Η Κίνα θα είναι πρώτη δύναμη στον κόσμο; Πόσο θα μάς απειλούν οι νέες επιδημίες; Πόσο δημοκρατικός θα είναι ο κόσμος μας; Ποιες θα είναι οι συνέπειες των κλιματικών αλλαγών; Θα βρει την λύση της η ισραηλινο-παλαιστινιακή διαμάχη;
Αυτά και άλλα πολλά ερωτήματα είναι το αντικείμενο σημαντικής μελέτης του «ινστιτούτου μελετών για την Ασφάλεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης» (EUISS), στην οποία οι ειδικοί ερευνητές προσπαθούν να προσδιορίσουν μεγατάσεις στην οικονομία, την γεωπολιτική, την δημογραφία και την οικολογία.
Υπό την διεύθυνση της Νικόλ Νιεσότο (Nicole Gnesotto) και την εποπτεία του αναπληρωτή διευθυντή του EUISS Μπούκαρντ Σμιτ (Burkard Schmitt), οι είκοσι ερευνητές που εκπόνησαν την μελέτη πραγματοποίησαν ένα έργο που είναι το πρώτο του είδους του στην Ευρώπη.
Όπως τονίζει δε ο Πασκάλ Λαμί (Pascal Lamy), επικεφαλής του «παγκοσμίου οργανισμού εμπορίου» (WTO) ο οποίος προλόγισε την γαλλική έκδοση της μελέτης, πρόκειται για μία σημαντική προσφορά στην ανίχνευση της θέσης της Ευρώπης στον κόσμο του αύριο. «Όσοι αρνούνται να σκεφθούν το μέλλον, καταδικάζονται να είναι απλοί θεατές μιας εξέλιξης πάνω στην οποίαν η δημόσια δράση δεν θα έχει κανένα βάρος…», αναφέρει. Από την πλευρά του, σχολιάζοντας την ίδια μελέτη, ο Βρετανός πρώην πρωθυπουργός Γκόρντον Μπράουν (Gordon Brown) υπογράμμισε ότι «οι πολιτικοί, σε παγκόσμιο επίπεδο, πρέπει άπαξ δια παντός να καταλάβουν ότι, αν δεν δουν από μιαν άλλη οπτική γωνία γεγονότα και εξελίξεις, τελικώς θα σαρωθούν από την πραγματικότητα».
Ας δούμε, όμως, ποια είναι τα κύρια σημεία αυτής της μελέτης, τονίζοντας ευθύς εξ αρχής την επισήμανσή της ότι, αν η Ευρώπη δεν καταλάβει και δεν ερμηνεύσει σε βάθος τις ποιοτικές κρίσεις και ρήξεις που χαρακτηρίζουν τον κόσμο μας, θα διατρέξει σοβαρότατο κίνδυνο περιθωριοποίησης.
Στον οικονομικό τομέα, η μελέτη του EUISS προβλέπει περαιτέρω ολοκλήρωση σε παγκόσμιο επίπεδο των αγορών, με εντατικοποίηση του ανταγωνισμού των περιφερειακών συνόλων. Οι αναδυόμενες χώρες θα είναι φορείς διευρύνσεως και ενισχύσεως της παγκοσμιοποίησης, η οποία, παρά τους πειρασμούς του προστατευτισμού, θα παίξει θετικό ρόλο στην αύξηση των παγκόσμιων συναλλαγών. Η τάση αυτή, σε συνδυασμό με την χρηματοοικονομική κρίση, θα δημιουργήσει έντονες ανταγωνιστικές πιέσεις για τις ήδη αναπτυγμένες χώρες, οι οποίες θα υποχρεωθούν να πραγματοποιήσουν αλλαγές προσαρμογής στα κοινωνικοοικονομικά τους συστήματα. «Για τις χώρες και τις μεγάλες περιφέρειες που θα φανούν ανίκανες να προσαρμοστούν, ο κίνδυνος να περιθωριοποιηθούν είναι σοβαρότατος», τονίζεται με έμφαση στην μελέτη.
