Η Άρτα είναι πόλη της Ηπείρου που αντιστοιχεί στην περιοχή της αρχαίας Αθαμανίας (δηλαδή της περιοχής όπου κατοικούσαν οι αρχαίοι Αθαμάνες) και έχει πληθυσμό 19.243 κατοίκους, ενώ παλαιότερα ήταν η πρωτεύουσα του νομού Άρτας.
Ιστορία
Από τις αρχές του 13ου αιώνα γίνεται πρωτεύουσα του Δεσποτάτου της Ηπείρου. Περί το 1430, είχε καταληφτεί από τους Τούρκους. Κατά τον τουρκοβενετικό πόλεμο λεηλατήθηκε και καταλήφτηκε οριστικά από τους Βενετούς, μαζί με τη Λευκάδα και τη Βόνιτσα. Με τη συνθήκη του Κάρλοβιτς (26 Ιανουαρίου 1699), η Άρτα άρχισε να αναπτύσσεται και έγινε ένα από τα σπουδαιότερα εμπορικά και πνευματικά κέντρα. Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας γνώρισε νέα ακμή, κυρίως στο εμπόριο και στα γράμματα. Το 1796 καταλήφτηκε από τον Αλή πασά και μετά την Επανάσταση και την ίδρυση του ελληνικού κράτους, η Άρτα έμεινε έξω από αυτό. Η πόλη περιλήφθηκε στο ελληνικό κράτος το 1881 με τη συνθήκη του Βερολίνου.
Μνημεία
Πολλά θρησκευτικά και κοσμικά μνημεία έχουν διασωθεί.
- Θρησκευτικά: Η μονή των Βλαχερνών με πλούσια γλυπτά, επιγραφές και τάφους. Η μονή της Παρηγορήτισσας, η μονή Κάτω Παναγιάς κ.ά.
- Κοσμικά: Το βυζαντινό κάστρο και διάφορες παλιές αστικές κατοικίες.
Επίσης, διατηρείται το “‘γεφύρι’ ‘της’ ‘Άρτας'” στον ποταμό Άραχθο. Με αυτό συνδέεται και το γνωστότατο τραγούδι. Σ’ αυτό λέγεται ότι το γεφύρι μπόρεσε να χτιστεί και να στεριώσει μόνο, όταν χτίσανε μέσα του τη γυναίκα του πρωτομάστορα.
Με το χτίσιμο του γεφυριού συνδέεται και η τραγωδία του μεγάλου μας συγγραφέα Νικ. Καζαντζάκη “‘Πρωτομάστορας'”, καθώς και το μελόδραμα του Μανόλη Καλομοίρη.
‘Άρτα’ ‘(ταξιδιωτικό)’
Το τελευταίο μας ταξίδι είναι σ’ αυτή την καταπράσινη πεδιάδα με τις πορτοκαλιές, τις λεμονιές και τις άφθονες ευωδιές, τα τόσα εναλλασσόμενα μοτίβα της χαράς που φτερώνουν τη φαντασία μας.
