Οι γυναίκες στις εικαστικές τέχνες, ως ενεργοί παρατηρητές και δημιουργοί: αποτελούσαν ανέκαθεν σπάνιο είδος για λόγους που έχουμε αναφέρει και σε προγενέστερο άρθρο. Όμως, σχεδόν σε κάθε περίοδο της ιστορίας της τέχνης κατάφερναν να υπάρχουν και να ξεχωρίζουν, παρά τον μικρό τους αριθμό και το γεγονός πως μετά το θάνατό τους οι ιστορικοί τέχνης φρόντιζαν να τις “βάλουν στη θέση τους” βγάζοντας τες από τη “βασική” ιστορική αφήγηση.
Προσωπικά θεωρώ, εκτός από άκρως σεξιστικό, τραγική παράληψη το ότι το μεγαλύτερο μέρος των γυναικών καλλιτεχνών αγνοείται ολικώς ή μερικώς στα περισσότερα βιβλία ιστορίας της τέχνης, ενώ παράλληλα αναφέρονται σε αυτά άνδρες ζωγράφοι με δουλειά λιγότερο ενδιαφέρουσα εικαστικά και σημαίνουσα ιστορικά.
Όμως τι να το κάνεις, σε πατριαρχικές κοινωνίες ζούμε. Όταν το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας έχει γραφτεί από λευκούς άνδρες -συνήθως στρέιτ και μεγάλης ηλικίας- οι οποίοι δεν έχουν καν συναίσθηση του προνομίου τους, τέτοιες παραλήψεις και αδικίες είναι επόμενο να γίνονται.
Σεξιστική παράληψη τοιούτου είδους έπαιξε και στη περίπτωση της ζωγράφου που θα μας απασχολήσει σήμερα, αυτή της Suzanne Valadon. Υπήρξε μια από τις δημοφιλέστερες ζωγράφους και μία από τις πιο αμφιλεγόμενες περσόνες της εποχής της. Πρόλαβε την περίοδο του ιμπρεσιονισμού, αλλά η δουλειά της θεωρείται μετα-ιμπρεσιονιστική. Όσο δυνατά και έντονα ήταν τα έργα της, άλλο τόσο δυνατός και εκτός στεγανών και κοινωνικών “πρέπει να” ήταν ο βίος της.
Παρ’όλα αυτά η ύπαρξή της αποσιωπήθηκε από τη mainstream ιστορική αφήγηση, ανεξάρτητα αν σχετιζόταν άμεσα με πολλούς από τους ζωγράφους που θα βρεις στα περισσότερα βιβλία ιστορίας της τέχνης που θα ανοίξεις.
Έφταιξε το φύλο και η αντισυμβατικότητά της για αυτή την αποσιώπηση; Θα πω με μεγάλη σιγουριά “ναι“, μιας και το έργο και η ζωή της δεν υστερούσαν σε τίποτα σε σχέση με αυτά των ‘σερνικών μποέμιδων ζωγράφων της ίδιας περιόδου.
Εστίασε την προσοχή σου και έλα να σε κεράσω Valadon!
Η Suzanne Valadon (ελληνιστί: Σουζάν Βαλαντόν) γεννήθηκε στις 23 Σεπτεμβρίου του 1865 στο Bessines-sur-Gartempe και το πραγματικό της όνομα ήταν Marie-Clémentine Valadon.
Η μητέρα της ήταν πλύστρα και ανύπαντρη πράγμα που σημαίνει πως, σε οικονομικό αλλά και κοινωνικό επίπεδο, τα πράγματα κάθισαν δύσκολα και στραβά από νωρίς για την μικρή Marie. Γύρω στα 9 της μετακόμισαν στο Παρίσι και πιο συγκεκριμένα στη μποέμικη συνοικία της Μονμάρτρης. Η μικρή έμαθε από νωρίς πως αν ήθελε να επιβιώσει εκεί, έπρεπε να χάσει κάθε ίχνος ειλικρίνειας αναφορικά με τη ταυτότητα και τη καταγωγή της.
Έτσι δεν ήξεραν και πολλοί ούτε το πραγματικό της όνομα, ούτε από που πραγματικά κρατούσε η σκούφια της, ούτε καν την πραγματική της ηλικία. Παράλληλα, από τα 10 της κιόλας, βγήκε στη βιοπάλη αναλαμβάνοντας μια σειρά από συμβατικές και μη εργασίες: από σερβιτόρα και νταντά μέχρι ακροβάτισσα σε τσίρκο.
Ήταν 15 ετών όταν βρήκε δουλειά σαν ακροβάτισσα στο Fernando Circus και ήλπιζε πως της είχε κάτσει η καλή και πως αυτή θα ήταν η σταδιοδρομία που θα ακολουθούσε. Έλα μου όμως που σε χρονικό διάστημα μικρότερο του χρόνου, είχε άσχημο ατύχημα πέφτοντας από μια κούνια του τσίρκου και της κόπηκε η χαρά.
