Η Τροία έπεσε. Οι Έλληνες νίκησαν. Μετά τη διανομή των λάφυρων και των γυναικών, όλοι παίρνουν το δρόμο της επιστροφής στην πατρίδα τους. Για τον Οδυσσέα, η επιστροφή του θα αργήσει είκοσι χρόνια. Είκοσι χρόνια περιπετειών και δοκιμασιών. Είκοσι χρόνια κατά τη διάρκεια των οποίων θα τροφοδοτούνται οι ορέξεις των μνηστήρων, των διεκδικητών της κλίνης της Πηνελόπης, της βασίλισσάς του, της γυναίκας του.
Μόλις βρεθεί στις όχθες του νησιού του, γνωρίζει πως με τη βοήθεια της Αθηνάς, θα πρέπει να ξεμπερδεύει με αυτό τον εσμό, με βία και αίμα. Η αφήγηση του θεατρικού έργου του Γερμανού Μπότο Στράους (Botho Strauss) ξεκινά από αυτήν ακριβώς τη στιγμή.
Γραμμένο το 1996, το έργο παραμένει πιστό στο κείμενο του Ομήρου, ηλικίας 3,000 ετών. Αλλά ο χρόνος δαμάζεται χάρη στον άχρονο τρόπο παρουσίασής του στη κεντρική σκηνή του «θεάτρου των αμυγδαλιών», σε ένα κείμενο επιδέξια μεταφρασμένο από τον Ζαν-Λουι Μαρτινελί (Jean-Louis Martinelli).
Το αρχαϊκό και το μοντέρνο αναμειγνύονται στα κοστούμια και στο σκηνικό, στο οποίο δεσπόζει η μνημειώδης σκάλα που μετακινείται αναδιατάσσοντας έξοχα το χώρο της σκηνής, ενώ το πρώτο πλάνο της σκηνής είναι γεμάτο νερό. Πρόκειται για νερό καθαρτήριο ή για απόνερα; Εκτός κι αν αναφέρεται στην, τόσο κοντινή, θάλασσα…
Μαγεία
Το μόνο βέβαιο είναι η αναπόφευκτη μαγεία που καταλαμβάνει το κοινό καθώς η εξελίσσεται η τραγωδία και δένει η πλοκή της. Έμπλεα ωραίων και δυνατών εικόνων (η εμφάνιση της Αθηνάς, τα στοιχημένα νεκρά σώματα των μνηστήρων μετά τη σφαγή τους) τα επεισόδια διαδέχονται το ένα το άλλο.
Καθάρια και λιτή, η σκηνοθεσία αναδεικνύει τους ηθοποιούς και το παίξιμό τους. Είτε πρόκειται για τους μνηστήρες, αλαζονικούς, κυνικούς, άξεστους· είτε για τον Κλεμάν Κλαβέλ (Clément Clavel) (στο ρόλο του νευρικού κι εύθραυστου Τηλέμαχος) και τους Ζαν Μαρί Βινλίνγκ (Jean-Marie Winling) και Σιλβί Μιλό (Sylvie Milhaud), αντίστοιχα πιστό χοιροβοσκό και γριά υπηρέτρια, τους μάρτυρες ενός μυθικού, χρυσού παρελθόντος.
Είτε πρόκειται τέλος για τις Ρονίτ Ελκαμπέτζ (Ronit Elkabetz) και Σαρλ Μπερλίνγκ (Charles Berling). Η πρώτη, σκηνοθέτης και ηθοποιός, είναι η Πηνελόπη της παράστασης, επιβλητική και θεσπέσια όταν εμφανίζεται στην κορυφή της μεγάλης της σκάλας, θυμίζοντάς μας την Ειρήνη Παππά… Εκείνος, είναι ο Οδυσσέας.
Κάθε θεατής επιλέγει τον επίλογό του
Με ξυρισμένο το κρανίο, γεμάτος μυς και ρώμη αλλά και γεροντική εξάντληση, είναι ταυτόχρονα ένας ήρωας αντάξιος της φήμης του, γεμάτος πανουργία και ορθολογισμό, αλλά και ο «μακελάρης των πόλεων» ο λιγότερο αναμενόμενος πολεμιστής, που διψά για αίμα, θάνατο, βία. Ενσαρκώνει ένα χαρακτήρα εκπληκτικής πολυπλοκότητας, που δίνει στην παράσταση όλους τους χρωματισμούς της, ανακατεύοντας με τρόπο απερίγραπτο όλη την παλέτα ανάμεσα στα δύο άκρα του.
Στο πρώτο τέλος της «Ιθάκης» η αυλαία πέφτει υπό την μουρμούρα του Οδυσσέα, του μαχητή που έχει δώσει όλες τις μάχες του και γνωρίζει πια πως κάθε «τελευταίος πόλεμος» προαναγγέλλει απλά τον επόμενο… Στο δεύτερο τέλος, ο Δίας υποκύπτει στην Αθηνά, αναλαμβάνει το ρόλο του «από μηχανής θεού» και διατάσσει τους ανθρώπους να ζήσουν πλέον εν ειρήνη.
Λες κι επιστέφουμε στις απαρχές της ελληνικής τραγωδίας, όταν σε σύγκριση με τους θεούς οι άνθρωποι δεν ήταν παρά παιδιά, οι μαριονέτες τους. Λες κι ο άνθρωπος είναι τελεσίδικα ανίκανος να λάβει τη μοίρα του στα χέρια του. Κάθε θεατής ας διαλέξει τον επίλογό του.
Άρθρο του Didier Méreuze, είναι κριτικός θεάτρου.