Ένα μεσημέρι τυχαίνει να περνάω για τρίτη ή τέταρτη φορά από ένα σημείο της Αλεξάνδρου Σβώλου και βλέπω (ξανά και ξανά) σε ένα στενό μαγαζάκι που πουλάει κρέπες και τοστ έναν νεαρό άντρα να κάθεται σΆ ένα σκαμπό στο βάθος, κοιτώντας αφηρημένα προς τα έξω (το «άπειρο») και περιμένοντας μπας και σκάσει μύτη κανένας πελάτης, ενώ στο ακριβώς διπλανό μαγαζάκι, που πουλάει τα ίδια ακριβώς πράματα, έχει και τώρα, όπως και πριν που είχα περάσει, μια κάποια κίνηση.
Με πιάνει το ψυχοπονιάρικό μου και λέω να μπω στο πρώτο μαγαζάκι να πάρω κάτι να φάω, αν και δεν πεινάω ιδιαίτερα, αλλά πού θα μου πάει, λέω, θα το καταπιώ. Μπαίνω λοιπόν και ο νεαρός άντρας σηκώνεται και πάει πίσω από τον πάγκο και το ψυγείο, όπου παρατηρώ πως έχει λιγοστά πράματα σε τυριά και αλλαντικά. «Ένα τοστ θα ήθελα» του λέω κι αυτός, αντί να περιμένει να του πω με τι το θέλω, με ρωτάει «Σε τι ψωμάκι το προτιμάς;». Και μου δείχνει τρεις τύπους μικρών ψωμιών, σαν να Άναι κάτι πολύ σπουδαίο, που όμως κανένας τους δεν είναι ο κλασικός τύπος για τοστ (τον οποίο θα προτιμούσα βεβαίως).
Αναγκαστικά, επιλέγω ένα από τα τρία ψωμάκια και, καθώς το σχίζει κατά πλάτος με υπερηφάνεια, του λέω: «Με … κασέρι και με … πάριζα». (Συνήθως προτιμώ το τοστ με καπνιστό κασέρι και γαλοπούλα και μετά, αφού ψηθεί, ζητώ να προσθέσουν τυροκαφτερή και ντομάτα. Αλλά, όπως ανακαλύπτω εκείνη τη στιγμή, το συγκεκριμένο τοστάδικο – κρεπερί δεν διαθέτει καπνιστό κασέρι, ούτε γαλοπούλα και, για μετά … ούτε ντομάτα!).
«Αυτά;» με ρωτάει, «Αυτά» του απαντάω και βάζει το τοστ να ψηθεί. Κι έτσι περιμένουμε σιωπηλοί, ενώ αποφασίζω να μη ζητήσω να βάλει μετά και τυροκαφτερή –γιατί κάτι στην όψη της, όπως τη βλέπω, δεν μου αρέσει.
Αλλά μόλις βγάζει το τοστ από την τοστιέρα αναλαμβάνει μόνος του πρωτοβουλία και μου προτείνει: «Να βάλω και μια σος μουστάρδας, που είναι πολύ καλή;» Ε, και μιας και μπήκα στο μαγαζί του για «να κάνω το καλό» συγκατανεύω, τι να κάνω; Και τον βλέπω να ανακινεί με περισσή τέχνη ένα πλαστικό μπουκάλι στον αέρα και μετά να το γυρίζει ανάποδα και να ρίχνει ανάμεσα στο ψημένο ψωμάκι ένα πρασινοκίτρινο υγρό.
Μετά πάει παραπέρα και μου τυλίγει το τοστ σε… διπλή λαδόκολλα, τοποθετεί αυτή τη συσκευασία σε ένα ανοιχτό χάρτινο σακουλάκι που έχει πάνω του τυπωμένη τη «φίρμα» του μαγαζιού, προσθέτει και δυο-τρεις χαρτοπετσέτες με την ίδια «φίρμα» και μου παραδίνει το προϊόν.
Του δίνω ένα χαρτονόμισμα των 5 ευρώ, χτυπάει κάτι στην ταμειακή του μηχανή και μετά βάζει στη χούφτα μου την απόδειξη και τα ρέστα… «Καλή όρεξη» μου εύχεται εγκάρδια, πριν προλάβω να σκεφτώ τίποτΆ άλλο και με ξαφνιάζει. «Ευχαριστώ» μουρμουρίζω και βγαίνω από το μαγαζί του.
Στα πρώτα βήματα στο πεζοδρόμιο ανοίγω τη χούφτα μου και στέκομαι. Βλέπω άναυδος πως έχω πάρει για ρέστα ένα κέρμα… του ενός ευρώ! Δηλαδή μου χρέωσε 4 ευρώ για ένα τοστ, το οποίο εγώ στην πλήρη του «σύνθεση» -με καπνιστό κασέρι, αλλαντικό, ντομάτα και τυροκαφτερή- συνήθως το πληρώνω από 2,50 έως 2,80 ευρώ σε όλα τα τοστάδικα του κέντρου και των περιχώρων!
Σαν να λέμε δηλαδή: 4 ευρώ, επί 340,75, ίσον 1.363 δραχμές -επί δραχμής- για ένα τοστ! Ξεροκαταπίνω και σκέφτομαι να γυρίσω πίσω και να του «ζητήσω τα ρέστα». Να του δώσω πίσω το «χρυσό» του τοστ και να απαιτήσω πίσω τα 4 μου ευρώ ή, έστω, να του αφήσω το τοστ λέγοντας ό, τι έχω να του πω και να του χαρίσω και τα 4 ευρώ. Δεν ξέρω τι διάολο να κάνω!
Μετά σκέφτομαι όμως, το λόγο για τον οποίο μπήκα και παρήγγειλα… Κι αν αυτά ήταν τα μόνα χρήματα που έβγαλε ο άνθρωπος από το πρωί που άνοιξε το μαγαζί -και ήθελε κάπως να «ρεφάρει»; Άσε που τι να καλύψει πρώτα με αυτά τα 4 ευρώ; Το μερίδιο του ενοικίου που αναλογεί σε μία μέρα ή το ηλεκτρικό ρεύμα; Κι αν έχει οικογένεια, παιδιά; Πώς θα γυρίσει σπίτι χωρίς να έχει βγάλει κάτι, έστω αυτά τα ψιλά;
Κι έτσι συνέχισα το δρόμο μου. Όπου, καθΆ οδόν, άνοιξα το περιτύλιγμα, δάγκωσα το τοστ κι άρχισα να μασάω αργά-αργά… Δεν μπορώ να πω πως είχε και τίποτα ιδιαίτερο, που «να άξιζε τα λεφτά του». Δεν ήταν όμως και για πέταμα. Αλλιώς θα «το είχα ρίξει στο γυαλό» -μαζί με το καλό που σκέφτηκα να κάνω. Τι στο καλό!