ΑρχικήΨυχαγωγίαΌταν ήρθε και καθιερώθηκε η πίτσα στην Ελλάδα

Όταν ήρθε και καθιερώθηκε η πίτσα στην Ελλάδα

Ήταν τα 70’s της επανεκκίνησης, όπου η χώρα βγήκε από την τσίκνα της ταβέρνας, για να επιστρέψει, κάποιες δεκαετίες αργότερα πάλι στα ίδια, και άρχισε να κοιτάζει δεξιά και αριστερά διευρύνοντας τους γευστικούς της ορίζοντες.

Νόμιζα πάντα ότι την αυτοβιογραφία μου θα μπορούσα να τη μετατρέψω σε κείμενο μέσα από ένα πιάτο φαγητό. Τίποτα, όμως, δεν θα μπορούσε να αποκωδικοποιήσει και να προσδώσει στη ζωή μου μεγαλύτερο νόημα από την πίτσα. Στην αρχή, τη δεκαετία του ’70, όταν η πίτσα πρωτοεμφανίστηκε στην Αθήνα, πίστευα ότι επρόκειτο για μια πανέμορφη Παγκρατιώτισσα «γκόμενα» προς τιμήν της οποίας ο ταβερνιάρης πατέρας της ονόμασε το συγκεκριμένο πιάτο. Αργότερα, έμαθα, προς μεγάλη μου απογοήτευση, ότι επρόκειτο μάλλον για Ιταλίδα με καταβολές παγκόσμιες, ενώ την απομυθοποίησα παντελώς στη Νέα Υόρκη, όπου κάθε γωνιά και πιτσαρία. H πίτσα τη δεκαετία του ’70 ήταν το ξενικό φαγητό par excellence. Άλλωστε, τι άλλο θα μπορούσε να ακολουθήσει μια επίσκεψη στον κινηματογράφο για το Woodstock ή το Easy Rider που θα μπορούσε να τα ανταγωνιστεί σε ψυχεδέλεια παρά μια πίτσα της εποχής; Η λογική ήταν απλή: Όλα μέσα! Ή μάλλον πάνω: Ζαμπόν, και μάλιστα αυτό από τις κονσέρβες, κασέρι, κάποιο βιομηχανοποιημένο λευκό τυρί λάστιχο, σάλτσα ντομάτας από τη μεγάλη κονσέρβα, λουκάνικο, πιπεριά (όχι μπέικον, γιατί δεν είχε «ανακαλυφθεί» ακόμη), ελιές κ.λπ. «Δεν είσαι τίποτα αν δεν τα έχεις όλα» λοιπόν.

Το μότο του μοντερνισμού ίσχυε και για την πίτσα στην Ελλάδα την ίδια εποχή! Μάλιστα, θα μπορούσε να συνοδευτεί με κρασί χύμα ή Mateus, το Grand Reserve του Μπουτάρη παραήταν ακριβό για την εποχή. Όσο για κόκα κόλα, ούτε συζήτηση, εξαιτίας της «μονοπωλιακής» της διάστασης αλλά και του γεγονότος ότι τα σουπερμάρκετ, ή, καλύτερα, οι «υπεραγορές τροφίμων» σύμφωνα με την ορολογία της εποχής, είχαν μόλις αρχίσει να κάνουν την εμφάνισή τους, με αποτέλεσμα η διάδοση της κόκα κόλα να είναι περιστασιακή.

Τη δεκαετία του ’70, στην Αθήνα υπήρχαν οι ταβέρνες και οι ταβέρνες «κατεύθυνσης», όπου πήγαινες μόνον αν είχες αρκετά χρήματα και μεταφορικό μέσο.

Η μετάβαση του καπιταλισμού από την παραγωγή στην κατανάλωση υπήρξε καθοριστική για την καθημερινότητά μας, όσο αντιφατική κι αν ήταν αυτή για όσους ζούσαμε την εποχή εκείνη. Η δεκαετία του ’70 είχε ένα τεράστιο μειονέκτημα: Ακολουθούσε τη δεκαετία του ’60. Επρόκειτο για τη «χαμένη» δεκαετία, γεμάτη εκφάνσεις Κitsch και κοινωνική αμηχανία απέναντι στις τεράστιες αλλαγές που συντελούνταν στη ζωή μας. Ήταν η εποχή όπου οι εργολάβοι ανέλαβαν να εκφράσουν στην ελληνική καθημερινότητα τη συμπίεση του χρόνου και του χώρου μικραίνοντας την κουζίνα και το τραπέζι του φαγητού και διογκώνοντας την έκταση του coffee table. Η μητέρα μου, που ίδρωνε καθημερινά μπροστά στην Ιzola προσπαθώντας να μάθει νεωτεριστικές συνταγές μέσα από το μοναδικό για την εποχή βιβλίο μαγειρικής του Θ. Ποταμιάνου 33 Ελληνικές Συνταγές, μετατράπηκε σε «χαμένη τέχνη». Η μαμά, η γιαγιά και οι θείες απόκτησαν την αύρα ενός mise-en-scène της μνήμης του σώματός μας.

Τα δύο τελευταία χρόνια, τα 70’s έχουν επανακάμψει στη ζωή και το τραπέζι μας μέσα από μια απεγνωσμένη προσπάθεια «ανανέωσης» που βασίζεται αποκλειστικά στην καταναλωτική μας μνήμη. Στα τραπέζια μας επανέκαμψαν αξέχαστα πιάτα ζοφερής μνήμης, όπως το fondue, η «νερωμένη» bolognaise και οι κορμοί σοκολάτας, και το βερμούτ βρήκε ξανά το δρόμο του στα κοκτέιλ μας.

Τη δεκαετία του ’70, στην Αθήνα υπήρχαν οι ταβέρνες και οι ταβέρνες «κατεύθυνσης», όπου πήγαινες μόνον αν είχες αρκετά χρήματα και μεταφορικό μέσο. Την εποχή που τα 60’s οδηγούσαν τη Γαλλία στη Νέα Κουζίνα (πέρα από το νέο μυθιστόρημα, το νέο κινηματογράφο και τη νέα κριτική), η δική μας κουζίνα είχε την καθοδήγηση της ταβέρνας, με εναλλακτική πρόταση την πίτσα ή κάποιες νεο-δημιουργίες που μπορούσε κανείς να δοκιμάσει στον Μαγεμένο Αυλό και τον Κίτρινο Σκίουρο. Εκτός, βέβαια, κι αν ζούσε στην επικράτεια της Γλυφάδας, όπου η μαζική παρουσία ξενόφωνων έφερε μαζί της και αρκετές μορφές «προχωρημένου» φαγητού για την εποχή. Κι αυτό ήταν όλο…

Στα 70’s

Η πιο δημοφιλής έξοδος ήταν στη Fantastic Pizzeria, στον 24ο όροφο του πύργου «Απόλλων», στην Πανόρμου.

Στέλιος Θεοδωρίδης
Στέλιος Θεοδωρίδης
Ο ήρωας μου είναι ο γάτος μου ο Τσάρλι και ακροάζομαι μόνο Psychedelic Trance
RELATED ARTICLES

Αφήστε ένα σχόλιο

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

Πρόσφατα άρθρα

Tηλέφωνα έκτακτης ανάγκης

Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος: 11188
Ελληνική Αστυνομία: 100
Χαμόγελο του Παιδιού: 210 3306140
Πυροσβεστική Υπηρεσία: 199
ΕΚΑΒ 166