Μη μπορώντας πλέον να δουλέψει ως ακροβάτισσα, έπρεπε να αλλάξει ειδικότητα. Μιας και ήταν κάτοικος της Μονμάρτρης χρόνια τώρα και επίσης ιδιαίτερα εμφανίσιμη δεν της ήταν δύσκολο να βρει δουλειά ως μοντέλο για τους διάφορους ζωγράφους της συνοικίας.
Από το 1880 περίπου μέχρι το 1893, πέρασε από τo ατελιέ του Puvis de Chavannes, του Toulouse-Lautrec, του Renoir, του Degas και άλλων καλλιτεχνών του καιρού.
Με το πονηρό σου το μυαλό ίσως, μπορείς να φανταστείς πως περνούσε και από τα κρεβάτια τους — πράγμα αληθές. Εξάλλου αν το σκεφτείς, δε φαντάζει καθόλου περίεργη η ερωτική/σεξουαλική σχέση μεταξύ μούσας και καλλιτέχνη. Βέβαια η κοινωνία στιγμάτιζε τις κοπέλες που δούλευαν ως μοντέλα, για αυτού του είδους τις σχέσεις ενώ οι καλλιτέχνες την έβγαζαν λάδι, όσες ερωμένες και να είχαν — πατριαρχικά double standars αγάπη μου, άστα να παν’ στο διάολο.
Βέβαια την Valadon λίγο την έκαιγε αυτό. Από ένα σημείο και μετά, έπαψε να προσπαθεί να δείχνει κάτι που δεν είναι και όριζε την ζωή της όπως ήθελε αυτή.
Ήδη στα 18 της γέννησε ένα γιο από άγνωστο πατέρα και του έδωσε το όνομα Maurice Valadon. Αργότερα αυτός πήρε το επίθετο “Utrillo” από τον Καταλανό ζωγράφο Miguel Utrillo, ο οποίος υπήρξε φίλος και προστάτης της μητέρας του για κάποια περίοδο.
Κάπου στα 1892 άρχισε σιγά σιγά να στρέφει το ενδιαφέρον της στη ζωγραφική. Ξεκίνησε κάνοντας αυτοπροσωπογραφίες, σκίτσα του γιου της και του τότε εραστή της, του μουσικού Erik Satie – με τον οποίον, έτσι για το κουτσομπολιό, τραβιόταν κάνα εξάμηνο. Μετά το τέλος της σχέσης του αυτός δεν συνήλθε ποτέ από απόρριψη που έφαγε απ’ τη δικιά μας.
Οι πρώιμες αυτές δουλειές της έπεσαν στην αντίληψη του Toulouse-Lautrec, ο οποίος βλέποντάς τες ενθουσιάστηκε και την παρότρυνε να συνεχίσει να ζωγραφίζει. Μετέπειτα έδειξε δουλειά της και στον Degas που κατουρήθηκε από τη χαρά του βλέποντάς την και μάλιστα προσφέρθηκε να της παρέχει περαιτέρω γνώσεις πάνω στο σχέδιο αλλά και στη χαρακτική.
Από εδώ και πέρα η Valadon δεν χρειαζόταν να εξαρτάται άμεσα από κανένα καλλιτέχνη, μιας και η ζωγραφική της της προσέφερε αξιόλογα έσοδα. Όσο αλλόκοτο και αν σου φαίνεται αυτό, οι δουλειές της έχαιραν ιδιαίτερης εκτίμησης από τους αγοραστές έργων τέχνης και συχνά το κασέ της ξεπερνούσε αυτό πολλών σύγχρονων της καλλιτεχνών, που σήμερα θεωρούνται “μεγάλοι“.
Η τέχνη της περιλάμβανε κυρίως γυναικεία γυμνά σώματα, αλλά δεν περιοριζόταν μόνο σε αυτά. Ζωγράφιζε οτιδήποτε υπήρχε γύρω της: πορτραίτα ανθρώπων, ζώα, τοπία και συνθέσεις. Αλλά τα γυναικεία της γυμνά είναι το κάτι άλλο. Σε αντίθεση με την -κάποιες φορές- ενοχλητική γλυκερότητα, την παθητικότητα και την ανδρική ματιά πάνω στον γυναικείο ερωτισμό που προσέδιδαν οι περισσότεροι άνδρες καλλιτέχνες στα μοντέλα τους, τα γυμνά της Valadon ήταν ιδιαίτερα και δυναμικά από κάθε άποψη.