Πάνω στο καινούργιο γιοφύρι παρακολουθούμε τον Άραχθο, το ειδυλλιακό ποτάμι, που από αιώνες δίνει ζωή σε όλη την περιοχή ως το σημείο που χάνονται τα χρυσοφόρα δέντρα. Απέναντί μας το θρυλικό “γιοφύρι της Άρτας” που άλλοι λένε πως χτίστηκε στους ρωμαϊκούς προ Χριστού χρόνους, άλλοι τον καιρό του Δεσποτάτου της Ηπείρου και άλλοι την εποχή της Τουρκοκρατίας, γύρω στα που βρήκε αμύθητο θησαυρό στο βάθος των πιθαριών με λάδι που αγόρασε από Αλγερινούς πειρατές, οι οποίοι τα είχαν αρπάξει από έναν έμπορο τον οποίο λήστεψαν και σκότωσαν. Έτσι όπως αγναντεύουμε το περίτεχνο τούτο γιοφύρι με τη μεγάλη καμάρα στη μέση και τις δύο άλλες μικρότερες από κάθε της μεριά, σκεφτόμαστε πως τούτο το μνημείο πυργώθηκε με τον ξάστερο κόσμο του λαού και με το συνδετικό κρίκο της παράδοσης. Από τα βάθη του θρύλου ανασαλεύουν οι στίχοι:
“Αν δε στοιχιώσετ’ άνθρωπο γιοφύρι δε στεριώνει Μουδ’ άνθρωπον από ταπί, μουδέ καναν διαβάτη Μόνο του Πρωτομάστορη να πάρτε τη γυναίκα…”
Ήταν μεγάλο έργο στον καιρό του αυτό το γιοφύρι. Ζεί πάντα στις εποχές η άποψη πως τα μεγάλα έργα στεριώνονται με θυσίες. Στη ρίζα της φυλής μας για σκοπό πατριωτικό θυσιάστηκε η Ιφιγένεια. Στη ρίζα τη θρησκείας μας για ιερό σκοπό θυσιάστηκε ο Αβραάμ. Η θυσία στα θάματα της οικοδομικής απαιτούσε, σύμφωνα με πανάρχαιο μύθο, το πρώτο λιθάρι να πέσει πάνω σε ζωντανό, σε μια ψυχή. Γιατί, υπήρχε η πίστη, πως η ψυχή του θύματος με τις υπερφυσικές της δυνάμεις, γινόταν το προστατευτικό πνεύμα του οικοδομήματος. Αυτό το δυσκολοδιάβατο ποτάμι που έφερνε και πολλές καταστροφές με τις πλημμύρες του έπρεπε να δαμαστεί. Πολυάριθμοι μαστόροι και μαθητάδες ολημερίς το χτίζανε και το βράδυ γκρεμιζόταν. Τότε ο πρωτομάστορας θυσίασε την πανέμορφη γυναίκα του:
- ” Άν τρέμουν τ’άγρια βουνά, να τρέμει το γεφύρι, κι αν πέφτουν τ’ άγρια πουλιά, να πέφτουν οι διαβάτες…”
Το γιοφύρι με τη θυσία αυτή έγινε ακατάλυτο, όπως και τ’άλλα τα γιοφύρια του Δούναβη και του Ευφράτη, που θεμέλιωσαν δύο άλλες αδελφές της γυναίκας του πρωτομάστορα.
- “Η μια έχτισε το Δούναβη κι η άλλη τον Ευφράτη”.
Έτσι προϋπήρχε τούτος ο μύθος για τα μεγάλα γιοφύρια που θεωρείται ξενικός, αλλά που έχει την ελληνική σφραγίδα αυτός της Άρτας, σαν διαμάντι του λόγου μας με αισθητική αξία αναμφισβήτητη.
Στοχάζομαι πάνω στο θολωτό γιοφύρι, από όπου πέρασαν τα ρέματα της φυλής και εκείνη την ξάστερη μέρα της 6ης Οκτωβρίου 1912, τα ελληνικά νιάτα, που έσπασαν τα ελληνοτουρκικά σύνορα που βρίσκονταν εδώ και τάφεραν πέρα από τα Γιάννινα. Μέσα μου όλα βρίσκονται σε μιαν ανώτερη πειθαρχία. Το τοπίο έχει μια διάφανη ηρεμία που οδηγεί το πνεύμα στην αποκορύφωσή του. Όλα είναι γεμάτα ποίηση και αυτή η ομορφιά εδώ είναι περισσότερο μια πνευματική ομορφιά.
Υπάρχουν πάνω στους λόφους κάποια αρχαία ερείπια, υπάρχει στο κέντρο ο ναός του Απόλλωνα του Ε’ π.Χ. αιώνα, υπάρχουν τόσα κατάλοιπα, όπου ακινητοποιήθηκαν οι εποχές που μεταμορφώθηκαν από τότε σε αιωνιότητα. Το φως του ήλιου ζυγιάζεται στις αρμονικές διαστάσεις της πεσμένης κολώνας. Κάποιες αόρατες παρουσίες δονούν την ατμόσφαιρα. Ζωντανεύει εκείνη η αρχαία Αμβρακία που βρισκόταν στο χώρο της σημερινής πολιτείας, και η μνήμη εκείνου του μεγάλου βασιλιά του Πύρρου, που στόλισε αυτή του την πρωτεύουσα με ναούς, με θέατρα, με αγάλματα, με λαμπρό ανάκτορο και Ασκληπιείο και τόσα άλλα πολιτιστικά έργα. Ζωντανεύει η μνήμη του Δεσποτάτου της Ηπείρου πούχε την έδρα του στην Άρτα και κάποιοι Δεσπότες που άναψαν εδώ το αιώνιο ελληνικό φως με αμυντικούς αγώνες, με ηρωικό πνεύμα, με προοδευτική φλόγα και ανθρωπιστική πνοή.
