Προβλήματα υπάρχουν παντού. Πόσο μάλλον και στο μεγάλο εγχείρημα να συλλέξει κανείς πληροφορίες σχετικές με τον ελληνικό κινηματογράφο, πιο συγκεκριμένα, τους συντελεστές του. Και αρχίζω έτσι, γιατί θα θελα μαζί μου να αναρωτηθούν και όλοι οι άλλοι, γιατί υπάρχει τόση λίγη κίνηση το δίκτυο, όταν πληκτρολογεί κανείς στις μηχανές αναζήτησης το βροντερό όνομα Όλγα Μαλέα. Στα ελληνικά. Γιατί το Olga Malea κάνει καλά τη δουλειά του, αποκαθιστά την πανταχού παρούσα Ελληνίδα σκηνοθέτρια.
Έχει κάνει άπειρες βόλτες με τις ταινίες της, από το Karlovy Vary μέχρι τη Santa Barbara, από το Βερολίνο μέχρι το Σικάγο και το Τορίνο και τη Λιουμπλιάνα και φυσικά τη Θεσσαλονίκη και σε πολλά ακόμη Φεστιβάλ. Έχει πάει και σε όλες τις πόλεις (Σικάγο, Νέα Υόρκη, Παρίσι κτλ) που διοργανώνονται τα κλασικά πλέον μίνι-φεστιβάλ αφιερωμένα σε ελληνικές ταινίες. Ναι, ok, μπορεί να μου πείτε ότι υπάρχουν ελληνικές ταινίες που έχουν προταθεί για Όσκαρ, εντάξει αγαπητοί, αλλά μιλάμε για εδώ και τώρα πράγματα. Μια Ελληνίδα τώρα που αλωνίζει τον κόσμο με κάθε ταινία της αξίζει λιγάκι την προσοχή σας.
Γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε…και τι δε σπούδασε. Νομική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Ψυχολογία στο Deree College. Μετά πήγε προς το Yale για να πάρει το Διδακτορικό της στην Ψυχολογία και να παρακολουθήσει τα πολυπόθητα μαθήματα σκηνοθεσίας και σεναριογραφίας. Αυτά ήταν που την κέρδισαν, όπως φαίνεται, και πολύ χαιρόμαστε γι’ αυτό, ειδικά κάθε που βλέπουμε τις ταινίες της και ευφραινόμαστε.
Έκανε το πρώτο της δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ το 1986 σε ένα ταξίδι της στην Αργεντινή. Διαπραγματευόταν ιστορίες μιας περιοχής ονομαζόμενης La Boca: το στόμα, όπου το τανγκό είχε εξέχουσα θέση, ταινία που αγόρασε το RAI. Αν ψάξουμε στη Βιβλιοθήκη του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου θα δούμε τι έκανε στο ενδιάμεσο, μέχρι τελικά να κάνει την πρώτη της μεγάλου μήκους ταινία που έκανε αίσθηση, τον Οργασμό της Αγελάδας (1996). Που κρύβεται η Περσεφόνη, Ή ποτό ή μοτό το 1992, Ένα τσιγάρο στο σώμα μας, και αρκετοί άλλοι τίτλοι δείχνουν ότι κατάφερε να συνδυάσει τη σκηνοθεσία με την Ψυχολογία και να κάνει παιδαγωγικά ντοκιμαντέρ για το Ίδρυμα Μελετών Λαμπράκη. Όταν ήταν έτοιμη, ρίχτηκε στο εγχείρημα μιας ανεξάρτητης παραγωγής που τη δικαίωσε και με το παραπάνω, αφού έκοψε κάπου στα 150.000 εισιτήρια, νούμερο αστρονομικό για τα ελληνικά δεδομένα.
Έμελλε να πάει ακόμη καλύτερα στη συνέχεια, αφού ό,τι και να έκανε έσπαγε τα ταμεία. Η διακριτική γοητεία των αρσενικών, με δυνατό, νεανικό καστ ξάφνιασε ευχάριστα, το Ριζότο έβαλε τους άντρες στη θέση τους. Γιατί δυο ωραίες γυναίκες, όταν δεν τις καταλαβαίνει κανείς, περνούν και μόνες τους καλά! Εκτός από αυτό, έκανε και ένα άλλο μεγάλο καλό, έδωσε τη θεατρική Άννα Μάσχα και το μετέπειτα sex symbol Δήμητρα Ματσούκα στο κοινό τους που αδημονούσε για νέες παρουσίες.
Λουκουμάδες με μέλι αποφάσισε να φάει μαζί μας για τη συνέχεια η Όλγα. Αποφάσισε τολμηρά να καταπιαστεί με ένα θέμα ακόμη πιο καταχωνιασμένο από τα προηγούμενα… την παιδεραστία. Μαύρη, κατάμαυρη κωμωδία με ένα πανέμορφο ζευγάρι (Φαίη Ξυλά – Χρήστος Λούλης) στο επίκεντρο και κάποιους από τους αγαπημένους κωμικούς ηθοποιούς να κινούνται αβανταδόρικα. Θεωρήθηκε από τις promising ταινίες και στον ευρωπαϊκό τύπο και εγώ που την είδα, ομολογώ ότι είναι διαφορετική. Ανθισμένες αμυγδαλιές και πράσινα χωράφια με μια ξανθούλα ντυμένη στα μαύρα, ένα γουρουνάκι να κυνηγάει λουκουμάδες, μια νεκρική πομπή που δε βρίσκει ποτέ το δρόμο της στο νεκροταφείο… Έχει πλάκα.
Αισθάνομαι την ανάγκη να πω πόσο χάρηκα που είδα ότι ήταν στον κατάλογο των κινηματογραφιστών Maverick στο www.variety.com κατά το παρελθόν. Γιατί αυτό είναι το βασικό χαρακτηριστικό της ελπίζω: δεν κάνει ούτε μια φορά το ίδιο πράγμα, εξερευνεί συνέχεια νέα πεδία. Της εύχομαι να συνεχίσει ακριβώς έτσι.