Στο παραμύθι του καπιταλισμού που ζούμε όλοι, της ευδαιμονίας τού «ζω για να καταναλώνω και να παράγω σκουπίδια», της μυθοποίησης των οικονομικών δεικτών και του ελληνικού φαινομένου που λέει: «έχω δύο αμάξια χρεωμένα σε δύο κάρτες, ένα μεγάλο σπίτι με δάνειο 40 χρόνων και δύο ευρώ στην τσέπη», ένα φάντασμα στοιχειώνει τα όνειρα εκείνων που έχουν πιστέψει αυτά τα παραμύθια: αυτό της ύφεσης. Δηλαδή της οικονομικής κρίσης χωρίς όρια, του γκρεμίσματος του οικοδομήματος που ζούμε, για κάποιους, ή της αποκατάστασης της παγκόσμιας αδικίας, κατά άλλους.
Συνήθως αυτά τα αφιερώματα γίνονται τον Οκτώβριο, γιατί τότε είχαν συμβεί τα δύο μεγάλα κραχ στην αυτοκράτειρα του καπιταλισμού, το 1929 και το 1987. Αυτή τη φορά ο εφιάλτης ξεκίνησε νωρίτερα για τα «χρυσά αγόρια» των χρηματιστηρίων και για όσους έχουν ποντάρει τα όνειρα και τις οικονομίες τους σε αυτά.
Το καλοκαίρι του 1929 αποτέλεσε το κρεσέντο της ξέφρενης ανόδου του αμερικάνικου χρηματιστηρίου. Μέσα σε πέντε χρόνια ο δείχτης Dow Jones είχε «πετάξει» από τις 60 μονάδες στις 400, κάνοντας όσους είχαν ασχοληθεί με αυτόν εκατομμυριούχους. Την εποχή των χρυσοθήρων ένας έβρισκε χρυσάφι, χιλιάδες προσπαθούσαν να του μοιάσουν και στο τέλος θησαύριζαν μόνο αυτοί που πουλούσαν φτυάρια. Έτσι έγινε και τη δεκαετία του ’20 στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Εκεί που το χρηματιστήριο ήταν υπόθεση κάποιων επαγγελματιών, σιγά σιγά έγινε το εθνικό Ελντοράντο του εύκολου πλουτισμού για όλους. Αποτέλεσμα αυτού ήταν άνθρωποι όλων των επαγγελμάτων που είχαν δομήσει τη ζωή τους στις παραδοσιακές οικονομικές αρχές της αποταμίευσης και επένδυσης στην εργασία τους, να βρεθούν στην κατάσταση να προσπαθούν να καταλάβουν οικονομικά μεγέθη εταιρειών, να διαβάσουν ισολογισμούς και στο τέλος να καταλήγουν να επενδύουν τις οικονομίες τους στη φήμη ενός γνωστού που «είναι μέσα στα πράγματα». (Σας θυμίζουν κάτι αυτά; Τότε θα σας θυμίσουν και τα παρακάτω).
Ξαφνικά βρέθηκαν όλοι σε μια πραγματικότητα όπου η δουλειά τους γινόταν πάρεργο και ο τζόγος εργασία. Η οικονομική ευδαιμονία που έφερνε η αύξηση των μετοχών, τους έκανε να ξεχνούν ότι στην πράξη τα χαρτιά που είχαν στα χέρια τους είχαν αξία μόνο αν μετατρέπονταν σε πραγματικό χρήμα.
Αλλά για ποιο λόγο να κάνουν κάτι τέτοιο όταν με αυτά τα χαρτιά κέρδιζαν τόσα – εικονικά – χρήματα σε λίγες ημέρες, που η πραγματική τους εργασία δεν μπορούσε να τους τα αποφέρει σε πολύ μεγαλύτερο διάστημα; Εξάλλου βομβαρδίζονταν από δηλώσεις ειδικών – αρμοδίων – γκουρού – χρηματιστών ότι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα:
«Η θεμελιώδης οικονομική δραστηριότητα της χώρας, δηλαδή η παραγωγή και η διανομή εμπορευμάτων, έχει υγιή και ευημερούσα βάση». «Πιστεύουμε ότι ο επενδυτής που αγοράζει χρεόγραφα αυτή τη στιγμή, με την ορθοφροσύνη, που είναι πάντοτε προϋπόθεση της συνετής επένδυσης, μπορεί να το κάνει με τη μεγαλύτερη εμπιστοσύνη».
