ΑρχικήΨυχαγωγίαΜουσικήΟ βίος και η μουσική του Sergei Prokofiev

Ο βίος και η μουσική του Sergei Prokofiev

Υπάρχουν άνθρωποι εκεί έξω που καταναλώνουν τη λεγόμενη “κλασσική μουσική” και επί του γενικότερου ορχηστρική μουσική σαν να είναι σοκολατάκια. Πάρε πρώτα Bach, στα καπάκια πάρε Chopin και μετά Paganini και δεν συμμαζεύεται. Υπάρχουν άνθρωποι που εκστασιάζονται με ετούτη τη μουσική, αφού ενδέχεται να τραγουδάνε και στο μπάνιο όπερα, γνωρίζοντας από έξω και ανακατωτά όλες τις συμφωνίες του Mozart και πάει λέγοντας.

Προσωπικά τυχαίνει να ανήκω στη παραπάνω κατηγορία ανθρώπων.

Εν ολίγοις δε μπορώ να πω ότι αυτό το είδος μουσικής με ενθουσιάζει παράφορα. Το συμπαθώ μεν, αλλά δεν θα κάτσω να του δώσω πολλή βάση. Θα το ακούσω ευχάριστα, αλλά συνήθως επειδή κάποιος (ο παρανοϊκός αδερφός μου επί τo πλείστον) έχει βάλει τέτοια μουσική στον ίδιο χώρο που βρίσκομαι και εγώ.

Το δικό μου τ’ αυτάκι μελώνει με μπλιμπλίκι, μαυρίλα, θόρυβο, βρωμιά ή φολκλορικά χοροπηδήματα και μερακλώματα συχνά φορτισμένα με μια δόση επικούρας. Πέρα από το στοιχείο της επικότητας και τις καταχνιάς κατά περιπτώσεις, η κλασσική μουσική συνήθως δε περιέχει τις ακουστικές ποιότητες που με ιντριγκάρουν, που με κάνουν να πω “ωπ, αυτό τα σπάει ρε!“.

Είπα “συνήθως“. Υπάρχουν μερικές φορές που σπάει ο διάολας το ποδάρι του και εγώ πέφτω πάνω σε ορχηστρική μουσική που μου γλυκαίνει τα αυτιά.

Σε γενικές γραμμές φαίνεται να τρέφω μια συμπάθεια προς τους Ρώσους μουσικοσυνθέτες. Ίσως φταίει η “Λίμνη των Κύκνων” για αυτό, που είχε λιώσει μέσα στο κεφάλι μου όταν ήμουνα μικράκι. Ίσως φταίει που σε μεγάλο μέρος η μουσική τους περιέχει μια ενδιαφέρουσα νταρκίλα και το στοιχείο την επικότητας που λέγαμε πιο πάνω καθώς και παιχνιδίσματα που προσεγγίζουν το folk κατά σημεία.

Ίσως για τους παραπάνω λόγους έφαγα πετριά με τον Prokofiev, όταν πρωτοάκουσα τη μουσική του αυτούσια και όχι λερωμένη από φωνητικά και παραμόρφωση σε κάποιο κομμάτι φασιστοφέροντος neofolk σχήματος. Μουσική του από μόνη της μου φάνηκε να περιλαμβάνει στοιχεία που γουστάρω με έναν δικό της ιδιαίτερο τρόπο, πράγμα που με έκανε να πω “let’s dig this guy” τόσο μουσικά όσο και βιογραφικά.

Οπότε, ας αφήσουμε στην άκρη την υποκειμενικότητα των μουσικών μου προτιμήσεων και πάμε βουρ για βιογραφία.

Μπορεί η ζωή του να μην υπήρξε τόσο βαβούρικη και αλλοπρόσαλλη σε σχέση με του περισσότερου κόσμου που κυκλοφορεί σε αυτή τη στήλη, αλλά έχει κάποιες ενδιαφέρουσες συγκυρίες που ίσως σου τραβήξουν το ενδιαφέρον. Επίσης ας αναφέρω, πως τουλάχιστον στα ξεκινήματά του ο Prokofiev υπήρξε επαναστάτης και προχώ σαν μουσικός, με το πέρας της ηλικίας του αναγκάστηκε να καταλαγιάσει, αλλά αυτά θα τα δούμε με λεπτομέρεια πιο κάτω.

