Σε ένα «κινηματογραφικό» ελληνικό χωριό το 1969, ξετυλίγεται μία ασυνήθιστη ιστορία.
Πήγα να δω την ταινία «Uranya» του Κώστα Καπάκα. Κι έπαθα… μνημονική σύγχυση, σαν να λέμε. Η ιστορία της ταινίας διαδραματίζεται το καλοκαίρι του 1969 σε ένα ελληνικό χωριό, αμέσως μετά το τέλος της σχολικής περιόδου. Το χωριό αυτό διαθέτει θερινό κινηματογράφο όχι όμως και τηλεόραση και έτσι «κινδυνεύει» να μην παρακολουθήσει το μέγα γεγονός της προσελήνωσης του Apollo 11.
Κεντρικός ήρωας της ταινίας είναι ο 12χρονος περίπου Αχιλλέας που ξέρει να ζωγραφίζει (σχεδόν σαν επαγγελματίας), όπως και να δουλεύει την οξυγονοκόλληση (στο εργαστήρι του μπαμπά του που είναι σιδεράς), που θέλει να γίνει αστροναύτης όταν μεγαλώσει και κάθε βράδυ βρίσκεται σε μια ταράτσα ανάσκελα ξαπλωμένος πάνω στην κοιλιά της συνομήλικής του Ζωής και κοιτάνε μαζί τ’ αστέρια, ενώ την ημέρα τριγυρνάει με την παρέα των συνομήλικων του αγοριών τα οποία έχουν το καθένα από ένα ποδήλατο! Στο χωριό, το 1969!
Τα αγόρια της παρέας επισκέπτονται «για μάτι» την πανέμορφη (κάτι σαν τοπ μόντελ) Ουρανία, την πόρνη που μένει έξω από το χωριό, για την οποία έχουν υπογράψει συμβόλαιο τιμής να συγκεντρώσουν τα χρήματα που χρειάζονται, ώστε «να την πηδήξουν» -όπως λένε συνεχώς. Από τα πέντε αγόρια της παρέας τα δύο είναι εμφανώς παχύσαρκα, ενώ οι (συνήθως ευρισκόμενες σε ένα μοδιστράδικο που λειτουργεί και σαν κομμωτήριο, αργόσχολες) μανάδες τους είναι από υπέρβαρες μέχρι παχύσαρκες και οι πέντε! -στο χωριό, το 1969!
Στο θερινό κινηματογράφο του χωριού παίζονται κάποιες γνωστές ταινίες της εποχής, γαλλικές, αμερικάνικες (καμία όμως ελληνική, μελό ή κωμωδία), ανάμεσα στις οποίες και «Ο ξένοιαστος καβαλάρης» που μόνο τίποτα κουλτουριάρηδες ή έστω μηχανόβιοι θα την έβλεπαν, ίσως, στην Αθήνα, αλλά στο χωριό! το 1969!
Κάποια φορά που στον κινηματογράφο παίζεται μια ασπρόμαυρη, γαλλική ταινία με γυμνά (κάτι σαν «μαλακό» πορνό), ο Αχιλλέας, επειδή δεν του επιτρέπεται να μπει μέσα, σκαρφαλώνει σε ένα δέντρο πάνω από τη μάντρα, αλλά σπάει το κλαδί και πέφτει ανάμεσα στους θεατές, κι όταν τα φώτα ανάβουν, βλέπουμε ότι εκτός από άντρες βρίσκονται στην προβολή κι ένα σωρό «καθώς πρέπει» μεσήλικες γυναίκες του χωριού! Το 1969, παρακαλώ!
Ο Αχιλλέας λοιπόν, σπάει το πόδι του από την πτώση και στο νοσοκομείο που του βάζουν γύψο ο γιατρός του χαρίζει ένα τεύχος του περιοδικού LIFE κι έτσι την άλλη μέρα ο Αχιλλέας ενημερώνει την παρέα του για την αποστολή του Apollo 11 στο φεγγάρι, διαβάζοντας το σχετικό άρθρο από το περιοδικό, δηλαδή μεταφράζοντας από τα αγγλικά! χωρίς μάλιστα να κομπιάζει πουθενά! -ναι στο χωριό, το 1969!
Σε κάποια άλλη σκηνή της ταινίας η μάνα του Αχιλλέα φτιάχνει ένα γλυκό κι όταν αυτός τι ρωτάει τι είναι, εκείνη του απαντάει: «Μηλόπιτα, όπως στο Πέιτον πλέις…» -σε ένα ελληνικό χωριό, το 1969, που δεν έχει ακόμα κανένας τηλεόραση! (Πιθανόν να υπήρχε κάποια σκηνή όπου μάνα και γιος βλέπουν «λαθραία» κάποιο επεισόδιο του Πέιτον πλέις στην τηλεόραση κάποιας βιτρίνας ηλεκτρικών ειδών η οποία σκηνή κόπηκε στο τελικό μοντάζ αλλά ξέχασαν να κόψουν και τη σκηνή με το γλυκό λέμε τώρα!)
Και μετά επισκέπτεται το χωριό ο ελληνικής καταγωγής αμερικανός αντιπρόεδρος Σπύρος Άγκνιου και βλέπουμε να προπορεύονται του αυτοκινήτου στο οποίο επιβαίνει, έλληνες αστυνομικοί με μοτοσικλέτες στις οποίες αναγράφεται με μεγάλα γράμματα POLICE! -ναι τότε, την εποχή της Χωροφυλακής!
Μετά την ταινία πηγαίνω επίσκεψη για δείπνο σε ένα φιλικό σπίτι, τους λέω μέσες-άκρες τι είδα και τι έπαθα και μετά ρωτώ έναν εκ των συνδαιτυμόνων, τον Γιώργο τον γιατρό, που το 1968 ήταν 7 χρονών παιδί στη Λάρισα κι έχει καλή μνήμη: «Ρε Γιώργο, εσείς είχατε ψυγείο το 1968;» Και μου απαντάει:
«Εμείς είχαμε, από τους πρώτους, ο μπαμπάς μου ήταν σχετικά εύπορος βλέπεις, πολιτικός μηχανικός…». Και τον ξαναρωτώ: «Και πιστεύεις δηλαδή, ότι μπορεί ο σιδεράς σε ένα χωριό – όχι τίποτα αφεντικό αλλά μόνος, στο μεροκάματο, μουντζούρης – ο οποίος μάλιστα έχει φάει και τα νιάτα του σε εξορίες ως κομμουνιστής, να είχε στο σπίτι του ψυγείο, όπως αυτός στην ταινία που είδα; Άσε δε που λέει στο 12χρονο γιο του προς το τέλος: Αν θες να σπουδάσεις αστροναύτης, εγώ θα σε στείλω στο εξωτερικό!» Και ο Γιώργος μου απαντάει κατηγορηματικά:
«Αποκλείεται, τότε ούτε στην πόλη δεν θα συνέβαιναν αυτά». Τότε πετάγεται ο άλλος Γιώργος της παρέας και λέει: «Καλά, μήπως και τη ρόκα που τρώμε τώρα εδώ στη σαλάτα με το μαρούλι, την ξέραμε τότε; Κι αν την είχαμε, στις κότες θα τη δίναμε… Εγώ πάντως πριν έξι χρόνια έφαγα για πρώτη φορά ρόκα στη σαλάτα». Συμφωνούμε κι οι υπόλοιποι, πράγματι. Κι έτσι αλλάζουμε κουβέντα.