«Αν οι μετοχές παραμείνουν ψηλά ή αν πάνε ακόμη ψηλότερα, και αυτό συμβαίνει επειδή οι προοπτικές δικαιολογούν την τιμή τους, τότε δεν υπάρχει κανένας λόγος ανησυχίας για τα δάνεια που συσσωρεύονται».
Όλα πάνε καλά
Αφού όλα πήγαιναν καλά, τότε ήταν φυσικό να τριπλασιαστεί ο αριθμός των αυτοκινήτων, και οι πωλήσεις των ραδιοφώνων, που ήταν το είδος πολυτέλειας της εποχής, να εκτοξευτούν από τα 60 εκατομμύρια δολάρια το 1922 στα 840 εκατομμύρια δολάρια το 1929.
Όποιος τολμούσε να επισημάνει τους κινδύνους αυτής της φούσκας, ήταν «εχθρός» της κυβέρνησης, της οικονομίας, του ίδιου του λαού: «Υψηλά ιστάμενα πρόσωπα στους κύκλους του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος αρχίζουν να πιστεύουν ότι υπάρχει κάποια ενορχηστρωμένη προσπάθεια να χρησιμοποιηθεί το χρηματιστήριο ως μέθοδος δυσφήμησης της κυβέρνησης. Κάθε φορά που ένας αξιωματούχος της κυβέρνησης κάνει μια αισιόδοξη δήλωση για τις οικονομικές συνθήκες, το χρηματιστήριο πέφτει αμέσως».
Βέβαια οι πραγματικά καλοί παίχτες αυτού του παιχνιδιού δεν αρκούνταν στις δηλώσεις των «υπευθύνων». Όταν ο πατέρας του Τζον Κένεντι, Τζόζεφ, άκουσε τον λούστρο του να δίνει μια «εμπιστευτική πληροφορία» για κάποια μετοχή, σκέφτηκε: «Αν ο λούστρος μου γνωρίζει περισσότερα από εμένα, κάτι δεν πάει καλά στη χρηματιστηριακή αγορά» και πούλησε έγκαιρα όλες τις μετοχές του.
Όταν τον Σεπτέμβριο του 1929 ξεκίνησε η πτώση των μετοχών, κανείς δεν φανταζόταν το τι θα επακολουθούσε. Στην αρχή η πτώση ονομάστηκε φυσιολογική, μετά διόρθωση, μετά ανεξήγητη υπερβολή, μετά κρίση, μέχρι που φτάσαμε στις 24 και 29 Οκτωβρίου, οπότε επήλθε το κραχ. Οι αμερικάνοι αρέσκονται να του δίνουν ονομασίες όπως «μαύρη Τρίτη», «μαύρη Πέμπτη» κ.λπ., ενώ θα μπορούσαν απλά να το πουν «μαύρη πραγματικότητα».
Την Παρασκευή 25 Οκτωβρίου, μετά τη μεγάλη πτώση της προηγούμενης ημέρας, οι μεγαλοτραπεζίτες αποφάσισαν να αντιδράσουν όπως η κυβέρνηση Μπους σήμερα. Στηρίζοντας το κλαρί στο οποίο κάθονταν, αγοράζοντας μαζικά μεγάλα πακέτα μετοχών.
Οι μικροεπενδυτές όμως δεν πείστηκαν και εξακολούθησαν να θέλουν τα λεφτά τους πίσω και έτσι η πτώση εξακολούθησε τη Δευτέρα και έγινε κατάρρευση την Τρίτη 29 Οκτωβρίου 1929. Οι απώλειες εκείνης της εβδομάδας έφτασαν τα 30 δισ. δολάρια, ποσό το οποίο ήταν δέκα φορές ο ετήσιος προϋπολογισμός της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και αρκετές φορές μεγαλύτερο από τα χρήματα που είχαν ξοδέψει οι αμερικάνοι σε όλο τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Χάθηκαν 140 δισεκατομμύρια δολάρια
Όταν ο χρηματιστηριακός δείκτης ανεβαίνει, τότε όλοι οι μελετητές μιλούν για «οικονομική ανάπτυξη» και ώριμους επενδυτές, αλλά όταν αρχίσει η πτώση και αυτοί οι επενδυτές θελήσουν να εξαργυρώσουν την επένδυσή τους σε πραγματικό χρήμα, τότε μεταβάλλονται από τους ειδικούς σε ανεκπαίδευτο στην οικονομία όχλο.
Και φυσικά στην πράξη δικαιώνονται αυτοί που από την πρώτη στιγμή «πανικοβάλλονται» πουλώντας και αποκομίζοντας έστω και μικρότερα κέρδη, ενώ οι «ψύχραιμοι» που «στηρίζουν τον θεσμό» βρίσκονται να τους μένουν στα χέρια χαρτιά χωρίς αξία.
