ΑρχικήΨυχαγωγίαΟ αλλοπρόσαλλος και γοητευτικός Αμερικάνος (Παραμύθι από την Τάνια)

Ο αλλοπρόσαλλος και γοητευτικός Αμερικάνος (Παραμύθι από την Τάνια)

Τα θυμάμαι όλα σαν να έγιναν μόλις χτες.

Στεκόμουν στη μέση του πουθενά. Τόσο μακριά από οτιδήποτε ήταν, τόσο μακριά από όλους και από όλα όσα ήξερα μέχρι τότε. Έπρεπε να συγκεντρώσω το βλέμμα μου συνεχόμενα και για πολύ ώρα στο ίδιο σημείο για να διακρίνω κάτι, ένα ελάχιστο “κάτι” μακριά στον ορίζοντα. Μετά, αναρωτιόμουν επίμονα αν αυτό που είχα δει ήταν αληθινό ή αν το δημιούργησε η φαντασία μου και συνήθως δεν κατέληγα σε κανένα βέβαιο συμπέρασμα.

Πίσω μου, έστεκε ένα σπίτι. Φτιαγμένο από ξύλο που ο καιρός, ο επίμονος, καυτός ήλιος, οι βροχές και τα χιόνια είχαν αλλοιώσει το πρωταρχικό του χρώμα. Δεν ξέρω καν ποιος κατάφερε να το χτίσει εκεί. Ποια χέρια έκοψαν τα ξύλα, ποια τα μετέφεραν, ποιοι σκέφτηκαν να χτίσουν ένα σπίτι εδώ, για ποιον το προόριζαν, αν το προόριζαν για κάποιον ή αν το έκαναν για ένα δικό τους σκοπό. Ένα σπίτι. Μονάχο του. Μέσα στην απόλυτη ερημιά. Από όλους και από όλα αποκομμένο, ξεκομμένο. Σε ένα χώμα που έτσι που το έβλεπα, στεγνό και άγονο, έλεγα ότι δεν ανήκει σε τούτη τη Γη, αλλά σε μια άλλη, μια Γη με άγνωστη ονομασία. Γιατί τέτοιο χώμα δεν αντέχει να το πατήσει κανείς. Πρέπει να είσαι απάνθρωπος, τελείως άδειος και κενός για να αντέξεις. Και τότε, τη γύρευα εδώ; Μήπως έγινα αυτό που απευχόμουν; Ή μήπως ήμουν εκεί για ένα λόγο;

Στεκόμουν μπροστά από το σπίτι περιμένοντας. Ο ήλιος ανέβαινε κάθε λεπτό όλο και πιο ψηλά σε ένα ουρανό γαλάζιο χωρίς σύννεφα. Όση ώρα στεκόμουν εκεί, δεν είχε περάσει από μπροστά μου τίποτα. Μήτε σύννεφο, μήτε θεός, μήτε θνητός. Ούτε ένα πλάσμα. Ζέστη θα έκανε. Το είχα καταλάβει. Και άρχισα να το νιώθω. Αλλά με πρόλαβε.

Η βουή που άκουσα ήταν εκκωφαντική. Εξωφρενική. Διαολεμένη μέσα στην απόλυτη ησυχία. Μέχρι και ο ήλιος τρόμαξε. Αλλά δεν κουνήθηκε, δεν πήγε να κρυφτεί. Δεν φοβήθηκε αυτόν που ερχόταν γιατί ήταν παντοδύναμος.

Πρώτα, φάνηκε η σκόνη. Μια σκόνη τρομακτική που ξεσήκωσε τα πάντα. Σκόνη ανακατεμένη με μια άλλη σκόνη που έφερνε από χιλιόμετρα μακριά.

Ερχόταν με υπερβολική ταχύτητα. Ποιος ξέρει από πού. Είχε πάει στην κόλαση και στον παράδεισο και κάθε μέρα ζούσε είτε το ένα είτε το άλλο. Σήμερα, τι να ζούσε άραγε; Τι θα ζούσαμε μαζί;

Το αυτοκίνητο σταμάτησε μπροστά μου. Μια Chevrolet του ‘57. “Να περιμένεις” μου είπανε, “ότι με αυτή θα έρθει“. Λίγα πράγματα αγαπάει με πάθος. Ανάμεσα σε αυτά και το αυτοκίνητο-αντίκα. Βγαλμένο κατευθείαν από ταινία του παλιού αμερικάνικου κινηματογράφου. Έγχρωμο αυτοκίνητο με ασπρόμαυρες αναφορές. Τόσο παλιό μα τόσο καλά διατηρημένο. Καμία γραμμή δεν είχε αλλάξει, καμία καμπύλη και το χρώμα, ένα βαθύ μοβ “βασιλικό“, ίδιο και απαράλλαχτο, σα να μην πέρασε ούτε μια μέρα από εκείνη την πρώτη της αρχικής κατασκευής του.

