Κωμική στο ποδόσφαιρο μπορεί να είναι μια χαμένη ευκαιρία –όχι, πάντως, για τον οπαδό της ομάδας που την έχασε–, μπορεί να είναι και μια συμπεριφορά. Αλλά και πάλι, κάποιος πρέπει να την αναδείξει…
Το «κωμικό» στο ποδόσφαιρο είναι κάτι που σηκώνει αρκετή συζήτηση. Πολλές φορές από μόνο του το πράγμα δεν λέει και πολλά: Κάποτε είχα δείξει στην τηλεόραση τον José Antonio Camacho, προπονητή της Ισπανίας, μούσκεμα από τον ιδρώτα. Αν τη σκηνή την έδειχνες μεμονωμένα, ο κόσμος έβλεπε έναν αγχωμένο άνθρωπο που ζει έντονα το παιχνίδι. Αν, όμως, έδειχνες τις μασχάλες του πουκαμίσου ιδρωμένες σε τρία διαδοχικά παιχνίδια, ο κόσμος έβλεπε έναν χοντρό που υπέφερε στον ήλιο και την υγρασία και –παρά την όποια συμπάθεια– γελούσε. Θυμάμαι ένα ανάλογο σκηνικό με τον Giovanni Trapattoni.
Στο Μουντιάλ του 2002 στην Κορέα, κάποια στιγμή εμφανίστηκε να καταβρέχει τους παίκτες με ένα μπουκάλι νερό. Αν δεν ήξερες, νόμιζες ότι ο προπονητής αποφάσισε να δροσίσει τους αναπληρωματικούς του. Αν ήξερες (και εξηγούσες) ότι το «νερό» ήταν ο αγιασμός που του είχε στείλει η καλόγρια αδελφή του, η ιστορία αποκτούσε άλλη διάσταση.
Πάντοτε πίστευα ότι ο κόσμος γελάει στο ποδόσφαιρο βγάζοντας μια σχετική κακία. Πολλοί, π.χ., γελούν με τα σαρδάμ του Νίκου Αλέφαντου και την αδυναμία του να πει σωστά κάποια ονόματα. Ο Αλέ μπορεί να έχει κάνει τον Lampard Λάμπατ, τον Νedvěd Νέτμεντ, τον Ηenry Αρνί, τον Ζidane Ζιστάν (όταν ήταν ακόμα στα πρώτα του βήματα…), αλλά θα ήθελα να δω εσάς που γελάτε, πόσο σωστά προφέρετε το όνομα του Schweinsteiger και πόσο εύκολα συνηθίσατε το επίθετο Derbyshire!
Επίσης, θα πρέπει να λαμβάνετε υπόψη ότι αν κάτι δεν γίνεται επί τούτου, δύσκολα μπορεί να χαρακτηριστεί κωμικό, εκτός αν είστε από αυτούς που γελούν με ατυχήματα, δυστυχήματα και λοιπές συμφορές. Κωμική μπορεί να είναι μια δήλωση, συμφωνώ, όμως αυτός που τη χρεώνεται δεν νομίζω ότι θα συμφωνήσει.
Κάποτε, για μια εκπομπή που έκανα στη ΝΕΤ με την Αφροδίτη Σημίτη, ανακάλυψα στο αρχείο της ΕΡΤ3 τη μεγάλη δήλωση του αντιπροέδρου του Εδεσσαϊκού, του κ. Μάντζιου. Η φράση, που είναι από τις ιστορικές καθώς επαναλαμβάνεται γύρω στις τριάντα φορές, το «εμείς είπαμε, αυτοί είπαν», αργότερα παίχτηκε στις εκπομπές του Αναστασιάδη και του Λαζόπουλου, που κανιβάλισαν το πράγμα πολύ περισσότερο από μένα.
Εγώ παραμένω ο μόνος ίσως που δεν γελάει με τα ακατανόητα ελληνικά του ανθρώπου, αλλά με την απάντηση του δημοσιογράφου, που –αφού εισπράττει αυτό το ντελίριο– κλείνει λέγοντας «έτσι ακριβώς, σας ευχαριστώ πολύ»!
