Η κοσμική καλλιτέχνης, Tamara de Lempicka, υπήρξε μια από τις πλέον θρυλικές και αμφιλεγόμενες προσωπικότητες της εποχής του μεσοπολέμου.
Η Tamara Gorska γεννήθηκε στην Βαρσοβία το 1898 από μια αρκετά ευκατάστατη οικογένεια, φοίτησε σε ιδιωτικό σχολείο στη Λοζάνη και αργότερα κοντά σε συγγενής της στην Αγία Πετρούπολη, όπου ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με τον πολυτελή τρόπο ζωής της υψηλής κοινωνίας . Το 1916 παντρεύτηκε τον, επίσης Πολωνό και επιτυχημένο δικηγόρο, Tadeusz de Lempicki. Η Οκτωβριανή επανάσταση του 1917 ωστόσο δίνει τέλος στην ανέμελη και πολυτελή ζωή τους, ο de Lempicki συλλαμβάνεται και παρόλο που τελικά καταφέρνει να αφεθεί ελεύθερος, αποφασίζουν να φύγουν αρχικά για τη Κοπεγχάγη και στη συνέχεια για το Παρίσι.
Εκεί, ο de Lempicki δεν καταφέρνει να βρει κατάλληλη απασχόληση και η Tamara αποφασισμένη να αξιοποιήσει το ταλέντο της στη ζωγραφική, μαθητεύει κοντά στον Andre Lhote που επινόησε ένα είδος αναθεωρημένου, ασφαλούς κυβισμού, μιας μέσης οδού ανάμεσα στην εικονογραφία των καλλιτεχνικών σαλονιών και των avant garde κυβιστικών πειραματισμών του Braque, του Picasso και των ομοϊδεατών τους.
Η de Lempicka υιοθέτησε αμέσως αυτό το νέο ύφος, που αν και δεν έχαιρε της ίδιας εκτίμησης στους boheme καλλιτεχνικούς κύκλους μιας και ήταν πολύ εμπορικό, bourgeois και ασφαλές για εκείνους, είχε μεγάλη επιτυχία στους ευκατάστατους φιλότεχνους, που μπορούσαν να έχουν ένα αρκούντως avant garde έργο στο πνεύμα της εποχής αλλά και αρκετά κοντά στα γνώριμα μοτίβα παραστατικής τέχνης που θα μπορούσε να κοσμήσει με ασφάλεια το σαλόνι τους.
Εξίσου σημαντική επιρροή στην διαμόρφωση του προσωπικού της ύφους είχε το έργο του Ingres και τα τολμηρά αισθησιακά γυναικεία γυμνά του, κάτι που διακρίνεται ειδικότερα στους πίνακες “Ανδρομέδα“, και “Γυναίκες στο Λουτρό” που έχουν έντονες αναφορές και ομοιότητες στα “Angelique” (1819) και the “Turkish bath” (1862) αντίστοιχα
Τα συνθετικά άριστα καλοδουλεμένα και κομψά έργα της Tamara de Lempicka, έγιναν συνώνυμα με την Art Deco και η ίδια έγινε μέσα σε μια μόλις δεκαετία μια από τις πιο περιζήτητες ζωγράφους της αριστοκρατίας.
Οι γυναίκες που ζωγραφίζει ταιριάζουν απόλυτα στο πνεύμα της εποχής της: μιας ανέμελης, πολυτελούς εποχής για μια μικρή εκλεκτή elite, όπου πανέμορφες, κομψές γυναίκες με ακριβά ρούχα και κοσμήματα ποζάρουν σε εξίσου πλούσια σπίτια.
Η de Lempicka ήταν αποφασισμένη να καταφέρει να πετύχει οικονομικά αλλά και να ανέλθει κοινωνικά μέσα από την δουλειά της, γι’ αυτό το λόγο επέλεγε πολύ προσεκτικά τους ανθρώπους που συναναστρεφόταν αλλά και τα μοντέλα της. Ο κύκλος της απαρτιζόταν αποκλειστικά από ταλαντούχους boheme, αλλά και επιτυχημένους ή πλούσιους ανθρώπους με επιρροή, όπως και οι συλλέκτες των έργων της.