Όπως ήταν αναμενόμενο, επακολούθησε τέτοιος πανικός, που οι αυτοκτονίες κάποιων χρηματιστών ήταν σταγόνα στον ωκεανό. Η ταύτιση του χρηματιστηρίου με την εθνική οικονομία έφερε την ουσιαστική οικονομική κρίση.
Πάνω από 10 χιλιάδες τράπεζες σε όλη τη χώρα έκλεισαν, με αποτέλεσμα εκατομμύρια καταθέτες να χάσουν πάνω από 140 δισ. δολάρια, χιλιάδες επιχειρήσεις πτώχευσαν, άρα εκατομμύρια άνεργοι βρέθηκαν στον δρόμο, με συνέπεια το ένα τρίτο των αμερικάνων να βρεθεί κάτω από το όριο της φτώχειας. Φυσικό επακόλουθο των παραπάνω ήταν η μείωση της κατανάλωσης, άρα και της παραγωγής, σε όλο τον κόσμο.
Η πτώση συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια, με τις μετοχές να απαξιώνονται εντελώς χάνοντας το 90% της αξίας τους, ενώ χρειάστηκαν 25 χρόνια (1954) ώστε το χρηματιστήριο να ισοσταθμίσει τις απώλειές του.
Το καπιταλιστικό σύστημα κλονίστηκε, αλλά δεν έπεσε με τη μέθοδο του αερόστατου. Το αερόστατο της καπιταλιστικής κοινωνίας ανεβαίνει ψηλότερα μόνο όταν ρίχνει από πάνω του τα «βαρίδια» των καμένων καταναλωτών. Δηλαδή βάζοντας στο απόλυτο περιθώριο ανθρώπους που λόγω της κρίσης καθίστανται πλέον ανίκανοι για κατανάλωση, άρα είναι αδιάφοροι για το σύστημα,το οποίο στηρίζεται σε αυτή.
Σήμερα που η κρίση ξαναχτυπάει την πόρτα μας και ο δυτικός κόσμος φοβάται μήπως χάσει την ευμάρειά του, που στηρίζεται στην αφαίμαξη του Tρίτου Kόσμου, το κράτος εμφανίζεται και πάλι στο προσκήνιο.
Ενώ όλοι μιλούσαν για ελεύθερη αγορά με ελάχιστη κρατική παρέμβαση, τώρα ο Μπους φέρεται διατεθειμένος να προσφέρει από τον κρατικό κορβανά σχεδόν ένα τρισ. δολάρια σε χρεοκοπημένες επιχειρήσεις, χωρίς βέβαια κανένας νεοφιλελεύθερος να τον κατηγορήσει για «σοσιαλμανία». Γιατί σήμερα με την παγκοσμιοποιημένη οικονομία ένας πιθανός αμερικάνικος… Τιτανικός θα προκαλέσει την πτώση του πρώτου του ντόμινο, με τον νόμο πλέον της φυσικής και όχι της οικονομίας να αποφασίζει για τα υπόλοιπα…
Τελειώνοντας θα θέλαμε να θυμίσουμε στους φιλόδοξους μικροεπενδυτές να μη ξεχνούν ποτέ ότι το χρηματιστήριο είναι ο βάλτος που πλακώνονται οι ιπποπόταμοι πατώντας τα βατράχια, αλλά και την κλασική ατάκα του Τζίμη Πανούση περί του θέματος: «Στο χρηματιστήριο οι φτωχοί δανείζουν τους πλούσιους με την ελπίδα να τους δώσουν τα ψίχουλα από τα κέρδη τους».
Αι θλιβεραί συνέπειαι του χρηματιστηρίου
Μερικές φορές δεν είναι απαραίτητο να έχεις κάνει οικονομικές σπουδές για να μπορέσεις να αποφύγεις τους χρηματιστηριακούς σκοπέλους. Αρκεί να μην είσαι πλεονέκτης, να έχεις διαβάσει την ιστορία των επαναλαμβανόμενων κρίσεων, ή έστω να έχεις διαβάσει Καλλιρρόη Παρρέν…
Η εκδότρια της «Εφημερίδος των Κυριών» και πρωτοπόρος του γυναικείου κινήματος στην Ελλάδα, στο μυθιστόρημά της «Η χειραφετημένη», περιγράφει από το 1900 τους μικρομετόχους σαν να είναι κάτι ανάμεσα σε μέθυσους και τζογαδόρους που βρίσκονται εν πλήρη ηθική εξαθλίωση: