Η πιο ακριβή ελληνική ταινία ( «Alter ego») τα βάζει με την πιο ακριβή ταινία όλων των εποχών ( «Spider-Μan 3»), την ίδια στιγμή που ένας εξίσου πανάκριβος φίλος από τα παλιά ( «Οι Πειρατές της Καραϊβικής Στο Τέλος του Κόσμου») υπόσχεται να είναι αυτός που θα πει την τελευταία λέξη στα ταμεία. Λίγο πριν οι τρεις πιο πολυσυζητημένες ταινίες του μήνα κάνουν την Ελλάδα να αναστενάξει στα multiplex, το ΣΙΝΕΜΑ βάζει μερικά πράγματα στη θέση τους!
Spider-Man 3: Αγάπη μου, μεγέθυνα τον Άνθρωπο Αράχνη
Ή πώς 250 εκατομμύρια δολάρια και 140 λεπτά «citius, altius, fortius» προθέσεων κατέληξαν σε ένα χρονικό χαμένων ευκαιριών.
Δεν μπορεί, δεν εξηγείται αλλιώς: κάπως πρέπει να σφηνώθηκε στα μεγάλα κεφάλια της Sony ότι το νέο εύρημα του Spider-Μan-που-τα-βάζει-με-τον-εαυτό-του μεταφράζεται σε αριθμούς (οι οποίοι, ως γνωστόν, συνηθίζουν να ξεκινούν εκεί που σταματά η λογική). Γι αυτό είπαν κι εκείνοι να ντοπάρουν χωρίς μέτρο το «Spider-Μan 3», ώστε να αυξήσει ακόμη πιο εντυπωσιακά το εισπρακτικό ρεκόρ του 1,6 δις. δολαρίων που είχαν πιάσει αθροιστικά οι δύο προηγούμενες περιπέτειες. Πρόκειται για μια συνετή και μετρημένη λογική, που αγγίζει την ουσία του κινηματογραφικού μυστηρίου κατευθείαν στον πυρήνα της.
Πιο γρήγορα… έπρεπε να τρέξουν οι διαδικασίες των γυρισμάτων και του post-production, για να προλάβουν στη στροφή την έξοδο του τρίτου «Σρεκ» και των τρίτων «Πειρατών Της Καραϊβικής».
Πιο ψηλά… έπρεπε να τεθεί ο πήχης των ψηφιακών εφέ, και να ξεπεραστεί με την αλάνθαστη λογική της παροιμίας «τώρα που βρήκαμε παπά ας θάψουμε πέντ’ έξι». Ολο και περισσότερες, όλο και πιο εντυπωσιακές σκηνές μάχης για να δείχνουμε ότι το έχουμε μεγάλο το μπάτζετ.
Πιο δυνατά… τα πατριωτικά τα λόγια τα μεγάλα. Πες ότι προσπερνάμε την ταύτιση του Spider-Man με τη Νέα Υόρκη ως αυτονόητη. Πες ότι χωνεύουμε με δυσκολία και το cameo πέρασμα του Σταν Λι για να ξεστομίσει την ατάκα «τελικά, ένας άνθρωπος μπορεί να κάνει τη διαφορά» ή κάτι τέτοιο. Αλλά αυτή η συμβολική σκηνή με τη σημαία εδώ μου έχει κάτσει: ακριβώς πριν τη μεγάλη μάχη και υπό τις επευφημίες του συγκεντρωμένου όχλου, ο Σπάιντι πατάει πάνω στην αστερόεσσα για να πάρει φόρα, δύναμη κτλ. Από τι είναι φτιαγμένη η ρημάδα η σημαία; Ελατήρια έχει μέσα; Απ ό,τι καταλάβατε δεν με ενδιαφέρει το προπαγανδιστικό, αλλά το παράλογο του πράγματος.
(Σε αυτό το σημείο ακούγεται για πρώτη φορά το λευκοντυμένο ανθρωπάκι με τα φτερά δίπλα από το δεξί μου αυτί: Σκέψου όμως ότι, μέσα σε αυτόν τον κυκεώνα διδακτισμού, το «Spider -Man 3» δεν χαϊδεύει τα αυτιά των Αμερικανών όσον αφορά στο ζήτημα της θανατικής ποινής. Η ταινία προβάλλει ξεκάθαρα τη θέση ότι μια χαμένη ανθρώπινη ζωή δεν μπορεί να ισοφαριστεί με μια άλλη. Δίκιο έχεις, του απαντώ, απλώς το κόκκινο ανθρωπάκι με την τρίαινα σε κερδίζει στα σημεία. Πάμε παρακάτω.)
Εκεί δε που χάνει η μάνα το παιδί και αντιστρόφως είναι στην αρένα του σεναρίου, όπου οι παλαιότεροι δικαίως θα θυμηθούν το αθάνατο άσμα «Εφτά Νομά Σε Ενα Δωμά». Ενας, ο πρώην κολλητός του Πίτερ Πάρκερ και γιος του παλιού Goblin. Δύο, ο αριβίστας δημοσιογράφος που γίνεται Venom. Τρεις, η Μπράις Ντάλας Χάουαρντ, που μάλλον έμαθαν ότι ήταν έγκυος και απλώς είπαν να την ταλαιπωρήσουν με τις επικίνδυνες σκηνές. Τέσσερις, ο Sandman και κάτι φλας-μπακ που τον συνδέουν κακήν κακώς με τον αφηγηματικό ιστό. Πέντε, η κρίση στη σχέση με τη Μέρι Τζέιν που μένει στο επίπεδο γυμνασιακής ταινίας. Έξι, το εύρημα της μαύρης στολής και του «κακού» Spider-Man, που θα μπορούσε από μόνο του να στηρίξει ολόκληρη ταινία.
Εδώ εξαντλείται σε κάτι μούτες του Τόμπι Μαγκουάιρ, που θυμίζουν στην καλύτερη κακέκτυπο του Τραβόλτα, στη χειρότερη Μιχαλόπουλο και Γαρδέλη από τα ένδοξα 80s. Εβδομο δεν βρήκα, είναι η αλήθεια, αλλά κι έτσι καταλαβαίνετε γιατί η αρχική σκέψη ήταν το σπάσιμο της υπερτροφικής δράσης σε δύο ταινίες.
Πιο χαμηλά, πιο χαμηλά (αντί υστερόγραφου): Ετσι όπως ήρθαν τα πράγματα, η πιο ειρωνική εκδίκηση για την ανεξέλεγκτη μεγαλομανία του κινηματογραφικού ανθρώπου-αράχνη θα ήταν η ήττα από έναν μικροσκοπικό και αμελητέο αντίπαλο – ένα «Χόμπιτ», για παράδειγμα, όπως τιτλοφορείται το πρίκουελ του «Αρχοντα Των Δαχτυλιδιών» που απειλεί να αφήσει σκηνοθετικά ορφανό τον τέταρτο «Spider-Μan». «Θεέ μου, γιατί ο Σαμ δε μπορεί απλώς να κάνει κάτι μικρό;». Σαν μια όαση γυναικείας λογικής, η Κίρστεν Ντανστ απορεί με την επιμονή του Ράιμι να μεταπηδά από το ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο στο άλλο. Και προτείνει την ιδανική θεραπεία, την οποία προσυπογράφω χωρίς δεύτερη σκέψη:
Η ιδέα που είχα για το τέταρτο «Spider-Μan» ήταν να το κάνουμε χαμηλού κόστους. Τα ειδικά εφέ να είναι λίγο φτηνιάρικα, στο στυλ του «Εvil Dead». Η Μέρι Τζέιν θα μένει έγκυος και θα κάνει οχτώ παιδιά, όπως μια αράχνη. Η ταινία θα ήταν κάτι σαν το «Μωρό Της Ρόζμαρι». Θα χάναμε έτσι ένα κομμάτι του παιδικού κοινού, αλλά θα κερδίζαμε ένα άλλο, μεγαλύτερο ίσως. Με προϋπολογισμό γύρω στα 10 εκατομμύρια δολάρια, θα γυρνούσαμε στο αυθεντικό στυλ του Σαμ Ράιμι. Το πρότεινα ήδη στον ίδιο και νομίζω ότι το σκέφτεται σοβαρά. Επίσης, πιστεύω ότι η ταινία θα έπρεπε να τοποθετείται στην εποχή κατά την οποία δημοσιεύτηκε αρχικά το κόμικ. Αυτό θα είχε πολύ ενδιαφέρον. Πες τα κοπέλα μου…
Πειρατές Της Καραβικής 3: Το φαινόμενο των εφτά θαλασσών
Ενώ οι «Πειρατές Της Καραϊβικής» φτάνουν «Στο Τέλος Του Κόσμου» με την τρίτη και μάλλον τελευταία περιπέτειά τους, εμείς αναρωτιόμαστε αν αξίζει να τους ακολουθήσουμε ξανά.
Η επιτυχία του πρωτότυπου «Χ-Μen» εξασφάλισε την απόλυτη εμπιστοσύνη της Fox στον Σίνγκερ, ο οποίος δεν έφτιαξε μόνο ένα εντυπωσιακό, high tech φιλμ φαντασίας. Εφτιαξε ταυτόχρονα μια συγκινητική, άκρως επίκαιρη αλληγορία υπέρ της διαφορετικότητας. Απέναντί του, ο Γκορ Βερμπίνσκι, με την αμέριστη υποστήριξη του μεγαλοπαραγωγού Τζέρι Μπρουκχάιμερ εμπνεύστηκε από τη διαδρομή ενός από τα πιο διάσημα τρενάκια της Ντίσνεϊλαντ για να συναρμολογήσει μια μεταμοντέρνα, φρέσκια και απολαυστική σαν θαλασσινό αεράκι πειρατική περιπέτεια φαντασίας. Συνάμα εμπιστεύτηκε στον – ακούραστο επαναστάτη- Τζόνι Ντεπ το πλάσιμο ενός εκκεντρικού, πρωτόγνωρου στα κινηματογραφικά χρονικά ήρωα, που έμελλε να εξασφαλίσει στον παραγνωρισμένο ηθοποιό την πρώτη του οσκαρική υποψηφιότητα και να αναδειχθεί σε εμβληματική, απόλυτα cult φιγούρα του σινεμά και της ποπ κουλτούρας.
Ήταν φανερό πως οι καιροί είχαν αλλάξει. Η τεχνολογία της εικόνας είχε πλέον ξεπεράσει κάθε όριο. Το κοινό τα είχε δει κυριολεκτικά όλα. Αυτό που τώρα λαχταρούσε ήταν αυθεντικές συγκινήσεις: ένα εμπορικό σινεμά που δεν επιδιώκει το υπερθέαμα ως αυτοσκοπό. Ενα σινεμά που θα εκμεταλλευόταν με λογική και ευαισθησία την κληρονομιά που του άφησε η τριλογία του «Αρχοντα Των Δαχτυλιδιών».
Η διαπίστωση αυτή δεν εμπόδισε τον Μπρουκχάιμερ να αυξήσει τους τραπεζικούς του λογαριασμούς, επιχειρώντας όχι μια, αλλά δύο συνέχειες των «Πειρατών» του. Παίρνοντας παράδειγμα από την πονηρή… ειλικρίνεια του ήρωά του (και για να αποφύγει την κατακραυγή που υπέστησαν οι αδερφοί Γουατσόφσκι για τα «Μatrix Reloaded» και «Revolutions»), ομολόγησε πως ήταν απλά η επιτυχία της πρώτης ταινίας που τον οδήγησε στην απόφαση πραγματοποίησης των δεύτερων και τρίτων «Πειρατών», πως ουδέποτε είχε στο μυαλό του μια τριλογία και ότι αμφότερες οι καινούργιες ταινίες ξεκίνησαν γυρίσματα πριν ολοκληρωθούν τα σενάρια τους.
