Η αναδρομική του αναπόφευκτου του θνήσκειν, του θανάτου και της επιθανάτιας κουλτούρας.
Αν είναι ακόμα ο θάνατος- και όχι η βιογενετική- η δι-αιώνια αναπαραγωγή του ανθρώπινου είδους, εκείνο το έσχατο όριο που κάνει τη ζωή γεγονός, τότε η συγκεκριμένη έκθεση στο Κάσσελ της Γερμανίας προσλαμβάνει ένα νόημα από την αρχή παράδοξο. Όταν από τις εκθέσεις που διοργανώνονται καθημερινά, οι περισσότερες αφιερώνονται σε θέματα που προκαλούν, διαμορφώνουν και δομούν το αύριο (τεχνικές εξελίξεις, ιατρικές ανακαλύψεις, καινοτομίες στο τρόπο επίλυσης του ενεργειακού προβλήματος, διαστημικές εφαρμογές, καλωδιώσεις, επικοινωνιακά συστήματα, δυνατότητες παντός τύπου και καιρού κλπ.), πώς να μην παρουσιάζεται παράκαιρη και οπισθοδρομική η αναδρομή σε κάτι που δεν αφορά τη ζωή;Το τελευταίο λεπτό πριν διακοπεί το νήμα της ζωής ,ως κατάσταση, δε συμπορεύεται με το πνεύμα των “μεταμοντέρνων” ιδεολογημάτων και στάσεων.
Η παρουσίαση της θνητότητας και θνησιμότητας της ανθρώπινης ύπαρξης, του θνήσκειν, είναι σα να καταργεί το θεμελιώδες αυτονόητο του τεχνοκρατικού κοσμοειδώλου, σα να απορρίπτει την αγέρωχη αυταρέσκεια του ανθρώπου, ο οποίος πιστεύει πως στο μέλλον οι δυνατότητες είναι απεριόριστες. Ο σημερινός άνθρωπος νιώθει απεριόριστος, σκέφτεται και δρα απεριόριστα διότι θεωρεί τα πάντα στη διάσταση του επερχόμενου.
Για παράδειγμα, τί άλλο υπόσχεται η γενετική στις εξελιγμένες δυτικές κοινωνίες αν όχι αέναη διατήρηση του άνθρωπο-ειδώλου τους; Τί άλλο υπόσχεται η πυρηνική φυσική αν όχι ανεξάντλητη ενέργεια; Πώς θα ‘πρεπε να κατανοηθεί το Internet αν όχι ως η διηνεκής επικοινωνία πέρα από τους μέχρι τώρα περιορισμούς χρόνου και χώρου; Ποιό το νόημα, λοιπόν, μιας έκθεσης, η οποία σκιαγραφεί το έσχατο όριο της ζωής, όταν το κοινό της κινείται φαντασιακά στη διάσταση του απεριόριστου…;
Με την επιλογή της μακάβριας θεματικής του θανάτου οι συντελεστές δεν ευελπιστούν μόνο να ταράξουν βεβαιότητες και αυτονόητα των εφησυχασμένων. Πρωταρχικά στοχεύουν στο να φανεί πόσο απωθημένο παραμένει το γεγονός της ανθρώπινης αποβίωσης στις δυτικές κοινωνίες. Η βασική τους απλή σκέψη – το σκεπτικό βάσει του οποίου εξάλλου η έκθεση έγινε προσιτή σε όλους – ήταν πως ο τρόπος αντιμετώπισης του θανάτου κατ’ ουσίαν πιστοποιεί τον τρόπο με τον οποίο νοηματοδοτούμε την ίδια τη ζωή. Το “πως” αντιδρούμε πρακτικά και ψυχικά στην κατάσταση του θνήσκειν, του δικού μας θνήσκειν αλλά και των άλλων, κάνει πρόδηλο τον τρόπο με τον οποίο μέχρι τώρα βιώσαμε την πραγματικότητα.