Περίμενε υπομονετικά ελάχιστα λεπτά μέχρι να κατακαθίσει η σκόνη για να ανοίξει την πόρτα του αυτοκινήτου. Δεν έχω ιδέα γιατί το έκανε. Θα ήθελε να κάνει εντυπωσιακή είσοδο. Εντυπωσιακή και “καθαρή“, όσο καθαρός ήταν και ο ίδιος μέσα του εδώ και χρόνια πολλά.

Εμφανίστηκε, λοιπόν. Έκλεισε την πόρτα με δύναμη, αλλά ιδιαίτερα προσεκτικά. Πριν γυρίσει προς τα εμένα και προς το σπίτι κοίταξε τριγύρω του. Δεν είπε τίποτα, ούτε έκανε καμία κίνηση με το κεφάλι του. Ήμουν σίγουρη ότι γνώριζε το μέρος. Είχε σίγουρα έρθει ξανά, εκείνες τις μέρες της προσωπικής του “κόλασης“. Μακριά από ό,τι τον κατέστρεφε, μακριά από ουσίες που τον είχαν τρελάνει και τον είχαν φέρει στο χείλος της απόλυτης αβύσσου, του σκοταδιού χωρίς επιστροφή. Τον φαντάζομαι. Στο ξύλινο κρεβάτι, να κοιτά το ταβάνι και να χάνεται. Να βλέπει χρώματα, άσπρα, μαύρα, κόκκινα, κίτρινα, γαλάζια και άλλα τόσα να στροβιλίζονται τριγύρω του, να γεννιούνται και να πεθαίνουν μέσα στο μυαλό του. Να κρυώνει και να ζεσταίνεται ώρες που δεν τις μετρούσε πια και μέρες που έμοιαζαν με αιώνες. Να μιλά μονάχος του, να βρίζει, να τραγουδάει, να αναζητά την κιθάρα του, να μην τη βρίσκει, να αναζητά ένα χαρτί, ένα τόσο δα κομμάτι για να γράψει, να γίνουν οι σκέψεις μελάνι στο χαρτί, να τα βγάλει από μέσα του, να τα αφήσει στο παρελθόν, σε ένα παρελθόν που μετρούσε τότε μόνο ελάχιστες ώρες.

Επιτέλους, γύρισε. “Ο Αμερικάνος“. Γύρισε προς το μέρος μου και τον είδα. Ο Αμερικάνος. Γέννημα θρέμμα της Αμερικής, μιας γης πασίγνωστης. Έτσι τον έμαθαν, έτσι τον ήξεραν και δεν ήταν διατεθειμένος να αλλάξει ούτε το όνομά του, ούτε τον τρόπο που τον έβλεπαν, που τον έτρεμαν, τον λάτρευαν και τον θαύμαζαν.

Ένα άσπρο αμάνικο μπλουζάκι, ένα ξεθωριασμένο τζιν, σκισμένο στα γόνατα και οι μαύρες καουμπόικες “καλοκαιρινές” μπότες. Τα ρούχα ήταν απλά και λιτά, γιατί το υπόλοιπο κορμί αποτελούσε την ουσιαστική, την μοναδική και πιο εντυπωσιακή “ενδυμασία“. Ένα κορμί ζωγραφισμένο. Γεμάτο αναμνήσεις και στιγμές. Σύμβολα της περασμένης νιότης, ονόματα και γράμματα με σημασία, σχέδια που μετρούν ήδη είκοσι χρόνια και άλλα που μετρούν μονάχα είκοσι ώρες. Σε ένα μαγαζί που θυμίζει την δεκαετία που θα ήθελε να ζει, την άφταστη δεκαετία του 1930, παντοτινά βέβαια στην Γη της Επαγγελίας. Με υπομονή και πόνο, έναν πόνο που κάθε φορά λιγόστευε, σημαδεύει μια σάρκα που πέρασε πολλά γιατί έτσι θέλει εκείνος να θυμάται. Άλλοι σημαδεύουν το μυαλό, άλλοι πάλι την καρδιά τους, άλλοι ένα μέρος της φθαρτής τους υπόστασης και άλλοι ολόκληρη την υπόστασή τους μετατρέποντας το φθαρτό σε αιώνιο και παντοτινό.