Το 1928 μετά από μια σειρά εραστών και πολλά χρόνια αποξένωσης, χωρίζει με τον Tadeusz de Lempicki και αφήνει ημιτελές το αριστερό χέρι, εκείνο με την βέρα, στο πορτρέτο του.
Τον ίδιο χρόνο γνωρίζεται με τον Βαρόνο Raoul Kuffner, που της παραγγέλνει το πορτρέτο της ερωμένης του Nana de Herrera. Η de Lempicka τη βρίσκει άσχημη και τη ζωγραφίζει ντυμένη με δαντέλα για να υπογραμμίσει την αίσθηση του γυμνού. Λίγο αργότερα την αντικαθιστά στην ζωή του Kuffner και το 1933 τον παντρεύεται.
Η δεκαετία του ’30 σημαδεύεται από μια σταδιακή αλλαγή στο καλλιτεχνικό κλίμα. Αν το ’20 χαρακτηρίστηκε από μια ανέμελη διάθεση για πειραματισμό, το κραχ του 1929 είχε σηματοδοτήσει την έναρξη της Παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης. Ο κόσμος δεν μπορούσε παρά να ανοίξει τα μάτια του στον ρεαλισμό, στην πραγματικότητα. Ήταν μια ταραγμένη πολιτικά εποχή όπου εύκολα επικράτησε ο απόλυτος εθνικισμός.
Αυτό που μέχρι τότε θεωρούνταν καλλιτεχνική ελευθερία για εξερεύνηση και πειραματισμό, όπως αυτό εκδηλώθηκε μέσα από το σουρεαλιστικό, το ιμπρεσιονιστικό ,το dada και άλλα κινήματα, τώρα θεωρούνταν εγωιστικό, ελιτίστικο, καπρίτσιο των καλλιτεχνών που απαξιούσαν να γίνουν αντιληπτοί από τις ευρύτερες μάζες.
Παρατηρήθηκε μια υποκινούμενη και σταδιακή στροφή σε ένα μείγμα νεο-κλασικισμού και αναβίωσης παλιών ιδανικών από το Μεξικό μέχρι την Ευρώπη. Η αφηρημένη τέχνη ήταν πια υπό διωγμό, ειδικά μετά τη πολιτιστική εκστρατεία του Hitler και τη διαβόητη περιοδεύουσα έκθεση, degenerate art.
Η τεχνοτροπία της Lempicka ήταν κάθε άλλο παρά υπό διωγμό και συνέχισε να γνωρίζει την ίδια επιτυχία. Η ίδια ωστόσο διαισθανόμενη την ανασφάλεια που δημιουργούσε η ολοένα και μεγαλύτερη δύναμη του Ναζισμού στην Ευρώπη, κατάφερε να πείσει τον Kuffner να πουλήσει το μεγαλύτερο τμήμα της περιουσίας του και να φύγουν το 1939 στην Αμερική.
Εκεί, συνέχισε να εργάζεται αλλά η κοινωνική της ζωή σταδιακά υποσκέλισε το καλλιτεχνικό της έργο, σε σημείο να μην είναι γνωστή σαν “η καλλιτέχνης που έγινε βαρόνη” αλλά ως “η βαρόνη που ζωγραφίζει”. Αναπόφευκτα έχασε την επαφή με το κλίμα της νέας εποχής, όταν αργότερα η αφηρημένη τέχνη επανήλθε, μιας και οι εκφραστές της είχαν και εκείνοι αναγκαστεί να αφήσουν την Ευρώπη για την Αμερική.
Οι προσπάθειες της την δεκαετία του ’60 να πειραματιστεί με πιο abstract τεχνικές ήταν ομολογουμένως αποτυχημένες και αποσύρθηκε μετά από τη χλιαρή υποδοχή που τους έγινε όταν τα εξέθεσε.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής της τα πέρασε στην Cuernavaca στο Μεξικό και όταν απεβίωσε, η στάχτη της σκορπίστηκε στον κρατήρα του Popocatepetl.