύτερες σύγχρονες αμερικανίδες ηθοποιούς με το Dangerous Liaisons (1988).
Οι καλύτερες της ταινίες το Frankie and Johnny (1991) όπου φάνηκε αντάξια της υπόστασης του Al Pacino, το Dangerous Liaisons (1988) όπου ερμήνευσε με μεγάλη πειθώ έναν αδίσταχτο και στυγνό χαρακτήρα, το Dangerous Minds (1995) και το What Lies Beneath (2000).
Εκτός από την υποκριτική, επιδίδεται και στη μουσική, γεγονός που φάνηκε αναμφισβήτητα στο The Fabulous Baker Boys (1989) όπου υποδύθηκε μια τραγουδίστρια καμπαρέ, συνοδό των Jeff και Beau Bridges.
Έχει επανειλημμένα δηλώσει ότι θα ήθελε να κάνει ένα musical και είμαστε σίγουροι ότι θα τα καταφέρει!
Audrey Hepburn – Katharine Hepburn
Δυο καλλιτέχνιδες που συνυπήρξαν για κάποιο χρονικό διάστημα που ίσως αγαπήθηκαν το ίδιο μπορεί όμως και όχι… δυο γυναίκες, δυο διαφορετικοί μύθοι με ένα κοινό σημείο, το επίθετο Hepburn που κατά κάποιο τρόπο είναι συνώνυμο των δυο τόσο σαν γυναίκες όσο σαν ηθοποιοί!
Οποίαν από τις δυο και να εννοεί κανείς, αναφέρεται αναπόφευκτα σε κάτι το υπέροχο…
Η Katharine, νικήτρια δυο βραβείων Oscar και με ένα τεράστιο “κινηματογραφικό μητρώο” έκτασης περίπου 65 ταινιών συμπεριλαμβανομένων των μικρών συμμετοχών, δεν άργησε να γνωστοποιήσει την άξια της λίγο μετά την πρώτη της εμφάνιση, στο A Warrior’s Husband (1932).
Τον επόμενο ακριβώς χρόνο (1933) παίρνει με το Morning Glory την πρώτη της υποψηφιότητα αλλά και το πρώτο Οscar, ενώ στην ίδια περίοδο κάνει την πιο γνωστή της ταινία Little Women.
H επόμενη νίκη έρχεται το 1935 με το δεύτερο Oscar για την ερμηνεία της στο Alice Adams.
Στη συνεχεία ακολούθησαν πάμπολλες υποψηφιότητες όπως εξάλλου και οι ταινίες μέχρι το 1994 που μετά το Love Affair με τον Warren Beatty αποσύρθηκε.
Η Audrey, η πιο νέα από τις δυο, άφησε πίσω της μια καριέρα αρκετά μικρή σε μήκος… δεν θα μπορούσαμε όμως να πούμε το ίδιο για την άξια της, που αναγνωρίστηκε ακόμα περισσότερο μετά το θάνατο της (απεβίωσε 20 Ιανουαρίου 1993) αποδεικνύοντας ότι το να έχεις το επίθετο Hepburn δεν είναι τυχαίο…
Πρώτος σημαντικός ρόλος της στο Young Wive’s Tale (1951), εξίσου αξιοπρόσεχτη ερμηνεία στο Sabrina (1954) πρωταγωνιστώντας με τον ομώνυμο ρόλο, ενώ ο πλέον αντιπροσωπευτικός, η Holly το κοριτσάκι απ’ την επαρχία που φτάνει στην Νέα Υόρκη στο Breakfast at Tiffany’s (1961) ταινία που της χάρισε υποψηφιότητα για Oscar!
Άλλη μια υποψηφιότητα της δόθηκε το 1964 με το My Fair Lady ενώ τελείωσε ουσιαστικά την καριέρα της το 1967 με το Waiting Until the Dark αν εξαιρέσουμε μια τελευταία της εμφάνιση στο They All Laught (1981) με το γιο της, Sean Ferrer.