Λόγω του Μai Dire Goal, εθνικοί σχολιαστές δεν ήξεραν πού να κρυφτούν όταν άκουγαν τα όσα έλεγαν στον αέρα και οι παίκτες μιλούσαν ανθρώπινα για να μην τους τρελάνουν στην καζούρα.
Στην Ιταλία τη δεκαετία του ’90 πραγματοποιήθηκε η μεγαλύτερη τηλεοπτική παραγωγή προβολής του κωμικού στοιχείου του ποδοσφαίρου. Η εκπομπή Μai Dire Goal, αποσπάσματα της οποίας μπορεί κάποιος να δει στο YouTube, υπήρξε μια αληθινή τηλεοπτική εποποιία που χάρισε απίστευτες στιγμές γέλιου προβάλλοντας σταθερά τα χειρότερα του ιταλικού (και όχι μόνο) ποδοσφαίρου.
Οι τρεις αόρατοι παρουσιαστές της (αόρατοι γιατί απλώς σχολίαζαν τα δρώμενα χωρίς να φαίνονται) είχαν κυρίως τρομερή γνώση της trash πλευράς του ποδοσφαίρου. Δεν ήταν μόνο τα χαμένα γκολ, οι λάθος πάσες, οι γκέλες των γκολκίπερ· την εκπομπή έκαναν αληθινά πρωτοποριακή κυρίως η ανάδειξη της σοβαροφάνειας των πρωταγωνιστών και η δηκτική αντιμετώπιση των αθλητικών δημοσιογράφων. Η εκπομπή δεν άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο βλέπουν οι Ιταλοί το ποδόσφαιρο (αυτό δεν αλλάζει), αλλά κυρίως τον τρόπο με τον οποίο έβλεπαν κάποιους ανθρώπους.
Ο Trapattoni για χρόνια θεωρούνταν εξαιρετικός ομιλητής –οι δημιουργοί, όμως, απέδειξαν ότι επαναλαμβάνει δέκα κλισέ εκφράσεις. Ο Dino Zoff περνούσε ως κάποιος που δεν φλυαρεί γιατί προτιμά τα έργα και όχι τα λόγια –οι δημιουργοί έδειξαν ότι κρύβει διά της σιωπής μια σχετική έλλειψη τρόπων, αν όχι και μόρφωσης. Ο Capello περνούσε σαν ήρεμος στρατηγός που δεν χάνει ποτέ την ψυχραιμία του –δύο πλάνα του να ουρλιάζει στον πάγκο και να κλοτσάει μπουκάλια έδειξαν ότι έχει νεύρα και μάλιστα πολλά.
Στα χρόνια που κράτησε το σόου, εθνικοί σχολιαστές δεν ήξεραν πού να κρυφτούν όταν άκουγαν τα όσα έλεγαν στον αέρα, παίκτες υποχρεώθηκαν να μιλάνε ανθρώπινα για να μην τους τρελάνουν στην καζούρα, δημοσιογράφοι θυμήθηκαν ότι η απλότητα σε προστατεύει από βερμπαλισμούς.
Πολλοί αντέδρασαν, αρκετοί θίχτηκαν, όλοι κάτι κατάλαβαν. Εγώ, πάντως, που υπήρξα φανατικός της εκπομπής, έμαθα ότι το ποδόσφαιρο έχει όντως μια πολύ κωμική πλευρά, με μία προϋπόθεση: Για να μπορείς να το σατιρίζεις και να το αποδομείς, θα πρέπει πρώτα να το αγαπάς. Και αυτό είναι η απάντηση στο γιατί δεν γίνονται τέτοιες εκπομπές στην Ελλάδα. Δεν μας λείπουν τα κωμικά· μας λείπει ο αγαπησιάρικος τρόπος που χρειάζεται για να τα αναδείξουμε.