Όταν η συνύπαρξη γίνεται δημιουργία που πηγάζει από αμοιβαία αγάπη για την υποκριτική, τότε τα βλέμματα στρέφονται στον Τάσο Νούσια, τη Μαρλένε Καμίνσκι και την παράσταση Σκουλήκια.
Συνοδοιπόροι στη ζωή, εκρηκτικό δίδυµο στη σκηνή, ο Τάσος Νούσιας και η Μαρλένε Καµίνσκι συναντώνται στη θεατρική παράσταση Σκουλήκια, το έργο του Χιλέλ Μίτελπουνκτ που ξεδιπλώνει µε σκηνοθετική µαεστρία ο Μάνος Πετούσης. Εκείνος, ο Άαρον, ένας απαίδευτος οδηγός φορτηγών, προσπαθεί να δεχτεί κάτω από την ίδια στέγη τη Μίρα. Εκείνη, καταξιωµένη ζωγράφος που βιώνει κρυφά απ’ όλους τις τελευταίες µέρες της ζωής της, καλείται να συµβιώσει µαζί του, έχοντας ήδη πλάσει έναν κόσµο ψευδαισθήσεων µέσα στον οποίο υποδύεται πως ζει.
Δυο ήρωες µε διαφορετικές προβολές στη ζωή, δυο προσωπικότητες που διεκδικούν µε πάθος την κυριότητα του σπιτιού του αδελφού της Μίρα, Άλεξ, τον οποίο συνέδεε πολυετής φιλία µε τον Άαρον. Δεν καταφέρνουν ωστόσο να αποφύγουν το πεπρωµένο, και ο καθένας «ξεγυµνώνει» στον άλλον στοιχεία του χαρακτήρα τους που προσπαθούν να αποκρύψουν.
Η Καµίνσκι συγκινεί µε την ερµηνεία της, και όχι µόνο επειδή υποδύεται ένα ρόλο σε γλώσσα την οποία δεν κατανοεί απόλυτα. Προσπαθώντας επί σκηνής µέσω της τέχνης να «ηµερεύσει» τον Άαρον, ενώ εκείνος τη διδάσκει να συµβιβάζεται µε την απλότητα της καθηµερινότητας, αποκαλύπτει εντυπωσιακό ερµηνευτικό εύρος. Παραδέχεται πως δε θα µπορούσε ποτέ να ερµηνεύσει το ρόλο αυτό σε άλλη από τη µητρική της γλώσσα, παρά µόνο στα ελληνικά.
«Δεν είναι δύσκολο να αποστηθίσεις τις γραµµές σου, αλλά να τις νιώσεις. Με τη βοήθεια του speech coach Κωνσταντίνου Καγιάννη έµαθα να βάζω συναίσθηµα σε κάθε στιγµή της παράστασης. Η εµπειρία αυτή ήταν για µένα ένα ταξίδι, σύντοµο µεν, γεµάτο εκπλήξεις και αποκαλύψεις ωστόσο. Η ελληνική γλώσσα έχει ανείπωτη δύναµη, και µε τα σωστά συστατικά εξυψώνεται» λέει, διευκρινίζοντας πως είναι και η δυναµική του έργου που τη βοήθησε να αποδώσει τον περίπλοκο εσωτερικό κόσµο της ηρωίδας.
«Το έργο επεκτείνεται στις απλές ανθρώπινες σχέσεις, ξεδιπλώνοντας όλη την ανθρώπινη παθολογία», παρεµβαίνει ο Τάσος Νούσιας. Και οι δυο συµφωνούν πως η φράση που µε ακρίβεια χαρακτηρίζει τα µηνύµατα του έργου είναι η «ψυχική κάθαρση», που οδηγεί στη µεταµόρφωση των χαρακτήρων. Γιατί όσο κι αν φαινοµενικά κυριαρχεί η δραµατική σχέση µεταξύ δυο ανθρώπων, µια ψυχολογική πάλη εντός τους και µεταξύ τους, εν τούτοις δε λείπει το αισιόδοξο συναίσθηµα που γεννάται από την εξέλιξη της σχέσης και την ειλικρίνεια που εγκαθίσταται ανάµεσά τους. Στοιχείο που οδήγησε τους δυο ηθοποιούς να επιλέξουν το έργο, µαζί µε τη δυναµική της υπόθεσης, την ευρηµατικότητα του σκηνοθέτη αλλά και τη µεταξύ τους χηµεία.