Ο Sergei Sergeyevich Prokofiev (ελληνικά: Σεργκέι Σεργκέγιεβιτς Προκόφιεφ και στα ρώσικα Сергей Сергеевич Прокофьев‎) γεννήθηκε στις 23 Απριλίου του 1891 στη Sontsovka, όπου αποτελούσε εξοχικό και απομονωμένο τμήμα της τότε Ρωσικής Αυτοκρατορίας (πλέον η περιοχή λέγεται “Krasne” και ανήκει στην ανατολική πλευρά της Ουκρανίας).

Ο πατέρας του ήταν γεωπόνος και η μητέρα του πιανίστρια, αφοσιωμένη στην μουσική της. Ακούγοντάς την ο μικρός Sergei άρχισε να αναπτύσσει ενεργό ενδιαφέρον για την μουσική.

Έτσι, τον βρίσκουμε στα 5 του να συνθέτει το πρώτο του κομμάτι, με τίτλο “Indian Gallop“, ενώ τέσσερα χρόνια αργότερα συνέθεσε και την πρώτη του όπερα με τίτλο “The Giant“. Μέσα σε αυτά τα τέσσερα χρόνια φυσικά έκανε και άλλες συνθέσεις, καθώς και έμαθε να παίζει σκάκι, ασχολία η οποία όπως και η μουσική αποτέλεσε ισόβια καύλα του.

Όταν ο μικρός μας ήταν 11 χρονών η μητέρα του γνώρισε τον επιμελητή του Ωδείου της Μόσχας Sergei Taneyev, ο οποίος της πρότεινε να αφήσει τον γιο της να παρακολουθήσει επίσημα μαθήματα πάνω στο πιάνο και στην σύνθεση και ανέλαβε να του βρει μέντορα. Μετά από μια αποτυχημένη προσπάθεια να κάνει συμφωνία με τον Alexander Goldenweisser, τα κανόνισε με τον συνθέτη Reinhold Glière. Έτσι ο μικρός Sergei πέρασε το καλοκαίρι του 1902 στη Sontsovka, μελετώντας μουσική μαζί με τον Glière.

H μαθητεία του με τον Glière του έδωσε τα βασικά εργαλεία για να αρχίσει να συνθέτει μικρά πειραματικά κομμάτια για πιάνο, με παράφωνες αρμονίες σε ασυνήθιστους χρόνους. Ο ίδιος ο Sergei αναφέρει βέβαια πως ενώ ο Glière ήταν εξαιρετικός δάσκαλος, του έκανε ζημιά μαθαίνοντάς του μια τυπική προσέγγιση στη σύνθεση, η οποία τον ζόρισε για να την “ξεμάθει“.

Μια διετία αργότερα η μητέρα του, θεωρώντας πως στην Sontsovka ο Sergei ήταν αρκετά απομονωμένος, πράγμα που τον εμπόδιζε στην μουσική του εξέλιξη, τον πήρε και πήγαν στην Αγία Πετρούπολη για να δουν αν υπήρχαν οι συνθήκες να μείνουν εκεί και να συνεχίσει ο Sergei τις μουσικές του σπουδές. Εκεί τους σύστησαν τον συνθέτη Alexander Glazunov, ο οποίος ενθουσιάστηκε με την μουσική που είχε συνθέσει ο μικρός και έπεισε την μάνα του να τον γράψει στο Ωδείο της Αγίας Πετρούπολης. Την ίδια χρονιά πέρασε τις εισαγωγικές εξετάσεις και μπήκε φορτσάτος στο ωδείο.

Όντας μικρότερος από τα υπόλοιπα παιδιά στο ωδείο και έχοντας γνώσεις και τουπέ, πολλοί τον έβλεπαν σαν εκκεντρικό και αλαζόνα, αλλά τον ίδιο ίσα που τον ένοιαζε. Αυτός εκπλήρωνε την καύλα του μαθητεύοντας κάτω από τους καλύτερους δασκάλους και γράφοντας τη μουσική που γούσταρε. Από εκείνο τον καιρό κιόλας θεωρούνταν “μουσικός επαναστάτης” εξαιτίας των μη κομφορμισμένων συνθέσεών του.

Τελείωσε τις σπουδές του στο ωδείο το 1909, αλλά συνέχισε να παρακολουθεί μαθήματα υπό την Anna Yesipova και τον Nikolai Tcherepnin. Την επόμενη χρονιά όμως έμεινε ορφανός από πατέρα, πράγμα που σήμαινε πως είχε τραγική μείωση στις χρηματικές του αποδοχές.

