Δεν θα μπορούσε να υπάρξει καλύτερη επιλογή για να ξεκινήσει το Post-Punk Oddities από το “Miniatures“, καθώς σ΄ αυτό το δίσκο περικλείονται όλα τα στοιχεία για τα οποία θεωρώ τη συγκεκριμένη περίοδο σημαντική για τη μουσική: η σχέση με τα fine arts / visual arts, οι deconstructive διασκευές, το spoken word, η έννοια του “κοινωνικού πρότζεκτ“, το ντάντα και το παράλογο, η ιδέα του concept pop — όλα βρίσκονται εδώ, με πληθώρα παραδειγμάτων.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Τι είναι το Miniatures; Το 1980 ο πειραματικός Βρετανός μουσικός Morgan Fisher κάλεσε μια σειρά από διάφορους μουσικούς/ποιητές/καλλιτέχνες να του στείλουν ένα έργο τους που θα κρατάει λιγότερο από 60 δευτερόλεπτα ώστε να φτιάξει ένα άλμπουμ-κολλάζ με όλα αυτά. Η σύνδεση της ιδέας με το ντάντα γίνεται ξεκάθαρη πριν καν ο ακροατής πατήσει το play (ή βάλει τη βελόνα για να είμαστε και ιστορικά πιο ακριβείς!), καθώς η πρώτη πρόταση στις καταπληκτικές σημειώσεις του δίσκου είναι ότι το εγχείρημα είναι επηρεασμένο από ένα έργο του 1938 του Marcel Duchamp , στο οποίο ο καλλιτέχνης έφτιαξε ένα βαλιτσάκι για να παρουσιάσει 68 έργα του σε μικροσκοπική μορφή.
Ο Duchamp προφανώς έθετε εκεί conceptual ζητήματα για την αξία του έργου τέχνης, ζητήματα που ακόμα απασχολούν. Για τον Morgan Fisher, η έμπνευση εδώ είναι αυτή η ιδέα του συμπιεσμένου, του μικροσκοπικού.
50 διαφορετικοί καλλιτέχνες απαντούν στο κάλεσμά του, λοιπόν, και ένα σημαντικό κομμάτι της πειραματικής μουσικής των early-80s παρελαύνει εδώ, όπως και μια σειρά από δημιουργούς που θα γίνουν αστέρια στα επόμενα χρόνια. Για να αναφέρω γρήγορα μερικούς από τους συντελεστές: Residents, Andy Partridge (XTC), Robert Fripp, Michael Nyman, David Cunningham (Flying Lizards), Robert Wyatt, Hector Zazou, Fred Frith, Quentin Crisp — η λίστα είναι ατέλειωτη.
Ο Morgan Fisher λαμβάνει όλα αυτά τα tapes και ξεκινάει να τα ράβει μεταξύ τους. Το αποτέλεσμα είναι ένα από τα σημαντικότερα (κατ’ εμέ) αριστουργήματα της avant-garde, ένα μείγμα απο ηχητικές εκπλήξεις που σε αφήνει άφωνο κάθε λεπτό. Τα είδη μουσικής αλλάζουν από τη μια στιγμή στην άλλη, ενώ το υπέροχο, εξαιρετικά πολύπλοκο artwork θέλει απλά ώρες για να το ‘σπουδάσει’ κανείς. Θόρυβος, ποίηση, κωμωδία, free-jazz, cabaret, sound art, conceptual anti-art, blues, καταστροφικές διασκευές, είναι όλα εδώ.
Είναι πολύ δύσκολο να απομονώσει κανείς συγκεκριμένα κομμάτια απ’ αυτό το conceptual κομψοτέχνημα, αλλά για να σας βοηθήσω να αρχίσετε να παίρνετε μια ιδέα (ώστε ελπίζω να το αναζητήσετε), θα αναφερθώ σε κάποια.
Ιδιαίτερη μνοία λοιπόν πρέπει να γίνει κατ’ αρχήν στο “The History of Rock’n’Roll” του Andy Partridge. Ας σημειώσω εδώ για όσους δεν ξέρουν τη σόλο δουλειά του εκτός των XTC, ότι το 1980 κυκλοφόρησε ένα σχετικά άγνωστο, αλλά εξαιρετικά ενδιαφέρον minimal-synth σόλο δίσκο. Το κομμάτι του Partridge εδώ επιχειρεί να παρουσιάσει σε 20 δευτερόλεπτα την ιστορία της (ως τότε) ποπ μουσικής. Θα αναρωτιόταν κανείς ποια θα ήταν η updated version αν το ξαναέφτιαχνε σήμερα.
