Η αδιαμφισβήτητη γοητεία του (σκανδιναβικού) τένις, ή αλλιώς, πως τα seventies «λέρωσαν» το total white του ευγενούς αθλήματος, προσφέροντας ανεκτίμητες υπηρεσίες στο στυλ…
Απο το 1974 μεχρι το 1981 ο Björn Borg μεσουράνησε στα τερέν του τένις. Αλλά όχι μόνο εκεί. Ο Σουηδός τενίστας ήταν, είναι και θα είναι ένα αξεπέραστο style icon, διότι ήταν ένας από τους πρώτους αθλητές (μαζί με τον George Best, ας πούμε, στο ποδόσφαιρο, που είχε κατά τι προηγηθεί) ο οποίος μετέφερε τη μόδα της εποχής, το boho/hippie chic, στο αθλητικό look (του). Και δεν μιλάμε για ένα «λαϊκό» σπορ όπως η μπάλα, αλλά για το εστέτ τένις· για ένα άθλημα στο οποίο, ακόμη και σήμερα σε κάποιους WASP κύκλους, απαγορεύεται η συμμετοχή σε ερασιτεχνική παρτίδα σε όποιον σπάει τον ενδυματολογικό κώδικα του total white. Εκείνος εισήγαγε το χρώμα ακόμη και στα χαρακτηριστικά του headbands, καθώς επίσης το μακρύ μαλλί και το facial hair, στοιχειώνοντας το αντρικό στυλ, τη γυναικεία φαντασίωση και την εικονοπλασία σκηνοθετών όπως ο Wes Anderson.
Φυσικα, πριν από τον «Ice» Borg στο άθλημα προηγήθηκαν διάφοροι θρύλοι του τερέν και του στυλ. Πρώτος πρώτος ο René Lacoste, φυσικά, με το χαρακτηριστικό κροκοδειλάκι ραμμένο πάνω στο ολόλευκο πόλο του. Σύμφωνα με τον γιο του, Bernard, το παρατσούκλι «κροκόδειλος» (ή κατά άλλους, «αλιγάτορας») τού κόλλησε έπειτα από ένα στοίχημα με τον αρχηγό της ομάδας του για το αν θα κέρδιζε έναν αγώνα στην Αμερική. Επαθλο του Lacoste θα ήταν μια βαλίτσα από δέρμα κροκόδειλου (ή αλιγάτορα). Το κέντημα πάνω στο πόλο του το έκανε ο φίλος του, Robert George, το 1929, και η ιδέα ήταν τόσο επιτυχημένη που το 1933 γεννήθηκε η εταιρεία. Σε αυτή χρωστάμε την άφιξη του χρώματος, αρχικά όχι τόσο στο τένις αλλά περισσότερο σε συγγενή σπορ όπως το γκολφ και η ιστιοπλοΐα, από το 1951 και μετά. Η επιτυχία του εν λόγω συμβόλου του preppy στυλ ήταν τέτοια, που έλαβε τη θέση του ακόμη και στο περιβόητο Official Preppy Handbook.
Μια θέση αντίστοιχης σημασίας κατέλαβε ο Βρετανός Fred Perry και η δική του εκδοχή πάνω στο πικέ πόλο, η οποία πρωτοεμφανίστηκε στο Γουίμπλεντον του 1952. Ωστόσο, επειδή γενικά οι Αγγλοι είναι πιο cool, με πολύ πιο ενδιαφέρουσες υποκουλτούρες, τις δάφνες στο στήθος φόρεσαν όλοι οι σκοτεινοί τύποι των ’60s και των ’70s: teddys, mods, suedeheads και λοιποί.
Χμ, τώρα που το είπαμε κι αυτό, με το (σχεδόν) ολόλευκο του αθλήματος «έπαιξε» και άλλη μία σημαντική μορφή του τένις και του στυλ του, ο Αμερικανός Stan Smith, «λερώνοντάς» το με λίγο πράσινο της χλόης. Τα δερμάτινα sneakers του με την Adidas, τα οποία πρωτοεμφανίστηκαν το 1971, αποτελούν μία από τις πλέον επιτυχημένες επανεκδόσεις των τελευταίων ετών και (έστω κι αν δεν συνιστώνται πλέον για το τερέν) συγκινούν την καρδιά του hipster, που τα φορά με τον ίδιο ενθουσιασμό όπως και ο paninaro των nineties.
Αλήθεια, όμως, πώς το λευκό έγινε το χρώμα του τένις; Πέραν του προφανούς, ότι δηλαδή είναι ιδανικό για τον ήλιο και τη ζέστη, το μη-χρώμα της επιλογής του τενίστα έχει να κάνει με το status του αθλήματός του. Κάπου στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν το τένις ήταν ιδιαίτερα δημοφιλές στην αριστοκρατία και την πλουτοκρατία Ευρώπης και Αμερικής, το να φοράς λευκό ήταν ένα ιδιαίτερα ακριβό «σπορ». Το λευκό λερώνεται εύκολα, οπότε για έναν ταπεινό εκπρόσωπο της εργατικής τάξης ήταν αδιανόητο –ξέρετε, το οκτάωρο εργασίας ήταν ακόμη μια διεκδίκηση και δεν υπήρχε κάποιου είδους υπηρετικό προσωπικό για την μπουγάδα! Αντίστοιχα, για τον εστέτ της ανώτερης τάξης ήταν ένας τρόπος να διαχωρίζει εαυτόν με την πρώτη ματιά. Το 1890, μάλιστα, το Γουίμπλεντον εξέδωσε και επίσημη απόφαση, η οποία επέβαλλε την ολόλευκη ενδυμασία στους παίκτες. Ειρωνεία: Χρειάστηκαν όχι μόνο ογδόντα περίπου χρόνια, αλλά και ένα θεωρητικά ολόλευκο «IceBorg», για να αλλάξουν τα πράγματα.
Στις 7 Σεπτεμβρίου 1980 ένας από τους μεγαλύτερους τελικούς του U.S. Grand Open τελειώνει με νικητή τον 21χρονο John McEnroe.