Στη παρούσα στήλη με τα αφιερώματα έχουμε δει έναν μεγάλο αριθμό από βιογραφίες ζωγράφων. Όπως θα έχεις παρατηρήσει ως τώρα, οι περισσότεροι από αυτούς ήταν λίγο ή πολύ “ασυμβίβαστοι”, δίχως ίχνος υπερβολής και με απόλυτη αντικειμενικότητα.
Η αλήθεια είναι πως σε γενικές γραμμές, τα περισσότερα δημιουργικά μυαλά – αν όχι όλα – έχουν μια δόση λόξας μέσα τους, η οποία ίσως είναι και απαραίτητη. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως ένας καλλιτέχνης είναι απαραίτητο να δείχνει εκκεντρικός και να το παίζει τρελίτσα.
Η λόξα του καλλιτέχνη είναι κυρίως μια εσωτερική διαδικασία που εξωτερικεύεται περισσότερο στη δουλειά του, αλλά συχνά δίνει μια τίντα παλαβομάρας και στη προσωπικότητά του. Το πρόβλημα προκύπτει όταν η παλαβομάρα αυτή ξεπερνάει τα όρια του “γραφικού” και φλερτάρει με το “επικίνδυνο” για τον ίδιο το καλλιτέχνη και για τους ανθρώπους τριγύρω του.
Μια τέτοια χτυπητή περίπτωση ζωγράφου, που έσπασε θριαμβικά το φράγμα της γραφικότητας και πέρασε σε επικίνδυνες καταστάσεις, ήταν ο Richard Dadd (ελληνικά: Ρίτσαρντ Ντάντ). Βρετανός ζωγράφος του 19ου αιώνα με ιδιαίτερη προτίμηση στα φανταστικά θέματα, ο οποίος πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής και της ζωγραφικής του καριέρας μέσα στο ψυχιατρείο.
Μπορώ να πω με σιγουριά πως αναρωτιέσαι τι έστειλε δαύτο το τυπάκι στο τρελάδικο και τι μπορεί να ζωγράφιζε όσο βρισκόταν εκεί μέσα. Μην αγχώνεσαι, δεν θα αφήσω τη περιέργεια σου παραπονεμένη. Πάμε ευθύς αμέσως να δούμε τη βιογραφία του Richard Dadd, να μάθουμε “πώς” και “γιατί” έγινε τρόφιμος ψυχιατρείου και φυσικά να ρίξουμε ένα βλέφαρο στην όμορφη και ενδιαφέρουσα δουλειά του.
Γεννήθηκε τη 1η Αυγούστου του 1817 στο Chatham της Μεγάλης Βρετανίας και ήταν το τέταρτο από τα επτά παιδιά του Robert και της Mary Ann Dadd. Όπως οι περισσότεροι ζωγραφάδες, έτσι και αυτός έδειξε από μικρή ηλικία τη κλίση του προς τη ζωγραφική και ενθαρρύνθηκε από την οικογένειά του να ακολουθήσει ζωγραφική καριέρα.
Από τα 13 του άρχισε να παίρνει τα θέμα πιο ζεστά και στην ηλικία των 20 ετών έγινε δεκτός στη Royal Academy of Arts. Εκεί ανέπτυξε σχέσεις με άλλους σύγχρονους του ζωγράφους, όπως τον William Powel Frith, τον Augustus Egg, τον Henry O’ Neil, τον Edward Matthew Ward και μερικούς ακόμα.Όλοι αυτοί ίδρυσαν μια καλλιτεχνική ομάδα, την “Clique“.
H “Κλίκα” τους, όπως και οι περισσότερες καλλιτεχνικές ομάδες σπουδαστών εκείνο το καιρό, ιδρύθηκε με σκοπό να πάει κόντρα στα υπάρχοντα ακαδημαϊκά πρότυπα γύρω από τη τέχνη. Τα παλικαράκια οργάνωναν συναντήσεις για να σκιτσάρουν παρέα, να ανταλλάξουν γνώμες για τις δουλειές τους και να συζητήσουν πάνω στη σύγχρονη τέχνη. Ο Richard παρά το ότι ήταν αμφισβητίας βέβαια, παράλληλα ήταν και πάρα πολύ εργατικός, πράγμα που του το αναγνώριζαν στην ακαδημία. Δεν τον βράβευσαν τζάμπα από με τρία ασημένια μετάλλια για τη ζωγραφική του δεινότητα.
Τελειώνοντας με τη σχολή του έπιασε αμέσως δουλειά, ξεκινώντας να εικονογραφεί τα έργα του Shakespeare, ενώ το 1842 εξέθεσε στην έκθεση της Ακαδημίας για πρώτη φορά ένα από τα σημαντικότερα του έργα το “Come Unto These Yellow Sands“.