Ευτυχώς για τον ίδιο δεν αναγκάστηκε να αφήσει το αντικείμενό του, μιας και ήδη είχε ξεκινήσει να κάνει όνομα σαν μουσικός. Φυσικά μεγάλο μέρος του φιλόμουσου κοινού της Αγίας Πετρούπολης διαολόστελνε τις φουτουριστικές του συνθέσεις, αλλά οι ίδιοι οι μοντερνιστές καλλιτέχνες και λόγιοι τον αγαπούσαν για αυτές.

Το 1911 του δόθηκε βοήθεια από τον μουσικολόγο και κριτικό Alexander Ossovsky, o οποίος κατάφερε να του κλείσει συμβόλαιο με τον Boris P. Jurgenson ο οποίος θα εξέδιδε τη μουσική του. Δύο χρόνια αργότερα ο δικός μας κατάφερε να πάει στο Παρίσι και στο Λονδίνο όπου είδε από κοντά τα μπαλέτα του Sergei Diaghilev.

To 1914 τελείωσε με την καριέρα του στο ωδείο, κερδίζοντας στην “μάχη των πιάνων“, έναν διαγωνισμό στον οποίο διαγωνίζονταν οι 5 καλύτεροι πιανίστες του ωδείου με τρόπαιο ένα μεγάλο πιάνο Schreder. Μετέπειτα πήγε και πάλι στο Λονδίνο, όπου έκλεισε συμβόλαιο με τον Diaghilev και μπήκε στο τριπάκι να γράψει το πρώτο του μπαλέτο. Δυστυχώς για αυτόν, ο Diaghilev απέρριψε το έργο ενώ αυτό βρισκόταν ακόμα σε εξέλιξη.

Μετά από αυτή την κατατραπακιά ,του ζήτησε να συνθέσει ακόμα ένα μπαλέτο, το “Chout“, για το οποίο ο Prokofiev άντλησε έμπνευση από φολκλόρ ιστορίες καταγεγραμμένες από τον Alexander Afanasyev.

Λόγω της τότε απειρίας του με τα μπαλέτα, αναγκάστηκε να κάνει αναθεώρηση του εν λόγω έργου μια 5ετία αργότερα και το 1921, όταν ανέβηκε για πρώτη φορά, κέρδισε τον ενθουσιασμό και τον σεβασμό σύγχρονων του καλλιτεχνών όπως του Stravinski και του Cocteau.

Κατά τα ξεσπάσματα του ‘Α Παγκοσμίου Πολέμου, ο Prokofiev θέλοντας να αποφύγει την επιστράτευση, επέστρεψε στο ωδείο και έπιασε να μάθει εκκλησιαστικό όργανο – κατά τη γνώμη μου μαγκιά του που το έκανε, ήταν μια κίνηση πολύ πιο έξυπνη από το να πάει και να σφαχτεί σε έναν πόλεμο που παίζονταν συμφέροντα και εθνικιστικές ανοησίες άλλων.

Το 1917 συνέθεσε την πρώτη του συμφωνία με τίτλο”Classical” (κατέβα από το καλάμι, λέμε) η οποία μεν είχε προσέγγιση και φόρμες κλασσικής μουσικής, αλλά ενσωμάτωνε μέσα σε αυτές μοντερνιστικά στοιχεία. Τον επόμενο χρόνο λόγω της πολιτικής αναμπουμπούλας που έτρεχε στη Ρωσία αναγκάστηκε να φύγει στην Αμερική — πριν το φευγιό του έπιασε παρτίδες με τους Μπολσεβίκους, οι οποίοι τον παρότρυναν να φύγει και να κυνηγήσει το όνειρο του στο Αμέρικα.

Πάτησε το πόδι του στο San Francisco στις 11 Αυγούστου του 1918 και ξεκίνησε δυνατά την καριέρα του εκεί με ένα σόλο κονσέρτο στη Νέα Υόρκη, ενώ μετά του δόθηκε ευκαιρία να υπογράψει συμβόλαιο για την παραγωγή της όπεράς του “The Love for Three Oranges“. Μόνο που εδώ του στράβωσε το πράγμα: ο σκηνοθέτης αρρώστησε και πέθανε, με αποτέλεσμα να αναβληθεί το ανέβασμα της όπερας. Το θέμα είναι πως στην παραγωγή της έπεσε πολύς κόπος και χρόνος, πράγμα που έκανε τον Prokofiev να μείνει πίσω στη δουλειά του και να αρχίσει να αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες.