Ανάμεσα σ’ αυτά τα οικοδομήματα της πόλης που έχουν κάποια ενότητα, που διατηρούν ατάραχτη στα ακραία σημεία την εποχή της Τουρκοκρατίας και παρουσιάζουν την κυριαρχία της εποχής μας με τη σύγχρονη αρχιτεκτονική στο κέντρο, ξεχωρίζουν κάποιες μεγαλόπρεπες βυζαντινές εκκλησιές.
Χτισμένος ο ναός της Παρηγορήτισσας, όπως φανερώνει επιγραφή πάνω από τη θύρα του καθολικού, στα 819 με υλικά και κολώνες από τα ερείπια της Νικόπολης και μεγαλωμένος και διακοσμημένος γύρω στα 1289 ως 1296 τον καιρό του Δεσπότη Μιχαήλ του Β’, έχει μια ακατανίκητη τέχνη. Οι εσωτερικές γλυπτές διακοσμήσεις, τα τοποθετημένα σε μεγάλο ύψος οξυκόρυφα τόξα των διασταυρουμένων καμαρών, οι φράγκικες διακοσμήσεις ανάμεσά τους, τα κιονόκρανα και άλλες παραστάσεις Ιταλών τεχνικών, ο Παντοκράτορας, οι Προφήτες, τα ψηφιδωτά, η υποβλητική αγιογραφία, όλα μας μεταφέρουν από τα εγκόσμια σε ανώτερα ύψη, στην επικοινωνία με το θείο.
Το βλέμμα μας καρφώνεται στην τοξωτή διακόσμηση πάνω από τη βασιλική θύρα που φέρνει από το Νάρθηκα στον κύριο ναό. Στην πλατειά επιφάνεια του τόξου ανάμεσα σε πολλές διακοσμήσεις η επιγραφή: “κομνηνοδούκας Δεσπότης Νικηφόρος, Άννα Βασίλισσα Παλαιολογίνα, Κομνηνόβλαστος Δεσπότης μέγας Κομνηνός και Δούκας Άγγελος” θυμίζει τους κτήτορες που αντάμωσαν εδώ την αρχιτεκτονική τέχνη της Κωνσταντινούπολης και τη γλυπτική τέχνη της Ιταλίας.
Προσευχόμαστε και στον άλλο ναό του Αγίου Γεωργίου, που αργότερα ονομάστηκε της Αγίας Θεοδώρας, το χτισμένο γύρω στα 1260 από την Αγία Θεοδώρα, της οποίας ο τάφος σώζεται στο Νάρθηκα του ναού. Σ’ αυτή την ελληνιστική βασιλική με τους κυλινδρικούς θόλους και τρούλλους, τις περίτεχνες διακοσμήσεις, τη μεγάλη βυζαντινή αψίδα στην είσοδο, τις πλούσιες κεραμοπλαστικές διακοσμήσεις στους εξωτερικούς τοίχους, όλα αποχτούν ένα ιδιαίτερο βάρος. Η ζωντανεμένη βυζαντινή μας παράδοση δίνει στις ψυχές μας τη δραματική ανάβαση.
Πάνω στο κάστρο με τα ψηλά τείχη, τις πολεμίστρες, τις δοξασμένες μνήμες και τις τυραννικές στιγμές, τα γκρεμίσματα που θλίβονται την ώρα, όπου το φως διαθλάται σε απροσδόκητα ιριδίσματα, νομίζουμε πως αργοδιαβαίνουν ηγεμόνες, ρήγισσες, κληρικοί, πολεμιστές, σοφοί και ευλαβικό πλήθος, παρουσίες που αφαιρούν από το τοπίο το βάρος του θανάτου. Πλανιόμαστε πως κάτι από όλα εκείνα τα παλιά ξαναζεί, πως ηχούν όπλα, πως αχολογούν καλπασμοί αλόγων, πως ακούγονται γεμάτες αγωνία φωνές που καλούν για τη διάρκεια της ελληνικής φυλής. Μέσα μας νοιώθουμε κάτι να ανάβει, μια δύναμη που μας σπρώχνει να κρατήσουμε σε τρικυμισμένα πελάγη τη σημαία τους έθνους, να πανηγυρίσουμε τη νίκη και να βυθιστούμε στη γαλήνη του μόχθου.
