Λίγοι άνθρωποι, μη όντας καλλιτέχνες, κατάφεραν οι ίδιοι να επηρεάσουν τις παραστατικές τέχνες όπως ο Ρώσος Sergei Diaghilev (ελληνικά Σεργκέι Πάβλιβιτς Ντιαγκίλεφ και στα ρώσικα Сергей Павлович Дягилев), εμπνευστής και θεατρικός διευθυντής των Ballets Russes.
Ο Diaghilev, γόνος εύπορης και καλλιεργημένης οικογένειας γεννήθηκε το 1872 στο Selishchi. Αν και έχασε νωρίς την μητέρα του είχε ιδιαίτερα στενή σχέση με την δεύτερη σύζυγο του πατέρα του, που του μετέδωσε την αγάπη της για τις τέχνες.
Το 1890 η οικογένεια του, που για χρόνια διατηρούσε έναν τρόπο ζωής ο οποίος ξεπερνούσε τις οικονομικές της δυνατότητες, χρεοκόπησε. Το ίδιο διάστημα εκείνος έφυγε για την πρωτεύουσα ώστε να σπουδάσει Νομική στο πανεπιστήμιο του St. Petersburg, γρήγορα όμως άφησε τις σπουδές του για να μελετήσει μουσική και τραγούδι στο Ωδείο.
Ονειρευόταν να ασχοληθεί με την σύνθεση, αλλά εγκατέλειψε την ιδέα όταν ο καθηγητής του Nikolai Rimsky – Korsakov του απέκλεισε κάθε ελπίδα να τα καταφέρει λόγω έλλειψης ταλέντου.
Το διάστημα των σπουδών του ο ξάδελφός του Dmitry Filosofov τον έφερε σε επαφή με την καλλιτεχνική/λογοτεχνική ομάδα “Nevsky Pickwickians“, μέλη της οποίας ήταν και οι Alexandre Benois, Walter Nouvel, Konstantin Somov και Léon Bakst.
Το πάθος του επαρχιώτη Diaghilev να μάθει περισσότερα, η συνεχής μελέτη του ώστε να κατανοήσει τόσο την Δυτική όσο και την Ρωσική Τέχνη αλλά και οι εξαιρετικές οργανωτικές του ικανότητες έκαμψαν τις αρχικές αντιστάσεις και η ομάδα τον αποδέχτηκε ως ισότιμο μέλος.
Το 1899 ο Diaghilev έγινε βοηθός του νέου διευθυντή των Αυτοκρατορικών Θεάτρων Sergei Mikhaylovich Volkonsky και του ανατέθηκε η επιμέλεια της επετηρίδας τους. Η νέα του θέση του έδωσε την δυνατότητα να προτείνει ενδιαφέρουσες συνεργασίες στους φίλους του, με αποκορύφωμα την συνεργασία του με τον Benois στο ανέβασμα της “Sylvia“ του Delibes, μιας μεγάλης παραγωγής που εντυπωσίασε.
Η σχέση του με τον Volkonsky ωστόσο γινόταν ολοένα και πιο ανταγωνιστική και οι διαφωνίες ανάμεσά τους όλο και συχνότερες, με αποτέλεσμα το 1901, αφού αρνήθηκε να συνεχίσει να επιμελείται την επετηρίδα, την αποπομπή του Diaghilev από τα Αυτοκρατορικά Θέατρα.
Mετέπειτα, ταξίδεψε σε ολόκληρη την Ρωσία και το 1905 διοργάνωσε μια μεγάλη έκθεση με θέμα την Ρωσική Προσωπογραφία στην στο St. Petersburg, ενώ την επόμενη χρονιά μια μεγάλη έκθεση Ρωσικής Τέχνης στο Petit Palais στο Παρίσι. Αυτή την πρώτη Γαλλική συνεργασία ακολούθησε το 1907 η παρουσίαση πέντε κονσέρτων Ρωσικής Μουσικής και το 1908 το ανέβασμα της όπερας του Mussorgsky “Boris Godunov” στην Όπερα του Παρισιού.