Greta Garbo – Ingrid Bergman
Δυο ιερά τέρατα του κινηματογράφου, δυο διαφορετικές προσωπικότητες που η κάθε μια ξεχωριστά στιγμάτισε ολόκληρες καλλιτεχνικές γενιές, συμπεριλαμβανόμενης και της δικής μας.
Η Greta με τη μυστηριώδης παρουσία της, τον απροκάλυπτο εγωκεντρισμό της και τις κατά καιρούς υπερβολικές απαιτήσεις της δημιούργησε ένα μεγάλο αίνιγμα γύρω από το όνομα της κερδίζοντας με αυτό τον τρόπο την εκτίμηση παραγωγών και κοινού στην αρχή της καριέρας της που σε συνάρτηση με τις λαμπρές ερμηνείες της πέρασε στον αστερισμό των ημίθεων.
Η εκκίνηση της καριέρας της δόθηκε το 1924 με το The Atonemed of Costa Berling μια ευρωπαϊκή παραγωγή με σκηνοθέτη τον Mauritz Stiller, ο πρώτος που πίστεψε σ’ αυτήν και μετέπειτα καθοδηγητής της, τον οποίο ακολούθησε στο Hollywood.
Πραγματοποίησε την πρώτη της αμερικανική ταινία το 1926, το The Temptess υποδυόμενη μια vamp, όμως η επιτυχία έφτασε το 1927 με το Flesh and The Devil έχοντας παρτενέρ τον John Gilbert που την συντρόφευες στη μεγάλη οθόνη πολλές φορές, αλλά και στη ζωή.
Αυτός ο συνδυασμός Gilbert-Garbo υπήρξε από τους πλέον αγαπημένους των σκηνοθετών αφού χαρακτηριστικά δήλωναν ότι ο ένας συμπληρώνει τον άλλον ερμηνευτικά.
Τα επόμενα χρόνια κατάφερε να αποσπάσει 2 υποψηφιότητες για Oscar με τα Anna Christie (1929) και Romance (1930) ενώ μετά τα Grand Hotel (1932) και Queen Christina (1933) ξεκίνησε η πτωτική της πορεία με ταινίες που κρίθηκαν κοινότυπες.
Επιβεβαίωσε την εμβέλεια του υποκριτικού της ταλέντου με άλλες 2 υποψηφιότητες Oscar με τα Camille (1937) και Ninotchka(1939), το οποίο ούτε και αυτή τη φορά της απονέμει.
Σφράγισε την καριέρα το 1941 με την τελευταία ταινία της Two Faced Woman και το 1954 αναγνωρίστηκε το συνολικό της έργο με τιμητικό βραβείο στην τελετή της απονομής των Oscars.
Η απόφαση της να εγκαταλείψει την καριέρα της το 1941 άφησε ένα μεγάλο κενό για τον κινηματογράφο και τους θαυμαστές της και ακόμα μεγαλύτερο ο θάνατος της στις 15 Απριλίου 1990.
Η Ingrid με μια παιδιάστικη σεξουαλικότητα, μια γλυκύτητα στο χαμόγελο και το βλέμμα και την εικόνα του κοριτσιού της διπλανής πόρτας, από την πρώτη κιόλας κινηματογραφική της εμφάνιση στο Intermezzo (1936) μάγευσε το κοινό και αιχμαλώτισε την προσοχή του παραγωγού Selznic τον οποίο η πολλά υποσχόμενη ηθοποιός ακολούθησε στο Hollywood όπου έκανε το remake της ταινίας αυτής.
Με το Dr. Jekyll and Mr. Hyde (1941) κατοχυρώθηκε η θέση της στο καλλιτεχνικό στερέωμα, μια θέση που το 1942 της εξασφάλισε το ρόλο της Ilsa στη θρυλική ταινία Casablanca, ταινία που αποτέλεσε σταθμό στη καριέρα της.