Το ειρηνικό τραγούδι της σύγχρονης ζωής μας συνεφέρει και εδώ στο τόσο συνταιριασμένο με το σκηνικό του χώρου πολιτισμένο ξενοδοχείο που υψώθηκε μέσα από τα τείχη, μια ξεχωριστή νότα κελαρύζει με τα συντριβάνια και τους ανθόκηπους, τη γαλήνη και το νέο σκοπό της ζωής.
Σ’ αυτή την αλησμόνητη ομορφιά, ο λόγος για την αμάραντη θυσία του γειτονικού χωριού Καμμένου μας φέρνει τόση κατάθλιψη. Στις 16 Αυγούστου 1943 οι Γερμανοί με αφορμή ότι το χωριό βοηθούσε τις εθνικές ομάδες του Ζέρβα, έδειξαν εκεί πως δεν είχαν καρδιά, πως μέσα τους ακινητούσε τα πάντα η κρύα πέτρα. Το χωριό καταστράφηκε και τριακόσιοι εβδομήντα κάτοικοι σκοτώθηκαν. Τότε ο τόπος πέτρωσε, ο πόνος πέτρωσε και ολόγυρα διάβηκε η φρίκη. Ύστερα από εκείνα τα κενοτάφια που γεννάνε τη φιλοσοφία και την ποίηση, οι ήρωες μίλησαν για την αγάπη στον άνθρωπο, έδωσαν φλόγα στη λαμπάδα της ειρήνης και συγχώρησαν. Με αυτά τα νεότερα κενοτάφια, η Ελλάδα βρήκε τον παλιό της δρόμο που φωτίζει την ανθρωπότητα…
Στα γραφεία του πολιτιστικού συλλόγου “Σκουφάς”, που η ονομασία του ζωντανεύει τον μεγάλο συνιδρυτή της Φιλικής Εταιρίας Νικόλαο Σκουφά, που γεννήθηκε το 1779 στο Κομπότι της Άρτας, οι συγκεντρωμένες αρετές που υπάρχουν στο Διοικητικό Συμβούλιο μορφοποιούν τους οραματισμούς σε δύναμη. Το πνευματικό φως που απλώνει προετοιμάζει τον καρπό που θα δέσει και στην πιο σκληρή βαρυχειμωνιά. Η Πνευματική Εστία, το υψηλό έργο με τη συγκέντρωση του ιστορικού και λαογραφικού υλικού, τις εκδόσεις, τις διαλέξεις και τόσα άλλα, είναι τα άνθη της πνευματικής Άνοιξης της Άρτας που σταθερά βαδίζει στη ωριμότητα του πολιτιστικού της καλοκαιριού.
Ο ήλιος βασιλεύει σαν μια αποθέωση χρυσού και ο λόγος μας για τον Αρτινό ήρωα Καραϊσκάκη και τον λιγόζωο ποιητή Κώστα Κρυστάλλη, που πέθανε εδώ, ακούγεται σαν ένα σιγανό βιολί σε μια μοναδική νύχτα όπου οι ψυχές μεγαλουργούν. Τα νερά του Άραχθου παίρνουν κοκκινωπές αποχρώσεις. Ο ουρανός ξεχειλίζει από τον καταρράχτη των άστρων. Η μνήμη της ποιητικής ομορφιάς της Άρτας και της ζωντανής της παρουσίας μας ακολουθάει τώρα που την αποχωριζόμαστε. Φεύγουμε με την καρδιά γεμάτη πίστη για το προορισμό αυτού του χωριού και αισιοδοξία για την γρήγορη ανάτασή του.
‘(Β. Κραψίτη : “Ταξίδια στην Ήπειρο”)’