Επισημαίνεται, επίσης, ότι η «τριάδα» ΗΠΑ, Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) και Ιαπωνία για αρκετά χρόνια θα συνεχίσει να κυριαρχεί στις αγορές υψηλής προστιθέμενης αξίας, πλην όμως θα συνεχιστεί το φαινόμενο της μετανάστευσης επιχειρήσεών τους που έχουν υψηλούς συντελεστές εργασίας προς τις αναπτυσσόμενες χώρες. Συνεπώς, η τάση αυτή θα ενισχύει την συμμετοχή των ασιατικών χωρών στο παγκόσμιο εμπόριο και άρα στην σύνθεση του παγκόσμιου ακαθάριστου εγχωρίου προϊόντος (ΑΕΠ).
Έτσι, δεν πρέπει να αποκλείεται ο τριπλασιασμός του ΑΕΠ της Κίνας και της Ινδίας μέχρι το 2025, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι στο εσωτερικό τους ανάλογη θα είναι και η άνοδος των αντίστοιχων κατά κεφαλήν εισοδημάτων. Στο εσωτερικό των χωρών αυτών οι ανισότητες θα ενισχυθούν και η βιωσιμότητα της ανάπτυξής τους θα εξαρτηθεί από τις εσωτερικές τους μεταρρυθμίσεις, την ανάπτυξη των υποδομών τους και την κανονικότητα των ενεργειακών προμηθειών τους. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι σε Κίνα και Ινδία οι επενδύσεις που ήδη πραγματοποιούνται στην εκπαίδευση, καθώς και στην έρευνα και ανάπτυξη, θα οδηγούν στην διαφοροποίηση των οικονομιών τους προς την κατεύθυνση της δημιουργίας μεγαλύτερης τεχνολογικής προστιθέμενης αξίας.
Στο μέτρο που η τάση αυτή θα κερδίζει έδαφος, θα παρατηρούνται στις χώρες αυτές, όπως είναι επόμενο, αλλαγές στις μεθόδους και στην οργάνωση της παραγωγής. Η τελευταία θα αποκτά όλο και πιο εύκαμπτες δομές, θα αναζητά διεθνείς συνεργασίες και θα ευνοεί τις διεθνοποιημένες υπεργολαβίες. Ανοδική, συνεπώς, θα είναι και η εξωτερίκευση της παροχής υπηρεσιών προς τις επιχειρήσεις, η οποία ήδη, από πλευράς ετήσιου τζίρου, από 1.5 δις δολάρια το 2002 είχε περάσει στα 24 δις. δολάρια το 2007 και οδεύει προς τα 60 δις δολάρια σήμερα. Κατά κύριο δε λόγο, οι υπηρεσίες αυτές στηρίζονται στην πληροφορία και πυρήνας τους είναι η επικοινωνία.
Θα πρέπει να υπογραμμιστεί ιδιαιτέρως ότι μέχρι σήμερα ο «άμεσες ξένες επενδύσεις» (FDI) ενίσχυσαν σημαντικά την διαδικασία της παγκοσμιοποίησης, δημιούργησαν νέους εμπορικούς δρόμους και τόνωσαν τις διαπεριφερειακές εμπορικές σχέσεις. Στο πλαίσιο αυτό, έχει ήδη δημιουργηθεί μία νέα παραγωγική πραγματικότητα, με σαφέστατο πλέον αναπροσανατολισμό των επενδύσεων. Με άλλα λόγια, υπάρχει ένας καινούργιος διεθνής και περιφερειακός καταμερισμός της εργασίας, που αποτυπώνεται και στην ποσοστιαία σύνθεση του παγκόσμιου εμπορίου.
Αξίζει στο σημείο αυτό να επισημάνουμε ότι, από το 1985 έως το 2008, η συμμετοχή της νοτιοανατολικής (ΝΑ) Ασίας στις παγκόσμιες εξαγωγές διπλασιάστηκε και πέρασε από 10.8% σε 23.6%: «η εξέλιξη αυτή», τονίζεται στην μελέτη του EUISS, «συμβάλλει θετικά στην υποχώρηση της ακραίας φτώχειας στον κόσμο και, με βάση στοιχεία της “παγκόσμιας τράπεζας”, στην Ασία, από το 1981 έως το 2006, 550 εκατομμύρια άνθρωποι βγήκαν από την φτώχεια. Δυστυχώς, όμως, η έξοδος αυτή είναι άνιση, διότι άλλες χώρες παρακολουθούν και προσαρμόζονται στην παγκοσμιοποίηση και άλλες όχι.