Η επιτυχία αυτής της παραγωγής εξασφάλισε στον Diaghilev την πρόσκληση να ανεβάσει τον επόμενο χρόνο, το 1909, μια ακόμη όπερα αλλά και ένα μπαλέτο — και αυτή ήταν η αρχή των περίφημων “Ballets Russes”. Του πιο καινοτόμου χορευτικού θιάσου του 20ου αιώνα που συνδυάζοντας την ευρωπαϊκή με την ρωσική παράδοση και εισάγοντας μοντερνιστικά στοιχεία, έγινε η αφορμή για δεκάδες συνεργασίες ανάμεσα σε κορυφαίους μουσικούς, χορογράφους, χορευτές, εικαστικούς καλλιτέχνες και σχεδιαστές κοστουμιών, καθώς επίσης άλλαξε έγινε σημείο αναφοράς για τις παραστατικές τέχνες.
Μπορεί να μην είχε ταλέντο στην τέχνη ο ίδιος, ο Diaghilev όμως είχε το μοναδικό χάρισμα να αναγνωρίζει το ταλέντο στους άλλους και να φέρνει σε επαφή τα μεγαλύτερα δημιουργικά μυαλά της εποχής με την οδηγία να τον εντυπωσιάσουν.
Μέχρι εκείνη την εποχή τα σκηνικά είχαν δευτερεύοντα ρόλο στις θεατρικές παράγωγες και κατασκευάζονταν από ομάδες τεχνικών μετά από κάποιες γενικές οδηγίες σχετικά με το έργο και τις τοποθεσίες που θα έπρεπε να αναπαραστήσουν.
Ο Diaghilev αναγνωρίζοντας την δυναμική της σύγχρονης τέχνης και την σημασία της παρουσίασης ενός ενιαίου αισθητικού συνόλου μουσικά, χορογραφικά αλλά και εικαστικά, απευθύνθηκε για πρώτη φορά σε καλλιτέχνες όπως οι Léon Bakst, Pablo Picasso, Henri Matisse και Giorgio de Chirico να σχεδιάσουν σκηνικά και κοστούμια για τις παραγωγές του. Το αποτέλεσμα ήταν εντυπωσιακό και σήμανε την είσοδο σύγχρονων καλλιτεχνικών κινημάτων της εποχής όπως η αρτ νουβό, ο σουρεαλισμός, ο κυβισμός και ο φουτουρισμός στις παραστατικές τέχνες.
Ο Diaghilev στόχευε κυρίως στην δημιουργία νέων μπαλέτων κάθε σεζόν και όχι στην επανάληψη γνωστών θεμάτων και παραγωγών. Ανέθετε σε νέους, καινοτόμους, ταλαντούχους μουσικούς συνθέτες της εποχής όπως ο Igor Stravinsky, ο Sergei Prokofiev, ο Claude Debussy, ο Maurice Ravel και ο Erik Satie να γράψουν μουσική για τις παραγωγές του, οι οποίες χορογραφούνταν και ερμηνεύονταν από μερικούς από τους πιο καταρτισμένους τεχνικά και δημιουργικά παραγωγικούς χορευτές όπως οι Mikhail Fokine, Vaslav Nijinsky, Anna Pavlova, Léonide Massine, Bronislava Nijinska, George Balanchine και άλλοι, μετατρέποντας τον θίασο σε ένα χώρο επαναστατικού, διεπιστημονικού, δημιουργικού διαλόγου και καινοτομίας κάτω από την διεύθυνση του Sergei Diaghilev που διατηρούσε τον τελικό λόγο πάνω σε κάθε απόφαση.
Η ταινία “The Red Shoes” (1948) των Michael Powell και Emeric Pressburger λέγεται ότι είναι εμπνευσμένη από τα Ballets Russes και την χαρισματική αλλά και αυταρχική προσωπικότητα του Sergei Diaghilev.