Εδώ, να σου αναφέρω πως η θεματολογία της δουλειάς του Dadd ήταν σχεδόν αποκλειστικά στραμμένη προς φαντασιακές και αιθέριες καταστάσεις. Ζωγράφιζε ιππότες, νεράιδες, νύμφες, ξωτικά, νάνους, μαγικούς κήπους και οτιδήποτε άλλο δεν είχε καμιά θέση στον κόσμο και στην εποχή που ζούσε. Το ότι ήταν νεραϊδοπαρμένος από τότε, σίγουρα έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο μετέπειτα κατρακύλισμά του στη λασπουριά της τρέλας.
Στα μέσα του 1842, μετά από κάποιες σημαντικές παραγγελίες που του ανατέθηκαν (η εικονογράφηση του “Book of British Ballads” και η διακόσμηση ενός κτιρίου που άνηκε στον Λόρδο Foley) έφυγε από τη Βρετανία μαζί με τον τότε πάτρωνα του, τον Sir Thomas Phillips για ένα όμορφο tour αναψυχής στη Νότια Ευρώπη και στα πέριξ της Μεσογείου.
Πέρασαν τις Βερνικές Άλπεις και πήγαν στη Βενετία όπου εγκαταστάθηκαν για λίγο, ώστε να μπορέσει να μελετήσει ο Dadd τα έργα του Veronese και του Tintoretto. Στη συνέχεια βρέθηκαν στη Μπολόνια και στην Alcona. Από εκεί πέρασαν στη Κέρκυρα, τη Πάτρα και την Αθήνα. Μετά ο δρόμος του έφερε προς Σμύρνη και Κωνσταντινούπολη. Τον Σεπτέμβρη του ίδιου έτους ξαναπήγαν στη Σμύρνη και από εκεί στην Αλικαρνασσό, όπου ο Sir Thomas μαζί με τον Βρετανό πρέσβη της Τουρκίας έκαναν τα ρουσφέτια τους για να αγοράσουν τα μάρμαρα από τον τάφο του Μαύσωλου.
Αφού τελειώσαν από εκεί, πήγαν στη Λυκία της Μικράς Ασίας και μετά κάναν ένα πέρασμα από Ρόδο, Κύπρο και Βηρυτό. Μετά τη Βηρυτό πήγαν με μουλάρι ως τη Τρίπολη και τη Δαμασκό και από εκεί έκαναν μια εξόρμηση προς τους Άγιους Τόπους. Ξεπατωμένοι από όλο αυτό, έκαναν ένα διάλειμμα στην Ιερουσαλήμ και μετά πέρασαν μία βόλτα προς τη Νεκρά Θάλασσα. Από εκεί το πήραν με καράβι για να πάνε στην Αιγυπτιακή Θήβα μέσω του Νείλου.
Σε αυτή τη φάση του ταξιδιού ο Richard άρχισε να μην τη πολυπαλεύει. Τον έπιαναν πονοκέφαλοι και έβλεπε περίεργα όνειρα.
Απέδωσε αυτά τα συμπτώματα σε ηλίαση και δεν έδειξε να ασχολείται μαζί τους περαιτέρω. Έλα όμως που καθ’όλη τη παραμονή τους στην Αίγυπτο και μετέπειτα στη Μάλτα ο ζωγράφος μας άρχισε να έχει παραισθήσεις, οι οποίες εξελίχθηκαν σε σύνδρομο καταδίωξης και βίαιες συμπεριφορές προς τον πάτρωνα του.
Την άνοιξη του 1843 οι συμπεριφορές του είχαν αρχίσει να ξεφεύγουν άσχημα, ο Sir Thomas δεν μπορούσε να αποδίδει άλλο την παλαβοσύνη του Richard σε μια ηλίαση και ο δικός μας αναγκάστηκε να γυρίσει στη Βρετανία.
Μέσα στο ημερολόγιο του, από την περίοδο που τον έπιασε η παράνοιά του, περιγράφει πως άκουγε φωνές και ισχυριζόταν πως τον είχε καταλάβει το πνεύμα του θεού Όσιρη, πράγμα φυσικά που δεν έλεγε παραέξω γιατί “θα τον θεωρούσαν παράλογο“. Μια εκδοχή για όλο αυτό είναι πως, επειδή ο ίδιος είχε προφανώς ήδη ιδιαίτερες ιδέες πάνω στη θρησκευτικότητά του, επηρεάστηκε βαθύτατα από την επαφή του με το Αιγυπτιακό πάνθεον και αυτή η επιρροή του έσκασε με έναν εξαιρετικά άσχημο τρόπο. Είπαμε άλλωστε, οι καλλιτέχνες είναι επιρρεπείς στη τρέλα και με το background που είχε ο δικός μας, μάλλον δεν ήταν και τόσο δύσκολο να την δει περίεργα.