Η σκέψη του επισκέπτη, κι ενώ περιστοιχίζεται από το απο-ανθρωποποιημένο φάσμα των τελευταίων λεπτών, οδηγείται σταδιακά και υποσυνείδητα στο παρόν, στη μοναδική διάσταση του χρόνου που του παρέχει άμεση υπόσταση. Ο άνθρωπος σήμερα, τώρα, μεταξύ δύο κόσμων: του κόσμου που παρήλθε και εκείνου που θα έρθει όταν ο ίδιος άνθρωπος δεν θα υπάρχει πια. Το τελεσίδικο του θανάτου οδηγεί στην υπαρξιακή σύλληψη και κατάφαση του εδώ και του τώρα, είναι ο δρόμος που απομυθοποιεί κάθε “απόλυτο νόημα” για τη ζωή. Μέσω απολυτοποιημένων αξιών καταφάσκεται το εδώ και τώρα συντηρητικά, αγχωτικά. Και το άγχος απέναντι στο κενό μετατρέπεται σε ψυχικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο θα παγιωθούν με τον καιρό δουλικές εγωπάθειες και μοραλισμοί. Με λίγα λόγια θα παγιωθούν συνθήκες άρνησης και ματαίωσης της ίδιας της ζωής.
Την οργάνωση διεκπεραίωσε το ελβετικό μουσείο Στάπφερχάους και πρώτη φορά η έκθεση παρουσιάστηκε στο Λέντσμπουργκ, μια μικρή κωμόπολη στα περίχωρα της Ζυρίχης. Από τον Νοέμβριο του 2000 μέχρι και τον Φεβρουάριο αυτού του έτους φιλοξενήθηκε στο Κάσσελ. Η απήχησή της στην Ελβετία ήταν μεγάλη. Στη Γερμανία η προσέλευση του κοινού ήταν τέτοια, ώστε να παραταθεί μέχρι τα τέλη Απριλίου αυτού του έτους.
Το όνομα του μουσείου και συγχρόνως ινστιτούτου, που φιλοξενεί την ασυνήθιστη παραγωγή στο Κάσσελ τιτλοφορείται: Κεντρικό ινστιτούτο και μουσείο για την επιθανάτια κουλτούρα – Zentralinstitut und Museum fuer Sepulkralkultur. Στα λατινικά sepulkrum σημαίνει μνήμα, τάφος. Στο ίδιο κτιριακό συγκρότημα με το μουσείο στεγάζονται και οι χώροι του Κέντρου ερευνών επιθανάτιας κουλτούρας, το οποίο επιδίδεται στον εντοπισμό, την καταγραφή και την έρευνα ησυχαστηρίων, νεκρώσιμων ακολουθιών, νεκροφυλακίων. Στα πλαίσια του ερευνητικού προγράμματος του ινστιτούτου ανήκει κυρίως η μελέτη του συνόλου των πολιτιστικών στοιχείων που σχετίζονται με την επικήδεια τελετή και όλες τις αρχαιολογικές ή ανθρωπολογικές της προεκτάσεις.
Τα είδη και οι τρόποι των νεκρικών ηθών και εθίμων συμπαραδηλούν την πολιτιστική κατάσταση, τις θρησκευτικές δοξασίες, το επίπεδο της τέχνης και της τεχνικής περασμένων κοινωνικών σχηματισμών και πολιτισμικών συνόλων. Αποτελούν μαρτυρίες για τη σχέση των ανθρώπινων κοινωνιών με τη φύση και την ιστορία.
Στους κύριους χώρους του μουσείου παρουσιάζονται τα πάντα γύρω από την ανθρώπινη τελευτή. Περιγράφονται όσα αφορούν το θνήσκειν: από το εθιμοτυπικό πλύσιμο και ντύσιμο του νεκρού σώματος μέχρι την ανεύρεση “ειδικών συνοδών” για την ψυχολογική στήριξη των οικογενειακών μελών ώσπου να εναρμονιστεί η επώδυνη ενθύμηση της αποβίωσης του προσφιλούς προσώπου με τη ζωή που συνεχίζεται.