Αρχικά οι προτεινόμενοι ηθοποιοί για την ταινία αυτή ήταν η Ann Seridan και Ronald Reagan, όντας όμως μια ταινία χαμηλού προϋπολογισμού κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο. Η επόμενη αμέσως επιλογή του σκηνοθέτη Michael Curtiz ήταν η Hedy Lammar που επίσης απορρίφθηκε λόγω συμβολαίου της με την MGM.
Ωστόσο, η Ingrid όχι μόνο φάνηκε αντάξια του ρόλου αλλά απέδειξε ότι μόνο αυτή θα μπορούσε να ερμηνεύσει την Ilsa με ένα τόσο μεγαλειώδη τρόπο.
Η πρώτη μεγάλη ουσιαστική αναγνώριση έφτασε το 1944 με το Οscar για το Caslight, όμως η δόξα δεν κράτησε για πολύ καθότι το 1949 η κατάρρευση του γάμου της με τον Peter Lindstrom είχε ανάλογο αντίκτυπο στη καριέρα της.
Η επιστροφή της το 1956 με το Anastasia στάθηκε θριαμβευτική αποφέροντας της το δεύτερο Οscar, μια επαγγελματική επιτυχία που συμπληρώθηκε με μια διπλή προσωπική, τον γάμο της με τον Ιταλό σκηνοθέτη Roberto Rosselini και τη γέννηση της κόρης της, Isabella Rossellini η οποία ακολουθεί τα βήματα της μητέρας της.
Το τρίτο ακαδημαϊκό βραβείο της δόθηκε το 1974 με το Murder On The Orient Express. Εγκατέλειψε υποχρεωτικά την καριέρα της στα τέλη των 70 για λόγους υγείας και πέθανε 29 Αυγούστου 1982 από καρκίνο.
Monica Bellucci – Charlize Theron
Η κλασική μεσογειακή και η παραδόξως νοτιοαφρικανική ομορφιά… η ήδη χρισμένη διεθνής ηθοποιός και το ανερχόμενο αστέρι… μολονότι οι διαφορές τους μεγάλες δεν παύουν να είναι γυναικεία ινδάλματα και ηθοποιοί που έχουν πολλά ακόμα να προσφέρουν στη μεγάλη οθόνη.
Η Monica σε φοιτητική ηλικία εκμεταλλευόμενη την εξωπραγματική της ομορφιά έγινε γνωστή ως μοντέλο προετοιμάζοντας έτσι το έδαφος για την πρώτη της κινηματογραφική εμφάνιση, το 1992 στο Dracula του Francis Ford Coppola.
Η εκτόξευση της στο καλλιτεχνικό στερέωμα πραγματοποιήθηκε το 1996 με τη γαλλική ταινία L’ Appartment που της απέδωσε το αντίστοιχο του Οscar γαλλικό βραβείο Σεζάρ.
Ακολούθησαν αρκετές ταινίες, με σημαντικότερες για την καριέρα της, το Μalena (2000), το Under Suspicion (2000) και το Asterix and Obelix: Mission Cleopatre όπου υποδύθηκε την Κλεοπάτρα.
Αξίζει να αναφερθεί ότι η Monica θα συμμετάσχει στο The Matrix Reloaded στο πλευρό του Κeanu Reeves και της Ann Moss.
Η Charlize, παρόμοια με την Μonica, έκανε τα πρώτα της βήματα στον χώρο του θεάματος σαν μπαλαρίνα, με το Joffrey Ballet της Νέας Υόρκης αλλά ένα ατύχημα της στέρησε αυτή τη καριέρα.
Η αγάπη της όμως για το θέαμα και η υποστήριξη της μητέρας της την έκαναν να ξεπεράσει γρήγορα το πλήγμα και την “ανάγκασαν” να δοκιμάσει τις δυνατότητες της στην υποκριτική.