Έτσι από την άνοιξη του 1920 κιόλας, βρέθηκε να βολοδέρνει στο Παρίσι, μιας και δεν ήθελε να γυρίσει στη πατρίδα του ως “αποτυχημένος“. Ευτυχώς στο Παρίσι το πράγμα του έστρωσε, με το παρισινό κοινό να είναι πιο “έτοιμο” για τη μουσική του και εκτός αυτού τα έκανε και πάλι πλακάκια με τον Diaghilev. Παράλληλα, η όπερά του ανέβηκε τον Σεπτέμβρη του 1921 στο Σικάγο και την διεύθυνε ο ίδιος.

Το 1922 πήγε στις Βαυαρικές Άλπεις (στη πόλη Ettal) μαζί με τη μητέρα του, με σκοπό να συγκεντρωθεί στις συνθέσεις του. Περισσότερο χρόνο αφιέρωσε στη σύνθεση της όπερας “The Fiery Angel“, με υπόθεση βασισμένη σε βιβλίο του Valery Bryusov. Εκείνη την περίοδο άρχισε να αποκτάει αξιόλογο αριθμό θαυμαστών πίσω στη Ρωσία καθώς και προτάσεις για να γυρίσει εκεί, τις οποίες όμως απέρριψε.

Προτίμησε να παντρευτεί την Ισπανίδα τραγουδίστρια Carolina Codina, το 1923 και να πάνε να μείνουν μαζί στο Παρίσι. Εκεί έγραψε ορισμένα ακόμη έργα, τα οποία δέχτηκαν χλιαρή κριτική και έφτιαξε τις σχέσεις του με τον Stravinsky που από ένα σημείο και μετά πρέπει να χάλασαν.

Καθ’ όλη τη δεκαετία του ’20 και μέχρι το’30 περιόδευε, έγραφε όπερες, συμφωνίες και μπαλέτα, έχοντας σαν βάση του το Παρίσι. Όμως είχε αρχίσει να νοσταλγεί την πατρίδα του και αποφάσισε να γυρίσει πίσω εν έτη 1936. Τον επόμενο χρόνο ακολούθησε και η οικογένειά του.

Όμως υπό το καθεστώς της Σοβιετικής Ένωσης υπήρχε έλεγχος στη καλλιτεχνική παραγωγή και φυσικά από τον έλεγχο δεν γλίτωσε και ο δικός μας. Κατηγορήθηκε για φορμαλιστικές τάσεις και αναγκάστηκε να αρχίσει να κομφορμίζεται μουσικά, πράγμα που φυσικά δε παίζει να τον ευχαριστούσε ιδιαίτερα.

Και όταν πήγε να ανεβάσει την πρώτη του όπερα στα Σοβιέτ, με τίτλο “Semyon Kotko“, η NKVD συνέλαβε και εκτέλεσε τον υποψήφιο σκηνοθέτη της, τον Vsevolod Meyerhold. Στα καπάκια ανάγκασαν τον Prokofiev να συνθέσει το κομμάτι “Zdravitsa” (το οποίο θα βρεις στα αγγλικά σαν “Hail to Stalin“) ως φόρο τιμής για τα 60α γενέθλια του αρχηγού — το βιντεάκι στο λινκ είναι θησαυρός, δες το όλο.

Μεγάλη ήττα πάντως. Δε φτάνει που του σκότωσαν τον σκηνοθέτη, τον έβαλαν να γράψει τραγουδάκι και για τον Ιωσήφ.

Μετά από αυτό το δυσάρεστο περιστατικό, έγραψε 3 σονάτες (Piano Sonatas 6, 7 & 8) για να του φύγει η πίκρα. Η ακόμα μεγαλύτερη ειρωνεία εδώ, που σε κάνει να θέλεις να χτυπήσεις το κεφάλι σου στον τοίχο, είναι πως η 7η και η 8η βραβεύτηκαν με “Stalin Prize” δεύτερης και πρώτης τάξης αντίστοιχα, άσχετα αν αυτά τα έργα αποτελούσαν την εκτόνωση του Prokofiev απέναντι στο σταλινικό καθεστώς.