Πέρασε από δίπλα μου χωρίς να μου μιλήσει, χωρίς καν να με χαιρετήσει, αλλά δεν με πείραξε. Ήξερε ήδη ότι μου είχε κάνει τρομερή εντύπωση με την θορυβώδη άφιξή του, με τα λίγα βήματα που είχε διανύσει στον χώρο αυτό της μοναξιάς. Ανέβηκε τα τρία σκαλιά και μπήκε στο σπίτι. Η πόρτα ήταν ανοιχτή. Να θυμόταν άραγε; Ότι άφησε σχεδόν ολόκληρη την ολοζώντανη και ταλαιπωρημένη ψυχή του σε αυτούς τους τοίχους, στα πατώματα και στα λιγοστά έπιπλα; Εικόνες από ένα τόσο μακρινό παρελθόν, εικόνες που μοιάζουν βγαλμένες από μια πρώτη, μια δεύτερη, μια τρίτη ζωή γιατί εκείνος είχε ήδη ζήσει πολλές παραπάνω.

Όταν βγήκε έξω ξανά έσερνε μαζί του την καφέ ξύλινη κουνιστή πολυθρόνα. Την αγαπημένη της χώρας του, την δική του αγαπημένη. Εγώ καθόμουν στα σκαλοπάτια και μόλις εμφανίστηκε γύρισα για να τον παρατηρώ καλύτερα. Έκατσε στην πολυθρόνα βγάζοντας έναν αναστεναγμό ανακούφισης. Τον δικαιολόγησα. Είναι μακρύ το ταξίδι μέχρι την μέση του πουθενά.

Έβγαλε τα μαύρα γυαλιά ηλίου που φορούσε και κοίταξε κατάματα τον ήλιο. Η άγκυρα στο αριστερό ζυγωματικό εμφανίστηκε σαν σημάδι εκ γενετής. Κανείς δεν είχε τολμήσει να τον ρωτήσει τι συμβολίζει. Κανείς δεν είχε καταλάβει. Ότι μια άγκυρα είναι μια ολόκληρη εικόνα. Είναι ένα πλοίο που φτάνει κάποτε, μετά από εκατοντάδες ταξίδια στο “σωστό” λιμάνι και εκεί σταματά και παραμένει για πάντα.

“Μην τρομάξεις“, μου είπαν. “Έχει μεγαλώσει από την τελευταία φορά που τον είδαμε“. Έχει φτάσει ήδη τον μισό αιώνα. Να το περίμενε άραγε; Ο Θεός έχει πολύ χιούμορ και ένα ολοκληρωμένο σχέδιο στο μυαλό του για αυτό και τον άφησε μαζί μας.

Όση ώρα τον παρατηρώ δεν μπορώ να ξεκολλήσω τα μάτια μου από τα χέρια του. Σαν δύο μανίκια ενός αόρατου ρούχου, σαν ένα δεύτερο δέρμα που θα διαρκέσει περισσότερο από το κανονικό. Ήταν τότε που πρόσεξε ότι ήμουν εκεί. Το πρόσεξε πραγματικά. Την προηγούμενη ώρα μάλλον είχε χαθεί στις μνήμες που του ξυπνούσε εκείνο το μέρος. Ή μάλλον δεν με είχε προσέξει καν.

Προφανώς θα θεωρούσε ότι είμαι τρελή. Αν ήταν οποιοσδήποτε άλλος στη θέση μου, άντρας ή γυναίκα, θα άρχιζε να του μιλά ακατάπαυστα. Να “τρελαίνεται“, να του λέει ξανά και ξανά πόσο απίστευτο του φαίνεται που κάθεται απέναντί του. Πάντα αναρωτιόμουν αν είναι ελάττωμα ή προτέρημα το γεγονός ότι δεν μου αρέσει να μιλάω πολύ. Πάντα λόγια μετρημένα και με ουσία. Και σχεδόν πάντα λόγια ειπωμένα στην πιο κατάλληλη στιγμή. Το γνώριζα ότι σε εκείνον δεν άρεσαν τα πολλά λόγια. Άραγε, μήπως του άρεσε η σιωπή; Ας έκανε το πρώτο βήμα, απλά να με χαιρετίσει και τότε θα έπαιρνα όσο θάρρος μου χρειαζόταν για να αρθρώσω μια λέξη, μια φράση μόνο.