Τα χρώματα τους έβγαζαν μάτι, σχεδόν προσέγγιζαν τον φωβισμό, οι φιγούρες τους ήταν γεμάτες ζωντάνια και ένταση, ο ερωτισμός τους δεν χαρακτηριζόταν από παθητικότητα αλλά ήταν αυτόβουλος, ενεργητικός και πηγαίος. Οι γυναίκες στα έργα της Valadon δεν υπήρχαν για να πλαισιώνουν με τη ζεστασιά της σάρκας τους έναν κόσμο ανδρικό. Υπήρχαν για τον εαυτό τους, σαν υποκείμενα που βιώνουν τον κόσμο μέσα από τη δική τους αντίληψη και αυτοδιάθεση.
Αυτή η διαφορετική, μα τόσο αληθινή και ενδιαφέρουσα ματιά πάνω σε ένα θέμα -μάλλον- τετριμμένο στο κόσμο της ζωγραφικής, το γυναικείο γυμνό, ήταν αρκετή από μόνη της ώστε να κάνει το έργο της ξεχωριστό και εμπορικά επιτυχημένο σε σχέση με αυτό πολλών συγχρόνων της.
Το 1896 αποφάσισε να “νοικοκυρευτεί” και να βάλει στεφάνι στο κεφάλι της. Παντρεύτηκε έναν χρηματιστή, τον Paul Moussie. Ο γάμος τους βέβαια πήγε στο βρόντο, σχεδόν μια δεκαπενταετία αργότερα, όταν η δικιά μας γνώρισε και ερωτεύτηκε τον ζωγράφο και επιστήθιο φίλο του γιου της André Utter, στον οποίο έριχνε καμιά 20αριά χρόνια σε ηλικία.
Παντρεύτηκαν το 1914 και ο Utter ανέλαβε να προωθήσει την καριέρα της και αυτή του γιου της ο οποίος, αν και δημοφιλής για τη δουλειά του, -επισκιάζοντας μάλιστα και αυτή της μητέρας του- ήταν ένα προβληματισμένο πλάσμα, χρόνια βουτηγμένο στον αλκοολισμό.
Παρά τα προβλήματα με τον Maurice όμως, το ζεύγος την πάλεψε αρκετό καιρό και ο γάμος τους κράτησε μέχρι το 1934. Μετά το χωρισμό τους η Suzanne το έριξε στη δουλειά. Έτσι κι αλλιώς, ήδη από τα 20s η καριέρα της βρισκόταν σταθερά σε πολύ ικανοποιητικό σημείο.
Πέθανε 4 χρόνια αργότερα, στις 7 Απριλίου του 1938, από καρδιακή προσβολή την ώρα που ζωγράφιζε. Θάφτηκε στο Cimetière de Saint-Ouen του Παρισιού και στη κηδεία της ήταν παρόντες μερικές από τις πρώτες μούρες εκείνου του καιρού όπως ο Picasso, o Braques και ο Derain.
Εδώ τελειώνει η ιστορία της και αρχίζει να θάβεται η μνήμη της και η καλλιτεχνική της επιρροή από τους ιστορικούς τέχνης.
Ευτυχώς ανέκαθεν υπήρχαν άτομα που αγαπούσαν τη καταγραφή αλλά και το “ξέθαμα” αφανών ηρώων της ιστορίας, με αποτέλεσμα να μας έχουν μείνει στοιχεία για περιπτώσεις που αν δεν υπήρχε κάποιος να τις καταγράψει θα περνούσαν στην ολοκληρωτική λήθη.
Χάρηκα πολύ που παρουσίασα τον βίο και το έργο της εν λόγω κυρίας.
Απ’ όσο είδες αποτελούσε περίπτωση ανθρώπου που λίγο την άγγιζαν τα κοινωνικά “μη” και “πρέπει” αναφορικά με το φύλο της. Σαν τα μοντέλα στα έργα της ήταν και η ίδια αυτόβουλη και έμαθε να υπάρχει και να ζει πρώτα απ’ όλα για τον εαυτό της, πράγμα που είναι πέρα για πέρα θεμιτό και υγιές για έναν άνθρωπο. Αν δεν επενδύσει κανείς στην ατομικότητά του δε δύναται να συμβιώσει με τον υπόλοιπο κόσμο διατηρώντας την αξιοπρέπειά του και χωρίς να γίνεται θύμα.
Όσο για το σπάσιμο “στεγανών“, καλό είναι να γίνεται και αυτό. Οι επικρατούσες ηθικές άλλωστε, πάντα έτειναν να έχουν πολύ προβληματικά σημεία, ιδιαίτερα αναφορικά με τις συμπεριφορές των μη προνομιούχων και “κανονικών“.
Οπότε, δεδομένων των συνθηκών, η Valadon έζησε την ζωή της με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και όσο πιο ελεύθερα μπορούσε — πράγματα για τα οποία αξίζει σεβασμό και θαυμασμό.
Αυτά τα λίγα για σήμερα. Ραντεβού εδώ, και στην επόμενη βιογραφία κάποιου σπουδαίου ανθρώπου που αξίζει να ασχοληθούμε μαζί του.