Τα πρώτα κοντά παντελονάκια διά άρρενας χρονολογούνται από το 1200 μ.Χ. Κατανοητόν ότι υπήρξε μπόλικη ιστορία, λοιπόν, σε έναν κόσμο χωρίς βερμούδες.
Από τον 19ο αιώνα και μετά, οι μόνοι άντρες που έμοιαζαν υπερήφανοι για το γεγονός ότι έδειχναν γαμπίτσα ήταν οι Βαυαροί. Πηγή αυτής της (μάλλον ακατανόητης για τον υπόλοιπο κόσμο) περηφάνιας ήταν τα Lederhosen τους, εκείνα τα παραδοσιακά δερμάτινα και κεντημένα κοντά παντελονάκια με τις τιράντες. Τα κοντά και φουσκωτά παντελόνια που υπήρξαν από τον 13ο αιώνα, τα «breeches», πήγαιναν πάντα σετ με ψηλές και εφαρμοστές κάλτσες και με μικρές παραλλαγές εξακολουθούσαν να υπάρχουν έως τα τέλη του 18ου αιώνα, όταν ξεκίνησε σιγά σιγά η κυριαρχία του μακριού παντελονιού.
Δύο ήταν οι παράγοντες που επέτρεψαν τη δειλή επιστροφή του κοντού παντελονιού στο αντρικό ντύσιμο: Τα σπορ και ο πόλεμος. Το τένις, εξαιρετικά δημοφιλές στην Αγγλία και τις ΗΠΑ τη δεκαετία του 1870, δεν επέτρεπε ενδυματολογικές παραχωρήσεις προς τις γυναίκες (άντε εσύ, τώρα, να σερβίρεις με τον κορσέ), αλλά στους άντρες, εκτός από τα μακριά φανελένια παντελόνια (τα οποία οι κομψοί Αγγλοι γύριζαν μέχρι πάνω από τον αστράγαλο), άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους τα λεγόμενα «knickerbockers», φαρδιά παντελονάκια που στένευαν στο γόνατο.
Υπεύθυνος για την καθιέρωση του σορτς ήταν ένας από τους πρωτοπόρους style-setters που γέννησε το σπορ, ο Βρετανός Henry «Bunny» Austin. Λιγότερο γνωστός από τους Fred Perry και René Lacoste, ωστόσο ένας από τους καλύτερους της εποχής, καταγράφηκε στην Ιστορία εν έτει 1932 ως ο πρώτος αθλητής που εμφανίστηκε στο Φόρεστ Χιλς του Κουίνς, που τότε φιλοξενούσε το US Open, φορώντας λευκό σορτσάκι.
Δύο ήταν οι παράγοντες που επέτρεψαν τη δειλή επιστροφή του κοντού παντελονιού στο αντρικό ντύσιμο: Τα σπορ και ο πόλεμος.
Στη ζωή εκτός courts, η βερμούδα εμφανίστηκε ως μέρος της στολής των Βρετανών στρατιωτών που καλούνταν να αντεπεξέλθουν στο τροπικό κλίμα ή στις συνθήκες της ερήμου (αυτά παθαίνεις άμα έχεις αποικίες εκεί που δεν σε σπέρνουν). Πολύ σύντομα εντάχθηκε στην preppy γκαρνταρόμπα, γεγονός που οδήγησε στα μέσα των ’50s στην απόρριψή της από τη νεολαία. Οι φαν του rock’n’roll προτιμούσαν τα σορτσάκια, θεωρώντας τη βερμούδα συντηρητική –ή, όπως το διατύπωναν πολύ παραστατικά, «fuddy-duddy». Φυσικά, όλα αυτά σήμερα έχουν αλλάξει. Τα φαρδιά και μακριά boardshorts του σερφ φοριούνται ακόμη και από τους προοδευτικότερους των τινέιτζερ, ή μάλλον καθιερώθηκαν κυρίως χάρη σε αυτούς και τις σχέσεις τους με το skate-punk κίνημα. Οι πιο εφαρμοστές και κοντές φόρμες του σορτς θεωρούνται πλέον cult, εντελώς old-school, και σχεδόν κανείς δεν τις τολμά. Θυμίζουν τον (αξεπέραστο, ας σημειωθεί) Bjorn Borg ή τον Owen Wilson ως Ρίτσι στην ταινία The Royal Tenenbaums να κοπιάρει υποδειγματικά το look.
Στην πραγματικότητα, για την κιτς «σκιά» που καλύπτει αυτά τα σορτς ευθύνονται κυρίως τα σορτσάκια στίβου από τους Ολυμπιακούς της Μόσχας το 1980, τα οποία χαρακτήρισαν πολλές κακόγουστες εμφανίσεις που θα επακολουθούσαν μέσα στη δεκαετία, ειδικά σε συνδυασμό με χαίτη λασπωτήρα και «αντρικά» τσόκαρα χρώματος μπεζ. Το πρώτο και αρκετά ισχυρό χτύπημα στο look, που επανέφερε τη φαρδιά και πιο μακριά γραμμή, ήρθε το 1988 με τη μορφή εκείνου του αξέχαστου διαφημιστικού της Nike με πρωταγωνιστές τον Michael Jordan, το baggy βερμουδο-σορτς του και τον Spike Lee.