Στην Αφρική, έτσι, την ίδια περίοδο, τα άτομα που ζουν σε κατάσταση ακραίας φτώχειας από 160 εκατομμύρια πέρασαν στα 303 εκατομμύρια. Υπάρχει λοιπόν μία ανισοκατανομή της ανάπτυξης σε παγκόσμιο επίπεδο, η οποία, ωστόσο, αποτελεί κύριο χαρακτηριστικό της αναπτυξιακής πορείας των αναπτυσσόμενων χωρών. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι αυτές οι διαφορές θα έχουν διάρκεια, θα δημιουργήσουν διαφοροποιημένες προκλήσεις μεταξύ των χωρών, σίγουρα όμως θα έχουν δρομολογήσει νέα κατανομή του πλούτου υπό συνθήκες ενισχύσεως της παγκοσμιοποίησης…
Στις αναπτυγμένες χώρες, αυτή η ενίσχυση της παγκοσμιοποίησης υπαγορεύει ουσιαστικές προσαρμογές σε νέες και ισχυρές ανταγωνιστικές συνθήκες, οι οποίες ενδέχεται να δημιουργήσουν και κοινωνικές τριβές τέτοιες ώστε να εκδηλωθούν τάσεις προστατευτισμού. Από την άλλη πλευρά, οι αναπτυγμένες οικονομίες είναι υποχρεωμένες να ευνοήσουν το πέρασμα μη ανταγωνιστικών δραστηριοτήτων προς τομείς όπου διαθέτουν συγκριτικά πλεονεκτήματα. Ωστόσο, στην αντίπερα όχθη, οι αναπτυσσόμενες χώρες είναι ανάγκη να βελτιώσουν τις υποδομές τους, να αναπτύξουν το ανθρώπινο κεφάλαιό τους, να καλυτερέψουν τόσο τις δομές διακυβέρνησής τους όσο και τους κανόνες που πλαισιώνουν τις επενδύσεις…».
Συμπερασματικά, η μελέτη προβλέπει ότι το 2025 το ΑΕΠ των χωρών BRIC (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα) θα αντιπροσωπεύει το 50% του ΑΕΠ της Αμερικής, Ιαπωνίας, Γερμανίας, Γαλλίας, Ιταλίας και Ηνωμένου Βασιλείου. Το 2040, όμως, η κατάσταση θα έχει ανατραπεί και τότε οι χώρες BRIC θα είναι οι πλουσιότερες στον κόσμο. Όπως μάς είπε η κ. Νικόλ Νιεσότο η πρόβλεψη αυτή αποτελεί τεράστια πρόκληση για τη Ευρώπη, η οποία κινδυνεύει μέσα σε μία εικοσαετία να γίνει μία ήσσονος σημασίας περιφερειακή δύναμη, με σοβαρά δημογραφικά και κοινωνικά προβλήματα.
Υπό αυτό το πρίσμα, η σημερινή χρηματοοικονομική κρίση της Ευρώπης είναι πολύ σοβαρότερη από όσο εκτιμάται, γιατί διακυβεύει το μέλλον της ΕΕ στον νέο παγκόσμιο καταμερισμό της εργασίας. Ακόμα χειρότερα, η δημογραφική παρακμή της Ευρώπης υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να την αφήσει χωρίς το απαιτούμενο για την οικονομική της ανάπτυξη ανθρώπινο δυναμικό. Το πρόβλημα της φυγής ταλέντων είναι πολύ σοβαρό, αλλά δεν αντιμετωπίζεται σοβαρά…
Πάνω στο θέμα αυτό θα επανέλθουμε σε επόμενο άρθρο μας, με βάση πάντα τα στοιχεία και τις εκτιμήσεις της μελέτης που παρουσιάσαμε.