Οι διασκευές αποτελούν σημαντικό μέρος του Miniatures, όπως και γενικότερα της συνθήκης post-punk / DIY των early 80s. Η ιδέα της καταστροφής ενός ιερού ορίτζιναλ ήταν εξαιρετικά σημαντική σε εκείνη την πολιτικά έντονα ενεργή περίοδο.
Ο Robert Wyatt φτιάχνει ένα στοιχειωμένο μίνιμαλ κόβερ του Strangers in the Night με τον τίτλο “Rangers in the Nightst“: (τα λογοπαίγνια γενικά δίνουν και παίρνουν σε όλο το δίσκο) χρησιμοποιώντας μόνο μια φράση από το αρχικό κομμάτι. Ο Neil Innes, που μαζί με τον Eric Idle των Monty Pythons έφτιαξε την παρωδία-συγκρότημα Ruttles καταστρέφει (και καλά κάνει) το glam classic “Cum On Feel The Noize” με τον πεντάχρονο γιο του στα ντραμς και τη φωνή.
Και φυσικά δε λείπουν από το Miniatures τα αυτο-αναφορικά σημεία που μιλάνε για την ίδια την κυκλοφορία αυτή καθ’ αυτή και μας φέρνουν ένα (meta)επίπεδο πιο πίσω. Το σουρεαλιστικό θεατρικό γκρουπ από το Λονδίνο Phantom Captain κλείνει την πρώτη πλευρά με ένα performance που παρουσιάζει κάτι σαν απαίσιους τεχνοκριτικούς που μιλάνε για το όλο εγχείρημα στο διάλειμμα μιας παράστασης ενώ πίνουν το κρασί τους.
Στη δεύτερη πλευρά, ο εκκεντρικός performer Quentin Crisp φτάνει σε σημεία μίσους για την ίδια τη μουσική (και ενδεχομένως και το πρότζεκτ στο οποίο συμμετέχει!) με ένα υπέροχο μισανθρωπικό camp κειμενάκι για το ότι η μουσική έχει καταστρέψει την ανθρώπινη επικοινωνία.
Θα μπορούσα να επεκταθώ για πολύ ακόμα, αλλά σ΄αυτό το σημείο θα σταματήσω, γιατί πρόσφατα έστειλα κάποιες ερωτήσεις στον ίδιο τον Morgan Fisher και αυτός μου απάντησε αμέσως, οπότε ειδικά και σε παγκόσμια αποκλειστικότητα για τo Post-Punk Oddities, ο Morgan Fisher μιλάει για το Miniatures!
Πόσο σημαντική επιρροή άσκησε το dada στο Project σου;
Λοιπόν, μεγάλωσα στα 60s, τα οποία θεωρούνταν από πολλούς ως μια “χρυσή εποχή“. Ήμουν αρκετά τυχερός έτσι ώστε να δω από κοντά τη γέννηση του ροκ — είδα τον Χέντριξ να παίζει σε μικρές λονδρέζικες παμπ όταν ακόμα πήγαινα σχολείο, και όλες τις τώρα γνωστές αγγλικές μπάντες να παίζουν τις πρώτες τους συναυλίες στο κλαμπ “The Marquee“.
Αργότερα, με ακόμα περισσότερη τύχη, τζάμαρα με μπάντες όπως οι The Who και τα ήπια με μπάντες όπως οι Led Zeppelin. Αλλά, ως τυπικός άπληστος άνθρωπος, ήθελα να βρω μια ακόμα πιο χρυσή εποχή, και για μένα αυτή ήταν η εποχή του Νταντά και του σουρρεαλισμού, στο Παρίσι. Τα βιβλία και γενικότερα η τέχνη εκείνης της εποχής, ήταν μεγάλη έμπνευση για μένα. Και η φαντασίωση του Νταντά, μισό αιώνα μετά το γεγονός, μου ήταν πιο ενδιαφέρουσα από την σκληρή πραγματικότητα της μεταπολεμικής εποχής.