Με το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου έφυγε μαζί με άλλους καλλιτέχνες προς τον Καύκασο. Λίγο καιρό πριν την εισβολή των γερμανικών στρατευμάτων στην Ρωσία το 1941, είχε καταπιαστεί με το να γράψει μια όπερα βασισμένη στο “Πόλεμος και Ειρήνη” του Tolstoy.

Επίσης, εκείνη την περίοδο πήρε επίσημα διαζύγιο από την Carolina, μιας και ο δικός μας έβγαζε τα ματάκια του με την Mira Mendelson η οποία ήταν συγγραφέας και μόλις 25 χρονών όταν τα έμπλεξε με τον μουσικάντη μας. Πάντως, μάλλον από ενοχή, όταν εγκατέλειπε τη Ρωσία ζήτησε από την πρώην σύζυγο να πάρει τους 2 γιους τους και να πάει μαζί του. Η ίδια αρνήθηκε να δεχτεί τη βοήθειά του, αλλά άφησε τους γιους της να πάνε, ελπίζοντας πως θα γλιτώσουν τη πολεμική κτηνωδία.

Το 1941 βρέθηκε στο Καζακστάν μαζί με τον Eisenstein, όπου καταπιάστηκε πάλι με την σύνθεση μουσικής, ενώ την επόμενη χρονιά πήγε σε μια παροικία συνθετών κάπου έξω από τη Μόσχα. Εκεί έπαθε μια άσχημη διάσειση από την οποία δεν ανάρρωσε πλήρως ποτέ του, πράγμα που μείωσε τη μουσική του παραγωγικότητα.

Άσε που μετά τον πόλεμο η θηλιά του κρατικού ελέγχου έσφιξε πολύ περισσότερο γύρω από τον λαιμό των καλλιτεχνών που έμεναν στη Ρωσία, με αποτέλεσμα να απαγορευτεί η κυκλοφορία πολλών έργων του Prokofiev και οι ιδιοκτήτες θεάτρων να αποφεύγουν να τον αφήνουν να βάζει το χέρι του σε παραστάσεις για να μην βρουν τον μπελά τους, πράγμα που τον οδήγησε σε οικονομικές δυσκολίες.

Με τα χρόνια άρχισε να έχει ακόμα περισσότερες δυσκολίες με την υγεία του, με αποτέλεσμα την ακόμα μεγαλύτερη μείωση της παραγωγής του (σαν να μην έφτανε που το σταλινικό καθεστώς τον είχε στη μπούκα…) και εν τέλει πέθανε στην ηλικία των 61 ετών στις 5 Μαρτίου του 1953, την ίδια μέρα που ανακοινώθηκε και ο θάνατος του Stalin.

Επειδή το σπίτι του Prokofiev ήταν πολύ κοντά στη Κόκκινη Πλατεία, για τρεις μέρες όπου γινόταν το “σώσε” από απελπιστικούς προσωπολάτρες που μαζεύτηκαν για να θρηνήσουν τον θάνατο του τυράννου (εμ, “ηγέτη” τους εννοούσα) ήταν αδύνατον να μεταφερθεί η σωρός του μουσικού μας έξω από το σπίτι και να ταφεί. Αφού τελείωσε το πατιρντί τον έθαψαν στο νεκροταφείο Novodevichy.

Και κάπου εδώ τελειώσαμε με τον Prokofiev. Ίσως να σε κούρασε η διήγηση, ίσως να μην σε ενθουσίασε και τόσο η μουσική του, αλλά γούστα είναι αυτά.

Για κλείσιμο πάρε τον “Χορό των Ιπποτών” από την πιο γνωστή όπερα του Prokofiev, το “Romeo and Juliet“, χωρίς φασιστοφέρουσες παρεμβολές και εμείς θα τα πούμε στην την επομένη βιογραφία.

Στέλιος Θεοδωρίδης
Στέλιος Θεοδωρίδης
Ο ήρωας μου είναι ο γάτος μου ο Τσάρλι και ακροάζομαι μόνο Psychedelic Trance
RELATED ARTICLES

Πρόσφατα άρθρα

Tηλέφωνα έκτακτης ανάγκης

Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος: 11188
Ελληνική Αστυνομία: 100
Χαμόγελο του Παιδιού: 210 3306140
Πυροσβεστική Υπηρεσία: 199
ΕΚΑΒ 166