Μετά την συμμετοχή της στο The Devil’s Advocate (1997) άνοιξε γι’ αυτήν ο δρόμος προς τη δόξα, που αξιέπαινα διανύει, ερμηνεύοντας ρόλους τους οποίους καμία άλλη ηθοποιός με τη σχετικά μικρή εμπειρία της Charlize θα μπορούσε να υποδυθεί επάξια.
Σημαντικές της δουλείες, τα The Astronaut’s Wife (1999) με παρτενέρ τον Johnny Depp, το The Legend of Bagger Vance (2000) με τους Matt Damon και Will Smith και το Sweet November (2001) με τον Keanu Reeves.
Μελίνα Μερκούρη
Και επειδή μιλάμε για γυναίκες του κινηματογράφου που σημάδεψαν την πορεία του, θεωρήσαμε απαραίτητη την αναφορά μας σε μια από τις μεγαλύτερες, αν όχι την μεγαλύτερη ελληνίδα ηθοποιό, την Μελίνα.
Μια τέτοια παράληψη θα ήταν αν μη τι άλλο απαράδεχτη, όπως ιεροσυλία κάθε είδους αντιπαράθεση της προσωπικότητας της με οποιασδήποτε άλλης στον ελληνικό κινηματογράφο και όχι μόνο.
Με μια καλλιτεχνική διαδρομή που δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από τις σύγχρονές της Sofia Loren, Ειρήνη Παπά και Susan Hayward, καθιερώθηκε στο διεθνές καλλιτεχνικό στερέωμα ίσως και λόγω μιας σειράς ταινιών σκηνοθετημένες από το σύζυγο της Jules Dassin.
Ξεκινώντας με τη Στέλλα (1955) έργο του Μιχάλη Κακογιάννη -σκηνοθεσία και σενάριο- ρόλος που γράφτηκε ειδικά γι’ αυτήν, έδειξε αμέσως την προτίμηση της για τα μελοδράματα και κατά συνέπεια δεν την είδαμε ποτέ σε διαφορετική κατηγόρια ταινιών, πράγμα που επιβεβαιώνει ότι η Μελίνα μπορούσε να αντεπεξέλθει σε δύσκολες ερμηνείες, δοκιμάζοντας και επιδοκιμάζοντας συνεχώς τις δυνατότητες της.
Η μεγάλη επιτυχία έφτασε το 1960 με το Ποτέ Την Κυριακή και με τη μεγάλη τιμή-για την ίδια αλλά και για όλους τους έλληνες -να είναι η πρώτη ελληνίδα υποψήφια για Oscar πρώτου γυναικείου ρόλου χάρη στη σαγηνευτική της ερμηνεία.
Το 1962 υποδύθηκε την Φαίδρα σε ένα σενάριο βασισμένο στον Ιππόλυτο του Ευριπίδη και ακολούθησαν οι επίσης σημαντικές για την καριέρα της ταινίες Topkapi (1964) και A Man Could Get Killed (1966).
Τελευταία της ταινία χρονολογείται στο 1983 το Not By Coincidence με την οποία έκλεισε την καριέρα της ως ηθοποιός για να αφιερωθεί ολοκληρωτικά σε μια άλλη, αυτήν της πολιτικής που πέρα από μια κοινή εργασία γι’ αυτήν έγινε μεράκι και τρόπος ζωής.
Το 1977 εκλέχτηκε βουλευτής, αλλά δεν κατάφερε το μεγάλο της στόχο, να γίνει δηλαδή δήμαρχος Αθηνών (1990) με αποτέλεσμα τρία χρόνια αργότερα (1993) να δεχτεί τη θέση της Υπουργού Πολιτισμού.
Στις 6 Μαρτίου του 1994 πέθανε από καρκίνο στην Νέα Υόρκη αφήνοντας ένα ολόκληρο έθνος σε πένθος…