«Αν και ακολουθούµε διαφορετικές µεθόδους και ίσως έχουµε διδαχθεί µε άλλο τρόπο την τέχνη της υποκριτικής, ξέρουµε καλά πως η δουλειά µας είναι το οξυγόνο µας. Μέσω αυτής ανακαλύπτουµε όχι µόνο καλά κρυµµένες πτυχές ενός ρόλου, αλλά και του ίδιου του εαυτού µας. Ένας ηθοποιός, άλλωστε, οφείλει να καλλιεργεί το ταλέντο σε κάθε του δουλειά», συµφωνούν. Αν και στην παράσταση υποδύονται προσωπικότητες σε αντιπαλότητα και εξοντωτική ψυχική διαµάχη, δηλώνουν πως το στοιχείο που µοιάζει κοινό µε την προσωπική τους σχέση δεν είναι άλλο από τη διαφορετικότητα των χαρακτήρων τους που τους φέρνει ακόµα πιο κοντά. «Με τον Τάσο είµαστε ετερώνυµοι. Εκείνος είναι διστακτικός απέναντι στις ριζικές αλλαγές, εγώ τις τολµώ. Δεν τις αποκλείει όµως στη ζωή του, και µ’ εµένα δίπλα του θα το ρισκάρει. Όπως ακριβώς έκανε ο Άαρον µε τη Μίρα».
Η Μαρλένε Καµίνσκι, αφού ολοκλήρωσε τις θεατρικές σπουδές στην πατρίδα της, ξεκίνησε την επαγγελµατική της διαδροµή σε Αµερική και Ευρώπη. Η γνωριµία της όµως µε τη σκηνοθέτιδα Αναστασία Ρεβή, µε την οποία συνεργάστηκαν σε τρεις θεατρικές παραγωγές που περιόδευσαν σε όλο τον κόσµο, σήµαινε κάτι παραπάνω για την εξέλιξη της προσωπικής της ζωής. Μια τυχαία συνάντηση µε τον Τάσο Νούσια στην Ελλάδα, πριν από λίγα χρόνια, εξελίχθηκε σε κεραυνοβόλο έρωτα.
Με θητεία σε σκηνές της Γερµανίας, της Αυστρίας, της Βοσνίας και του Λονδίνου, η Καµίνσκι, παράλληλα µε τη συγκεκριµένη παράσταση, διδάσκει στο Θέατρο Αλλαγών στην Αθήνα, ενώ πριν από λίγους µήνες ολοκλήρωσε τα γυρίσµατα της ταινίας Fish & Chips του Ηλία Δηµητρίου, στην οποία πρωταγωνιστεί. Στην Ελλάδα έχει ακόµα παρουσιάσει έξι κλασικούς µονολόγους µε τη συνοδεία κλασικής ορχήστρας, σε µουσική Θεόδωρου Λεµπέση. Στα άµεσα σχέδιά της είναι η εξερεύνηση του αρχαίου ελληνικού θεάτρου, και βαθιά επιθυµία της να συµµετάσχει σε παράσταση στην Επίδαυρο. «Η ιστορία και µόνο αρκεί για να προσφέρει τεράστια εµπειρία σ’ έναν ηθοποιό. Το µέγεθος του ρόλου ωχριά µπροστά στο µεγαλείο αυτού του θεάτρου», λέει.
Η χρονιά αυτή ήταν εποικοδοµητική και για τον Νούσια. Η πετυχηµένη του εµφάνιση στο Νησί, στο ρόλο του προέδρου της Σπιναλόγκα, του έχει προσφέρει µια αναγνωρισιµότητα, απέναντι στην οποία όµως εκείνος στέκεται µε δυσπιστία. «Υπερέκθεση» την ονοµάζει, διευκρινίζοντας πως «Έχει γεννηθεί από τα media για τα media. Οι άνθρωποι της τέχνης µε γνωρίζουν ήδη. Το Νησί είναι µια από τις σηµαντικότερες στάσεις στην καριέρα µου. Όχι όµως η µοναδική. Δεν αποτελεί την αφετηρία στην πορεία που έχω στο χώρο».
Αυτήν τη σεζόν πρωταγωνιστεί και στο τηλεοπτικό Χωρίς Όρια, µαζί µε τον Άλκη Κούρκουλο, ενώ έχει ήδη ολοκληρώσει τα γυρίσµατα τριών κινηµατογραφικών ταινιών που σύντοµα θα προβληθούν στις αίθουσες. Δηλώνει λοιπόν «τυχερός» που υπάρχει µια γκάµα ρόλων για να υποδυθεί, «άτυχος» που κάποιοι τον αντιµετωπίζουν ως «ταλέντο εφήµερο» για τους σκοπούς της τηλεθέασης, και «πολύ ώριµος και έτοιµος» να αντιµετωπίσει τις αβάσιµες και κάποιες φορές πικρόχολες κριτικές. Ο τίτλος, συνεπώς, του «ηθοποιού της χρονιάς» τον βρίσκει να χαµογελά διστακτικά, αποµυθοποιώντας όσους τον επικαλούνται.