Στα 70s ενθουσιάστηκα με τη φρεσκάδα του πανκ, παρόλο που το επίπεδο δημιουργικότητας ήταν αρκετά χαμηλότερο από τα 20s ή τα 60s. Έβλεπα πανκ μπάντες ζωντανά αρκετές φορές τη βδομάδα, και η πιο διάσημη πάνκισσα, η Soo Catwoman, ζούσε στο σπίτι μου για κάποιο καιρό. Οπότε ναι, σίγουρα, η ατμόσφαιρα είχε μια Νταντά χροιά εκείνο τον καιρό, αν και πολύ αμφιβάλλω πως οι πάνκηδες ήξεραν είτε τον Hugo Ball είτε άλλους ντανταϊστές. Γι’ αυτό ήταν και φρέσκο, άλλωστε. Το να φοράς σακούλες, πινέζες και αντισυλληπτικά (και να το κάνεις με στυλ) ήταν μια ιδέα γεννημένη στους δρόμους, όχι στα βιβλία ιστορίας. Επίσης, το ότι ήμουν πέντε χρόνια μεγαλύτερους από τους περισσότερους πάνκηδες και προερχόμουν από την προηγούμενη εποχή της ροκ, με εμπόδισε απ’ το να γίνω κοντινός φίλος με τους περισσότερους (εκτός από την Soo).
Η αναφορά μου στο ντανταϊσμό στο εξώφυλλο συνδέεται περισσότερο με το γεγονός ότι ο Duchamp είχε δημιουργήσει το πρότζεκτ του με τις μινιατούρες -το Boite-en-valise- έναν χαρτοφύλακα γεμάτο με μικροσκοπικές εκδοχές των αριστουργημάτων του, μια ιδέα που μου φάνηκε υπέροχη. Πάντοτε αγαπούσα τα κουκλόσπιτα, και τα μικροσκοπικά, λεπτομερή τους μοντέλα επίπλων και συσκευών, και από τα παιδικά μου χρόνια ήμουν μεγάλος φαν μιας σειράς βιβλίων που λεγόταν “The Borrowers” (οι Δανειζόμενοι) και αφορούσε κάποιους ανθρώπους-μινιατούρες.
Στο εξώφυλλο αναφέρομαι επίσης στο “Goofing-Off Suite” του Pete Seeger – ένα πρότζεκτ-μινιατούρα όπου παίζει συντομευμένες εκδοχές μουσικών αριστουργημάτων, όπως η Ενάτη του Μπετόβεν, με το μπάντζο του. Με ευχαριστούσε πάντα να δημιουργώ συνδέσεις μεταξύ μακρινών ή άσχετων πραγμάτων, φαίνεται πως είχα πάντοτε μια ολιστική αντιμετώπιση, προτού καν μάθω τι σημαίνει η λέξη “ολιστικός“.
Ο δίσκος σου είναι εξαιρετικά εκλεκτικός. Προσκάλεσες σε απλά τυχαίο κόσμο ή υπήρχε κάτι κοινό με αυτούς τους ανθρώπους;
Ναι. Κάλεσα ανθρώπους που συμπαθούσα, και το κοινό τους ήταν απλά ότι τους συμπαθούσα. Εκείνο τον καιρό μου άρεσαν μουσικοί που ήταν μονόχνοτοι και μακριά από το mainstream. Η ιδέα γεννήθηκε όταν η Cherry Red Records μου πρότεινε να φτιάξω τη δικιά μου δισκογραφική και είπαν: “θα κυκλοφορήσουμε οτιδήποτε κι αν φτιάξεις. Οτιδήποτε“. Έτσι, αυτού του είδους η ελευθερία με έκανε κι έτρεξα στο σημειωματάριο μου για να κάνω μια λίστα των ανθρώπων με τους οποίους θα ήθελα να συνεργαστώ. Τελικά η λίστα έγινε τόσο μεγάλη που σκέφτηκα: “δεν μπορώ να διαλέξω έναν — οπότε θα τους διαλέξω όλους!“. Και έτσι γεννήθηκε η ιδέα για τις Μινιατούρες.