Η κουνιστή πολυθρόνα έκανε την χαρακτηριστική της κίνηση και τον παρέσερνε μαζί της. Σε ένα από τα μονότονα πέρα-δώθε της, είδα δύο γράμματα σκαλισμένα στο ένα από τα δύο μπράτσα της.”Μ.Ν.”. Φανερώθηκαν μόλις εκείνη τη στιγμή γιατί τα είχε καλύψει ο ίδιος με το χέρι του. Φοβερή και τρομερή η στιγμή που σκάλισε τα αρχικά του πάνω στην πολυθρόνα, αποφεύγοντας με πολύ κόπο να “σκαλίσει” και να πληγώσει τον ίδιο του τον εαυτό.

  • Το φανταζόσουν ποτέ;

Ήμουν εγώ που πήρα το ρίσκο να μιλήσω πρώτη. Καθισμένη ακόμα στα σκαλιά.

Δεν μου απάντησε αμέσως γιατί η ίδια η ερώτηση δεν ήταν απόλυτα σαφής.

  • Όχι.

Και στις δύο περιπτώσεις που είχα στο μυαλό μου η απάντηση ήταν η σωστή. “Όχι“.

Δεν περίμενε ποτέ να ζήσει τόσο. Δεν περίμενε ποτέ, αν και το ήθελε, να φτάσει τόσο ψηλά.

Το “όχι” το είχε πει με εκείνη την περίεργη προφορά, με εκείνον τον παράξενο τόνο. Αν τον άκουγες να μιλά λίγο παραπάνω θα νόμιζες ότι δεν είχε ποτέ ξεκόψει από τις αμαρτίες του παρελθόντος. Και, όμως. Πλέον στις φλέβες του κυλούσε υπερβολικά καθαρή η πιο κόκκινη ουσία. Και αν ο τρόπος της ομιλίας του έμοιαζε να κουβαλά τα κατάλοιπα του χτες το έκανε έτσι, για να έχει να θυμάται.

Είχε περάσει πλέον το καυτό μεσημέρι όταν αποφάσισε να μιλήσει. Στο μυαλό του γυρόφερνε εκείνο το “όχι” που είχε ξεστομίσει τόσο απλά, χωρίς να το δικαιολογήσει και ήθελε να μου δώσει μια εξήγηση. Δεν την χρειαζόμουν. Είχα ήδη καταλάβει πολλά περισσότερα από όσα θα μου έλεγε. Δεν χρειαζόμουν μια εξήγηση, αλλά όταν ήρθε, σχεδόν ουρανοκατέβατη σαν την δροσιά του απογεύματος που σε λίγο θα μας λύτρωνε και τους δύο, ήμουν ένα βήμα πριν την ευτυχία.

“Όλα ξεκίνησαν από μια αντίδραση. Αν σε διώχνουν από το ίδιο σου το σπίτι η επανάσταση και η αντίδραση χτυπάνε μέσα σου μαζί με την τρελή εφηβική καρδιά σου. Κάθε πρώτη προσπάθεια δεν έχει από την αρχή τεράστια απήχηση. Ένα βήμα τη φορά, μια μέρα τη φορά είναι αρκετά για να φτάσεις μακριά, πολύ μακριά. Και έρχεται μια μέρα που ανοίγεις τα μάτια σου πραγματικά και βλέπεις ότι οι λίγοι έγιναν πολλοί και οι πολλοί ακόμα περισσότεροι.”

Ήξερα ότι αυτές θα ήταν όλες και όλες οι κουβέντες του μέχρι να φύγει. Και δυστυχώς, δεν αργούσε εκείνη η στιγμή. Οπότε ήπια μία μία τις λέξεις του και το νόημά τους σαν το πιο γλυκό κρασί που είχα πιει ποτέ. Αν και ήταν ακόμα νωρίς για να τις καταλάβω, είχαν ζωγραφιστεί μέσα μου, όπως τα σημάδια στο δικό του σώμα.