Οι εγκαταστάσεις στους τρεις ορόφους του κτιρίου καταγράφουν τα τελευταία λεπτά της παραμονής στη ζωή και ενημερώνουν το κοινό για τα διάφορα είδη θανάτου, για τις εμπειρίες ανθρώπων, οι οποίοι ασκούν επαγγέλματα που σχετίζονται με αυτόν. Συγχρόνως προτείνονται νέες εναλλακτικές μορφές ταφής: Ποπ-αρτ νεκροκρέβατα για παράδειγμα ή χίπικου ντιζάιν φέρετρα… Άνετα θα μπορούσε κανείς να παραλληλίσει την ποικιλία των εκθεμάτων με μια ετήσια διεθνή έκθεση βιβλίου ή ειδών κάμπινγκ… Εδώ, όμως, πρόκειται για μια μεγάλη αναδρομική του αναπόφευκτου.
Σε μια έκταση 800 τετραγωνικών μέτρων και με τη βοήθεια σκηνοθετικών ευρημάτων, κατορθώθηκε με επιτυχία η οπτικοποίηση του ύστατου γεγονότος. Ο συνδυασμός εγκαταστάσεων, εικόνας, ήχου και υπολογιστών εισάγει τον επισκέπτη, χωρίς ένταση, στην προβληματική του αναπόδραστου συμβάντος ,προσκομίζοντας μια σαφή εικόνα γύρω από την επιθανάτια κουλτούρα, όχι μόνο των δυτικών κοινωνιών αλλά και των πολιτισμών της Ανατολής.
Στην είσοδο του μουσείου μια υπερκόσμια ηλεκτρονική φωνή ακούγεται σχεδόν επιτακτικά: “Βιάσου…!”. Σε μια ψηφιακή οθόνη αναγράφονται εκτυφλωτικά οι προτάσεις: “Δούλευε γρήγορα! Αγόραζε γρήγορα! Ψώνιζε γρήγορα! Τηλεφώνησε γρήγορα! Ταξίδευε γρήγορα!”. Μέσα στο μικρό πανικό που δημιουργεί η λάμψη των φράσεων τίθεται στην ίδια οθόνη με εντονότερη ακτινοβολία η παγερή ερώτηση: “Όμως ποιός θα ήθελε να ζήσει σύντομα… ;”. Σε ειδικά διαμορφωμένα δωμάτια, απομονωμένα μεταξύ τους, εκτίθενται σε μικρές γυάλες τα σύνεργα διαφόρων επαγγελμάτων που σχετίζονται με την “εξυπηρέτησή” μας στις τελευταίες ώρες: φιαλίδια μορφίνης, χειρουργικά νυστέρια, λαβίδες και σκαρπέλα, τα λεπτά πριόνια του νεκροτόμου, η σύριγγα με τη φαρμακολογική χημεία της ευθανασίας…
Σε ξεχωριστά δωμάτια ακούγονται διαφορετικές περιγραφές ανθρώπων που καθημερινά αντιμετωπίζουν το θάνατο λόγω επαγγέλματος. Άνθρωποι που εργάζονται με ετοιμοθάνατους και λίγο μετά νεκρούς – νοσοκόμοι, χειρούργοι, νεκροτόμοι, ανατόμοι, ιατροδικαστές, στρατιώτες, ιερείς και νεκροθάπτες… – απομυθοποιούν με τις περιγραφές των εμπειριών τους το τρομερό γεγονός καθώς το προσεγγίζουν από την πρακτική σημασία που έχει γι’ αυτούς ως επάγγελμα. Δίπλα οθόνες κατατοπίζουν τους επισκέπτες για την ιατρική σημασία του θανάτου, για τα είδη και τις αιτίες που τον προκαλούν καθώς και την αντιστοιχία του μέσου όρου ηλικίας με τη θανατηφόρα ασθένεια.