Γεγονός που γίνεται εύκολα αντιληπτό στο φλύαρο, μπερδεμένο, σαφώς λιγότερο πρωτότυπο ή ευφάνταστο σε σύγκριση με τον προκάτοχό του «Σεντούκι Του Νεκρού». Το μεδούλι όμως της ύπαρξής του, ο Τζακ Σπάροου, παρέμεινε αμόλυντο, ζουμερό και αναρχικό, οδηγώντας χωρίς ενοχή ολόκληρο το φιλμ σε πιο καθαρόαιμα κωμικούς ατραπούς, κι έτσι το κοινό δεν του γύρισε την πλάτη.
Αντίθετα, το επιβράβευσε με εισπράξεις στις ΗΠΑ μεγαλύτερες κατά 100 εκατομμύρια δολάρια από τα 300 και κάτι της πρώτης ταινίας. Και θα συρρεύσει και πάλι φέτος στο «Τέλος Του Κόσμου», όχι απαραίτητα για να μάθει το τέλος της ιστορίας, αλλά για να ψυχαγωγηθεί ξανά από τον πιο αποκαλυπτικά ανθρώπινο «πειρατή» που αντίκρισε ποτέ στον καθρέφτη της πραγματικότητάς του, έναν αντιήρωα στην καρδιά του mainstream.
H σημαντικότερη συμβολή του Κάπτεν Τζακ Σπάροου στη -σινεφίλ και μη- ανθρωπότητα ήταν ο ουσιαστικά ηρωικός, έντιμος, αλλά και αυτοσαρκαστικός τρόπος με τον οποίο αντιμετώπιζε τις αναποδιές της ζωής, παρά την κάθε άλλο παρά πολιτικά ορθή ή clean-cut εμφάνιση και συμπεριφορά του. Με άλλα λόγια, ο τρόπος που έφερε το διφορούμενο, τρομακτικό για κάποιους κοινωνικό περιθώριο στο προσκήνιο – στην καρδιά του λαμπερού, κινηματογραφικού mainstream.
Alter ego: Πως μια ταινία – συμβάν απλούστατα δεν συμβαίνει
Ναι ο Σάκης παίζει καλά. Με τη διαφορά ότι αυτό δεν ήταν εξαρχής το μοναδικό ζητούμενο!
To «Alter ego», από τη σύλληψή του μέχρι την πραγμάτωσή του, πλασαρίστηκε ως η ταινία με τον Σάκη. «Παίζει ο Σάκης στο σινεμά», «Του γυρίζουν ταινία» και άλλα τέτοια ακούγονταν στις ψιλές κουβέντες του κοινού. Μια ταινία βασισμένη πάνω του με σκοπό την εκμετάλλευση της φήμης του. Κανένα πρόβλημα ως εδώ – έχει ξανασυμβεί πολλάκις με διάφορους αστέρες στο παρελθόν.
Και πράγματι η ταινία είναι χτισμένη πάνω του, παρουσιάζοντάς τον με ιδιότητες που σε μια ιδανική περίπτωση θα άνοιγαν τις πιθανότητες στον fan-θεατή να ταυτιστεί σε μια από αυτές μαζί του: ο ποπ σταρ, ο φίλος, ο εραστής… Τελειώνοντας η ταινία, όμως, σε κάνει να νιώθεις ότι η ταινία δε «συμβαίνει». Ο ίδιος ο Σάκης δε «συμβαίνει» πουθενά. Η μουσική διάσταση του ρόλου του ακόμα αναζητείται. Οι μεταπτώσεις του από την τροπή της ζωής του κολλητού του δεν υπάρχουν. Γενικά, το «Alter ego» γυρισμένο με προσοχή, χρήματα και επιμονή, σε σκηνοθεσία του φρέσκου Νικόλα Δημητρόπουλου έχει τον αέρα του event release, χωρίς όμως να κεφαλαιοποιεί καμία από τις πρώτες ύλες του.