Κορυφαίο παράδειγμα της νέας αυτής προσέγγισης υπήρξε η αμφιλεγόμενη “”Τελετουργία της Άνοιξης” που ακολούθησε την, εξαιρετικά επιτυχημένη, παραγωγή του “Petrushka” το 1911.
Η “Τελετουργία της Άνοιξης” ανέβηκε για πρώτη φορά στο Παρίσι το 1913 ανάμεσα σε έντονες αποδοκιμασίες από κοινό και κριτικούς ειδικά κατά την διάρκεια της πρώτης πράξης. Οι καινοτομίες που εισήγαγαν τόσο ο Stravinsky στην μουσική όσο και οι χορογραφίες του Nijinsky ήταν πολύ ριζοσπαστικές για την εποχή, όπου τελικά το μπαλέτο δεν ξανανέβηκε μέχρι το 1920, με νέα χορογραφία από τον Léonide Massine.
Το ταλέντο και η εκφραστικότητα του Vaslav Nijinsky, που κατάφερνε να μεταμορφώνεται στον κάθε ρόλο που καλούνταν να ερμηνεύσει, μάγευαν το κοινό και από την πρώτη κιόλας σεζόν του 1909 ξεχώρισε ως ο αδιαμφισβήτητα μεγαλύτερος χορευτής που είχε δει η Ευρώπη για δεκαετίες.
Οι χορογραφίες που συνέθετε ήταν πολύ διαφορετικές από αυτά που είχε συνηθίσει το κοινό μέχρι τότε, καθώς και μεταξύ τους, αφού η δουλειά του δεν ακολουθούσε ένα συγκεκριμένο προσωπικό ύφος αλλά διέφερε ριζικά από παραγωγή σε παραγωγή.
Η συνεργασία του Nijinsky με τα Ballets Russes διήρκεσε περίπου όσο και η ερωτική σχέση του με τον Diaghilev και έληξε με συνοπτικές διαδικασίες μετά την ανακοίνωση του γάμου του πρώτου το 1913. Επανήλθε αργότερα για δυο σεζόν κατά την διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, λίγο πριν η εκδήλωση σχιζοφρενικής πάθησης σημάνει το τέλος της καριέρας του.
Ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος άλλαξε για πάντα τον χάρτη της Ευρώπης και η Οκτωβριανή Επανάσταση λίγο αργότερα την Ρωσία στην οποία μεγάλωσε ο Diaghilev. Tα Ballets Russes ωστόσο κατάφεραν να επιβιώσουν, να προσαρμοστούν και να συνεχίσουν.
Όταν το Σοβιετικό καθεστώς απέτυχε να τον προσελκύσει, τον καταδίκασε, με αποτέλεσμα ο Diaghilev να μην καταφέρει να επιστρέψει ποτέ στην πατρίδα του, ενώ η ζωή και το έργο του αποσιωπήθηκαν για τουλάχιστον 60 χρόνια.
Μετά από μεγάλες περιοδείες στην Αμερική ο θίασος μεταφερόταν και εργαζόταν στο Μόντε Κάρλο τον χειμώνα και παρατεταμένες περίοδοι στο Λονδίνο εξασφάλιζαν οικονομική άνεση.
Μέχρι το 1918 είχαν ένα αρκετά μεγάλο ρεπερτόριο στο οποίο προσέθεταν κάθε χρόνο νέα μπαλέτα και νέες συνεργασίες, όπως οι ζωγράφοι Derain και Braque, η σχεδιάστρια μόδας Coco Chanel που σχεδίασε τα κοστούμια για το ‘Le Train Bleu’ και χορογράφοι όπως οι Massine, Nijinska και Balanchine.
Ο Sergei Diaghilev έφυγε από την ζωή στην Βενετία στις 19 Αυγούστου 1929 από διαβητικές επιπλοκές, αφήνοντας μια μεγάλη κληρονομιά και έχοντας αλλάξει για πάντα τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζουν τον χορό τόσο οι δημιουργοί όσο και το κοινό.