Επίσης οι αλλαγές από είδος σε είδος ήταν μία πολύ ωραία έκπληξη για μένα. Υπήρχε κάποια αρχή στον τρόπο που κολλούσες μεταξύ τους τα κομμάτια;
Αυθορμητισμός. Γνώριζα καλά ότι θα τρελαινόμουν αν προσπαθούσα να βρω την τέλεια σειρά — λες και υπάρχει κιόλας. Οπότε έγραψα κάθε τίτλο σε ένα κομματάκι χαρτί, έριξα τα 51 κομμάτια στο χαλί και ύστερα έσκυψα για να δω τι μοτίβα είχαν σχηματιστεί. Μου ‘γίναν αμέσως εμφανή συγκεκριμένα ζευγάρια ή μικρές σειρές. Συγκεκριμένα κομμάτια έμοιαζαν προφανή για την αρχή ή το τέλος κάποιας πλευράς του βινυλίου. Και ούτω καθεξής.
Μου πήρε περίπου δυο ώρες για να τα βάλω σε κάποια σειρά και μετά δεν το ξανασκέφτηκα. Είχα τόση οικειότητα με όλα τα κομμάτια που δεν χρειαζόταν να τα ξανακούσω. Αυτό θα είχε πολλαπλασιάσει τον απαιτούμενο χρόνο τουλάχιστον επί δέκα. Πρέπει να εμπιστεύεσαι το ένστικτο σου. Είμαι σίγουρος ότι οι μοντέρ έχουν το ίδιο είδος ενστίκτου όταν δουλεύουν πάνω σε πολύ υλικό και βιάζονται.
Ζώντας στους επιτυχημένους καιρούς στο YouTube, σχεδόν όλοι όσοι ασχολούνται με τη δουλειά σου έχουν την πεποίθηση πως αυτά τα κομμάτια των 60 δευτερολέπτων μοιάζουν πολύ σύγχρονα. Υπάρχουν ολοένα και περισσότερα φεστιβάλ με ταινίες του ενός λεπτού ανά τον κόσμο. Θα έφτιαχνες ένα “Miniatures 3” με σύγχρονους μουσικούς, καλλιτέχνες ή ποιητές και λοιπά;
Όχι! Η δημιουργία του “Miniatures 2” (που κυκλοφόρησε το 2000) ήταν ένα μεγάλο βασανιστήριο. Νόμιζα τότε ότι μέσα από το ίντερνετ θα συγκέντρωνα το υλικό πολύ πιο γρήγορα. Λάθος! Χρειάστηκαν 6 χρόνια — αντίθετα με τον ένα χρόνο του πρώτου δίσκου.
Η δημιουργία του πρώτου δίσκου ήταν πιο “πρωτόγονη” — δηλαδή συναντιόμουν χωρίς διαμεσολαβητές με κάθε καλλιτέχνη και πολλούς τους ηχογράφησα ο ίδιος, στα ίδια τους τα σπίτια. Ήταν “ένας-προς-έναν“. Ο δεύτερος δίσκος είχε παγκόσμιο προσανατολισμό και έτσι, μέσα από το ίντερνετ, ήταν “ένας προς πολλούς”, πολύ λιγότερο προσωπικό, πολύ πιο επαγγελματικό, πιο κοστοβόρο λόγω των μάνατζερς και των δισκογραφικών που εμπλέκονταν και πολύ πιο δύσκολο. Πιστεύω ότι ο πρώτος δίσκος ήταν κάτι μοναδικό που αντέχει στο τεστ του χρόνου, και ίσως δεν έπρεπε να έχω συνεχίσει.
Όλα τα παρόμοια πρότζεκτς που έχω ακούσει από άλλους, από το 1980 ως τώρα (και υπήρξαν πολλά) υποφέρουν από στενότητα οπτικού πεδίου — και συνήθως συγκεντρώνονται μόνο στις σοβαρές αβαν-γκαρντ σκηνές. Φαίνεται πως το να είσαι πραγματικά ολιστικός -και να έχει και πλάκα- δεν είναι πολύ
Όσοι από εσάς ενδιαφέρεστε για την πειραματική μουσική και τέχνη, αναζητήστε τον δίσκο και δε θα χάσετε, είναι πραγματικά ένα αριστούργημα. Πρόσφατα ο ίδιος ο Morgan Fisher έφτιαξε μια ιστοσελίδα στην οποία εξηγεί διάφορα σε σχέση με το εγχείρημα. ‘Εχει αρκετό ενδιαφέρον, περάστε λίγο χρόνο μαζι της.
Μέχρι το επόμενη καλλιτεχνική παρουσίαση κάποιας σπουδαίας προσωπικότητας, κάντε υπομονή και να είσαστε πάντα καλά.