Δεκαετία 1950: αλλαγές στην κοινωνία, αλλαγές στην τέχνη
Η Pop Art εμφανίζεται σε μια μεταπολεμική Ευρώπη που ανατρέπει τις παραδοσιακές αξίες και σε μια Αμερική (ΗΠΑ) με οικονομική ευημερία και καταναλωτική υπεραφθονία. Εποχή όπου η τηλεόραση καταλαμβάνει την θέση που της αρμόζει στο καθιστικό (ήταν νωρίς ακόμα για την κρεβατοκάμαρα) κάθε μεσο-αστικής οικογένειας που σέβεται τον εαυτό της. Η εικονοποιία των ΜΜΕ καθορίζει, στo μέγιστo βαθμό, τα ζητήματα του στυλ και της συμπεριφοράς στο δημόσιο και ιδιωτικό βίο.
Η Pop Art είναι μια τέχνη για την Τέχνη και το Στυλ
Η τέχνη για την τέχνη, ο καλλιτέχνης-μύθος, η αβαν-γκαρντ εξέλιξη της τέχνης, που κορυφώνεται, στα τέλη της δεκαετίας του 1940, με τους αφηρημένους εξπρεσσιονιστές, μπαίνει στο στόχαστρο της Pop Art (τυχαία, άραγε, η επιλογή των στόχων στα έργα του Jasper Johns ή η ψευδοεξπρεσσιονιστική χειρονομία στα κολάζ του Robert Rauchenberg;). Η εσωστρεφής, εκφραστική, αφηρημένη ή παραστατική τέχνη Βρετανών και Αμερικανών καλλιτεχνών της μεταπολεμικής γενιάς θα στραφεί σε μία αυτοκριτική διάθεση των καλλιτεχνών για τα έργα τους και σε μία συνειδητή εισαγωγή της καθημερινής ζωής στην τέχνη στα μέσα της δεκαετίας του ’50.
Την πρωτιά έχει η Αγγλία
Οι πρώτες θεωρητικές αναλύσεις και συζητήσεις γύρω από την κοινοτυπία των εικόνων και των συμπεριφορών που γεννιούνται από τα ΜΜΕ ξεκίνησαν με την ομάδα Independent Group το 1952 στο Λονδίνο. Δύο μέλη της, οι Richard Hamilton και Eduardo Paolozzi, θεωρούνται οι πατέρες της Pop Art στη Bρετανία. Τα έργα και τα κείμενά τους αποτελούν ειρωνικά σχόλια της κοινωνίας της αφθονίας, παρωδίες της υπέρμετρης διαθεσιμότητας προϊόντων και εικόνων και αντικατοπτρισμοί των διαφορετικών επιπέδων άσκησης κοινωνικής πολιτικής και αμερικανισμού από τα ΜΜΕ.
Η στάση τους, ωστόσο, συμβαδίζει με μία ευμένεια απέναντι στα λαϊκά (ποπ) κλισέ της καθημερινότητας. Το ζήτημα είναι να ασκήσουν κριτική με μία έκθεση εικόνων και αντικειμένων “λαϊκής” (ποπ) κουλτούρας και όχι να εμπλακούν σε μία καταγγελία.
Μανιφέστο
Η Pop Art είναι “λαϊκή, εφήμερη, αναλώσιμη, χαμηλού κόστους, μαζικά παραγόμενη, νέα, πνευματώδης, ερωτική, σπιρτόζα, σαγηνευτική, λαμπερή και Big Business (Χοντρά Λεφτά)” (Richard Hamilton, περιγράφοντας τα έργα της έκθεσης-σταθμός για την Pop Art, “This is Tomorrow”, 1956, Whitechapel Gallery).