Ο λόγος που η ταινία δεν προσφέρει κανένα πεδίο συζήτησης είναι επειδή, απλά, δε δίνει καμία αφορμή: η σκηνοθεσία της είναι μάλλον διεκπεραιωτική , αλλά δεν είναι και σε καμία περίπτωση κακή. Ο Σάκης, δεν είναι αποκαλυπτικός ως ηθοποιός, αλλά πουθενά δεν εμφανίζεται και ως τραγικός. Αν το στοίχημα ήταν το αν ο Ρουβάς μπορεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες του ρόλου του χωρίς να δώσει αφορμές για φαρμακερό κουτσομπολιό, τότε ναι, κερδήθηκε. Πουθενά δεν υπάρχουν αφορμές να καγχάσεις με την υποκριτική του.
Πουθενά όμως δεν αισθάνεσαι να δικαιολογείς ως θεατής και την παρουσία του στο πανί. Φαντάζομαι όμως ότι οι προθέσεις της Village Films δεν ήταν να αποδείξει απλά ότι «ναι, ο Σάκης μπορεί». Πρόθεσή της ήταν να δημιουργήσει μια ταινία με τον Σάκη στο ρόλο του εμπρηστή της αδρεναλίνης του κοινού. Ο εμπρησμός, όμως, καταστέλλεται πριν καν ανάψει η σπίθα.
Όλη η ταινία πατάει σε ένα «ασφαλές»(;) μπαράζ από κλισέ: τίποτα δεν αποκλίνει από την πορεία. Η πραγματική ζωή είναι ένα γερό μάθημα για τους απογειωμένους «τρελούς» του ροκ εν ρολ και ο σταρ, παρότι στη δίνη της φήμης και των προσωπικών του αδιεξόδων, κερδίζει το δύσκολο κορίτσι και βρίσκει την ευτυχία, προφανώς. Και όλη αυτή η πορεία σε έναν τεχνικό καμβά άριστο (για τα δεδομένα της ελληνικής κινηματογραφικής πραγματικότητας), ένα πλαίσιο ηθοποιών σωστά επιλεγμένων, μια ματιά στο τι σημαίνει να είσαι αστέρι της ποπ αρκούντως συντηρητική και ένα αισθητικό προφίλ που δεν προσβάλλει, αλλά δεν συνάδει και με τη σύγχρονη πραγματικότητα της Ελλάδας.
Όλη η ουσία της… «αναίμακτης» φύσης αυτής της ταινίας βρίσκεται σημειολογικά, στη σκηνή του πούλμαν από Αθήνα προς Θεσσαλονίκη. Ο Σάκης αρπάζει την κιθάρα του και αρχίζει να τραγουδάει το κλασικό «Suspicious Μinds» του Ελβις Πρίσλεϊ. Στο πρώτο κουπλέ ερμηνεύει με τη συνοδεία μόνο της κιθάρας, από το ρεφρέν όμως μπαίνουν σταδιακά στο καρέ και τα υπόλοιπα μέλη του γκρουπ, που τον σιγοντάρουν στον «αυθορμητισμό» της στιγμής.
Στο δεύτερο κουπλέ, έχει προστεθεί πλήρης ενορχήστρωση στο κομμάτι και ο Σάκης όρθιος πλέον και χαμογελαστός κορυφώνει το τραγούδι, με τους υπόλοιπους παραδομένους στη νιρβάνα της στιγμής. Με βλέμμα λαμπερό και χαμόγελο διάπλατο, ο Σάκης τραγουδάει το «Suspicious Μinds», προβάλλοντας το σεξαπίλ, την αισιοδοξία ενός αστέρα που δεν του λείπει τίποτα. Αυτοπεποίθηση, εμπειρία, ενέργεια, φωνητική ορθότητα… Ο,τι ακριβώς ΔΕΝ επικοινωνεί με τους πικρούς, δραματικούς στίχους του το «Suspicious Μinds»… Got it?