Τι θα ήθελα να ήταν; Πατέρας, αδερφός, σύζυγος ή εραστής; Σε ποιο ρόλο θα ήταν καλύτερος και σε ποιον χειρότερος; Θα μπορούσε να είναι όλα μαζί. Λάθος σκέψεις έκανα, γιατί δεν θα πραγματοποιούνταν ποτέ. Το είχα ξεκαθαρίσει. Από άλλο πλανήτη ήμουν εγώ, από άλλο σύμπαν εκείνος και όσο και αν οι διαφορετικές ενέργειες έλκονται, όπως άκουσα έναν σοφό να λέει, δεν έλκονται πάντα.

Το σκοτάδι ερχόταν στην ώρα του, όπως άλλωστε έκανε κάθε φορά. Το παρακολουθούσαμε και οι δύο να καλύπτει με τον αργό αλλά σταθερό ρυθμό του το άγονο τοπίο. Η μέρα θα έφτανε στο τέλος της και εγώ είχα μείνει στην ίδια θέση, χωρίς να κουνηθώ, από την πρώτη στιγμή του ερχομού του. Μετάνιωνα που δεν είχα μιλήσει παραπάνω, που δεν τον είχα ρωτήσει όσα ήθελα. Μετάνιωνα, μα τώρα ήταν αργά γιατί για να μου διηγηθεί την ιστορία της ζωής του δεν έφταναν τόσες λίγες ώρες.

  • Θα έρθεις μαζί μου; με ρώτησε ο Αμερικάνος χωρίς να με κοιτάξει.

Σάστισα. Έχασα τα λόγια μου. Δηλαδή, μπορούσα να φύγω μαζί του; Αναπάντεχη χαρά.

“Κανείς δεν θα έρθει να σε πάρει από εδώ. Κανείς άλλος δεν έρχεται εδώ. Όλοι το ξέχασαν αυτό το σπίτι. Όλοι, εκτός από εμένα”, είπε και το κοίταξε ξανά σα να ήταν το πατρικό του σπίτι, εκείνο που γεννήθηκε και μεγάλωσε, εκείνο που έζησε τις πιο χαρούμενες και τις πιο λυπημένες εποχές, το σπίτι από το οποίο δεν τον έδιωξε ποτέ και κανένας.

Λίγο απόμενε μέχρι να σκοτεινιάσουν τα πάντα. Ο Αμερικάνος σηκώθηκε και με αργές κινήσεις σήκωσε την κουνιστή πολυθρόνα και την έβαλε στη γνωστή της θέση στο εσωτερικό του σπιτιού. Ύστερα, βγήκε έξω, έκλεισε την πόρτα και στάθηκε μπροστά της.

  • Έλα, μην το σκέφτεσαι.

Είχε διαβάσει τη σκέψη μου. Όχι, δεν το σκεφτόμουν καν.

Κατέβηκε τα σκαλιά, γύρισε προς το μέρος μου και μου έτεινε το ζωγραφισμένο χέρι του.

  • It’s time to leave, baby.

Η αμερικάνικη προφορά του αντήχησε παντού.

Χωρίς δεύτερη σκέψη, σηκώθηκα και το έδωσα το χέρι μου.

Είχε πέσει το απόλυτο σκοτάδι όταν ξεκινήσαμε. Το αυτοκίνητο έφυγε με τον ίδιο τρόπο που είχε έρθει. Σηκώνοντας σκόνη και κάνοντας τον εξωφρενικό του θόρυβο.

Γύρισα να κοιτάξω το σπίτι, αλλά δεν το έβλεπα μέσα σε τόσο μαύρο. Έστεκε εκεί, παρατημένο, σαν άνθρωπος λυπημένος που στενοχωριέται όταν φεύγει από κοντά του κάποιος που αγάπησε πολύ.

Στέλιος Θεοδωρίδης
Στέλιος Θεοδωρίδης
Ο ήρωας μου είναι ο γάτος μου ο Τσάρλι και ακροάζομαι μόνο Psychedelic Trance
RELATED ARTICLES

Πρόσφατα άρθρα

Tηλέφωνα έκτακτης ανάγκης

Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος: 11188
Ελληνική Αστυνομία: 100
Χαμόγελο του Παιδιού: 210 3306140
Πυροσβεστική Υπηρεσία: 199
ΕΚΑΒ 166