Μιλώντας για Big Business (Χοντρά Λεφτά)…
Η Pop Art φτάνει στην ακμή της με τους Νεουορκέζους καλλιτέχνες στις αρχές της δεκαετίας του ’60, τους: Andy Warhol (όλοι έχουμε δει τις άπειρες αναπαραγωγές των πορτραίτων της Μarilyn Monroe και της Coca-Cola), Roy Lichtenstein (“I know how you must feel, Brad…”), Claes Oldenburg (αξέχαστα τα γιγαντιαία χάμπουργκερ και τα χνουδωτά παγωτά του), Tom Wesselman (με τα αισθησιακά ασαμπλάζ του), James Rosenquist, Robert Indiana κ.α. Χωρίς να δημιουργούν μια ομάδα με κοινή θεωρητική βάση και μανιφέστα, παρουσιάζουν χαρακτηριστικά που γίνονται αντιπροσωπευτικά του κινήματος:
- μαγεύονται από την κοινοτυπία της θεματολογίας τους: τα λογότυπα καταναλωτικών προϊόντων, τα είδωλα της βιομηχανίας του θεάματος και της “λαϊκής” (pop) μουσικής, τις εικόνες των εφημερίδων και περιοδικών
- χρησιμοποιούν πολύ καλά τη φορμαλιστική γλώσσα και τη στρατηγική της διαφήμισης, αφού όλοι συνδέονταν στο παρελθόν επαγγελματικά με το χώρο αυτό: ντιζάιν, κόμικς, διακόσμηση, μόδα
- υποστηρίζουν την ανωνυμία και την αποστασιοποίηση του καλλιτέχνη στην καλλιτεχνική δημιουργία: υιοθετούν τεχνικές μηχανικής αναπαραγωγής των έργων τους (μεταξοτυπίες, αφίσες, επαναλήψεις των έργων με μικρές διαφορές), μιμούνται τις φωτογραφικές ανατυπώσεις των εικόνων σε εφημερίδες (το φόντο των έργων του Roy Lichtenstein), χρησιμοποιούν έντονα χρώματα και μεγάλες επίπεδες χρωματικές επιφάνειες, για να τονίσουν τη μηχανιστική διαδικασία της καλλιτεχνικής τους έκφρασης-σε αντίθεση με με εξπρεσσιονιστική γραφή που μαρτυρεί τη συναισθηματική ζύμωση του καλλιτέχνη με το έργο του.
Δεν μιλάμε για Τσιχλόφουσκες
H Pop Art αποτέλεσε αντικείμενο ευφορικού ενθουσιασμού και καταναλωτκής μανίας με πολιτιστικές διαστάσεις στον Αμερικανικό πληθυσμό. Τόσο οι εμπορικές τεχνικές της (αξιομνημόνευτη η έκθεση στην Paul Bianchini Gallery το 1964, όπου τα έργα παρουσιάστηκαν ως προϊόντα σε σούπερ-μάρκετ) όσο και η άρνησή της να χρησιμοποιήσει στρατηγικές μυθοποίησης του έργου τέχνης και των καλλιτεχνών, πυροδότησαν μία διαμάχη μέσα στους καλλιτεχνικούς κύκλους.
Μπορούσε η τέχνη να αποδώσει δημιουργική δικαιοσύνη στη θεματολογία που διαπραγματέυεται η ποπ; Ποιά πρέπει να είναι η φύση της σχέσης της τέχνης με τα προϊόντα των ΜΜΕ; Σε ποιό βαθμό θα έπρεπε να επιτραπεί στην τέχνη να γίνει καθημερινή, ώστε να απογυμνώσει αυτή την καθημερινότητα;
Καλά, αυτό το έχουμε ξαναδεί…
Την αρχή την έκαναν ο Marcel Duchamp με τα ready-mades και οι Ντανταϊστές με την εισβολή της πραγματικότητας στην τέχνη στη δεύτερη δεκαετία του 20ου αι. O λογικός ή τυχαίος τρόπος που οι Nτανταϊστές συνδύαζαν διαφημιστικές εικόνες και κείμενα, σλόγκαν, επαναστατικά φυλλάδια, λαϊκή τέχνη και κουλτούρα στα κολάζ, τις φωτογραφίες, τα ασαμπλάζ, τα φιλμ και τις θεατρικές παραστάσεις τους θα επηρεάσουν την Pop Art και τα Happening της δεκαετίας του ’50.
Nαι, αλλά…
H Pop Art σύντομα αποτέλεσε αντικείμενο υπέρμετρου ενθουσιασμού με πολιτιστικές διαστάσεις κυρίως στον Aμερικανικό πληθυσμό. H Pop κουλτούρα που αναπτύχθηκε στις δεκαετίες του ’60 και ’70 εξαπλώθηκε και επηρέασε σημαντικά τον κοινωνικό και οικονομικό τομέα, όσο κανένα άλλο κίνημα του 20ου αι. Aποτελεί ιστορική εξαίρεση, κατά την οποία ένα πρωτοποριακό κίνημα συνδέεται οργανικά με το ευρύτερο πεδίο της κουλτούρας και καταφέρνει να συμβιώσει με αυτό.
Η μετεξέλιξη της Pop Art
New Realism (Nouveau Realism), Radical Realism, Photo-Realism.