Τέλος πάντων, όταν γύρισε στη πατρίδα, τα πράγματα άρχισαν να στραβώνουν περισσότερο. Ο Richard άκουγε τον Όσιρη να τον καλεί και να του λέει ότι πρέπει να σκοτώσει τον Διάβολο o οποίος βρισκόταν παντού τριγύρω του. Και επειδή ζούσε μόνος του, η φαμίλια του άργησε να πάρει πρέφα τη διαταραχή του. Όταν αντιλήφθηκαν ότι κάτι δεν πάει καθόλου καλά μαζί του, τoν πήγαν για εξέταση και οι γιατροί αποφάνθηκαν πως ήταν non compos mentis.
Παρ’όλα αυτά, ο πατέρας του αντί να τον βάλει υπό παρακολούθηση είπε να τον πάρει μια εκδρομή στο Cobhaim, για να μάθει τον πόνο του και να του ξελαφρύνει το κεφάλι. Ήταν 28 Αυγούστου του 1843 όταν πατέρας και γιος πήγαν στο Cobhaim. Κάθισαν στο πανδοχείο, έφαγαν και μετά βγήκαν μια βόλτα για να χωνέψουν. Κάπου κατά τις 11 το βράδυ, ο Richard επιτέθηκε στον πατέρα του με μαχαίρι και ξυράφι και τον σκότωσε.
Μετά το φονικό πήγε στο Dover και από εκεί πήρε καράβι για το Calais. Οι αρχές ανακάλυψαν το πτώμα του πατέρα του το επόμενο πρωί, έψαξαν για τον Richard φοβούμενοι πως και αυτός ήταν νεκρός και ύστερα κάλεσαν τον αδερφό του, ο οποίος ψιλιάστηκε πως τη μαλακία της έκανε ο Richard. Έδωσε ευθύς αμέσως λοιπόν την περιγραφή του στις αρχές. Παράλληλα, τα παλικάρια της αστυνομίας μπούκαραν στο σπίτι του, όπου ανακάλυψαν σκίτσα των συνεργατών του Dadd, όπου απεικονίζονταν με χαρακωμένο λαιμό. Ναι, είχε πολλούς ακόμα να φάει ο παλίκαρός μας.
Την ίδια στιγμή, με όλα αυτά ο Richard προσπάθησε να φυγαδευτεί στο Παρίσι, αλλά οι αρχές τον μπαγλάρωσαν στο Montereau, επειδή επιχείρησε να χαρακώσει το λαιμό ενός συνταξιδιώτη του.
Στο κρατητήριο ομολόγησε το όνομά του καθώς και το έγκλημα που είχε διαπράξει. Επίσης σε έρευνα που έγινε επάνω του βρέθηκε μια λίστα με τα ονόματα όσων σκόπευε να καθαρίσει. Πρώτο, πρώτο φιγούραρε το όνομα του πατέρα του.
Έτσι λοιπόν, αφού είδαν πως το παιδί ήταν για δέσιμο τον πήγαν στο ίδρυμα Clermont. Εκεί έμεινε μέχρι τον Ιούλιο του 1844. Μετέπειτα πήγε για ακρόαση στο Rochester και από εκεί τον έστειλαν στο Bethlem Hospital, στη πτέρυγα με τους επικίνδυνους ψυχασθενείς. Εκεί μέσα όμως όσο περίεργο να να σου φαίνεται έβγαλε μερικά από τα πιο μεστά έργα της ζωγραφικής του καριέρας.
Μια εικοσαετία αργότερα τον πήγανε στο Broadmoor, στο ίδιο ψυχιατρείο που κάποια χρόνια αργότερα έκλεισαν και τον William Chester Minor. Το αστείο της υπόθεσης είναι πως δαύτοι οι δύο έγιναν φίλοι, μιας και πέρα της τρέλας και του συνδρόμου καταδίωξης, μοιράζονταν και άλλα κοινά ενδιαφέροντα. Υποθέτω πως οι συναντήσεις τους θα είχαν παρανοϊκό ενδιαφέρον.
Παρά το όλο τρελό της ύπαρξης του όμως, ο Dadd άφησε πίσω του μια σειρά από αξιόλογα έργα τα οποία ενέπνευσαν και συνεχίζουν να εμπνέουν δημιουργούς όλων των ειδών, με την πηγαία τους φαντασία και την εξαιρετική τους απόδοση.
Στο κάτω κάτω, ο Dadd, ακόμα και όταν ήταν στα συγκαλά του, ποτέ δεν ζωγράφιζε για τους άλλους, για να ικανοποιήσει τους δασκάλους του ή τις ζωγραφικές τάσεις της εποχής του. Ο μοναδικός του σκοπός ήταν να εξωτερικεύσει τους κόσμους που είχε μέσα του και τα κατάφερε πολύ καλά, παρά το μεγάλο τίμημα που πλήρωσε, αλλά θαρρώ πως το καλλιτεχνιλίκι ανέκαθεν ενείχε βαριά τιμήματα, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.