Αφήνοντας τους υποφωτισμένους χώρους των “επαγγελματιών του θανάτου”, καταλήγει ο διάδρομος σε ένα οβάλ αίθριο, διακοσμημένο με ρέιβ-τράνς στοιχεία. Γύρω-γύρω φανταχτερά φουσκωτά καθίσματα. Αφού ξαπλώσει, λοιπόν, κανείς, μπορεί να παρακολουθήσει στις εννέα υπερμεγέθεις οθόνες του τοίχου διάσημες σκηνές θανάτων από τις σημαντικότερες ταινίες του αιώνα που πέρασε: Όσα παίρνει ο άνεμος, Μεφίστο, Ντόκτορ Φάουστους, Τιτανικός, Βίννετου, Η πόλη των αγγέλων, Ρωμαίος και Ιουλιέτα, Πάλπ-Φίξιον, Αμαντέους. Προβάλλεται και από το Ζορμπά η σκηνή θανάτου της μαντάμ Ορτάνς με τις δαιμονικές μοιρολογίστρες δίπλα στη νεκρική κλίνη σαν αρπακτικά.
Μυρωδιές κεριού. Διάσπαρτα νεκράνθεμα στο πάτωμα, στους τοίχους. Σε μια επιμήκη πτέρυγα του μουσείου, η οποία είναι διαμορφωμένη ως εργοστασιακή αποθήκη, ανά χρονολογική περίοδο και ανάλογα με τα αισθητικά στερεότυπα κάθε εποχής, εκτίθενται όλα τα “αξεσουάρ” της νεκρώσιμης ακολουθίας: φέρετρα (σε τομή, ώστε να γίνει ορατός ο εσωτερικός και εξωτερικός τους διάκοσμος…), κτερίσματα, τα “κατάλληλα” σε κάθε ιστορική εποχή ενδύματα του νεκρού, η τεφροδόχος του, λαμπάδες, τα ρούχα με τα οποία ντύνονταν περίλυποι οι συγγενείς και φίλοι του νεκρού για την κηδεία.
Η περίσταση απαιτούσε πάντα ανάλογη ενδυμασία. Ιδίως στις μέρες μας, η μόδα καλλωπίζει ακόμα και το σώμα εκείνου που δε θα μπορέσει να σταθεί μα ούτε και να καθίσει ξανά… Γιατί να μην αποτελέσει και ο θάνατος μια – θλιβερή πάντα. – ευκαιρία πλουτισμού; Στη φάση αυτή η έκθεση καταφέρνει – και ερήμην μάλλον των προθέσεων των οργανωτών της – να αποτροπιάσει: η εμπορική – και στη βάση ενός πνεύματος μακάβριου καταναλωτικού πλουραλισμού – προβολή των “απαραίτητων” για την επικήδεια τελετή μετατρέπει την περιέργεια για το οριστικό τέλος σε στιγμιαία δυσφορία λόγω του τρόπου με τον οποίο προωθείται το άπνοο σώμα προς εμπόρευση.
Στις δυτικές κοινωνίες των υψηλών ταχυτήτων και της εξειδικευμένης παροχής υπηρεσιών πώς αλλιώς να αντιμετωπιστεί το “Τέλος”, αν όχι ως υπόθεση που πρέπει όσο πιο γρήγορα, πρακτικά και ανώδυνα να φύγει από τη μέση;H μέση ανήκει πλέον σε όσους μπορούν να “σκέφτονται” και να “δρουν” κάθε μέρα με τη γνωστή ατομιστική αυτοπεποίθηση. Στην καθημερινότητα μιας έξαλλης κινητικότητας νευρωτικών ατόμων, δεν απομένει ζωτικός χώρος για “άσκοπες” σκιαμαχίες γύρω από το νόημα του μοιραίου. Για τους αμέτρητους ζωντανούς των δυτικών μεγαλουπόλεων ο θάνατος “των άλλων” δε σημαίνει τίποτα. Όσον αφορά στο θάνατο των “δικών τους”, σημαντικό είναι να διευθετηθεί το συμβάν πρώτα-πρώτα από την πρακτική-γραφειοκρατική πλευρά του. Εκείνους που έφυγαν το πολύ να τους θυμόμαστε κάποτε, ξεφυλλίζοντας άλμπουμ με παλιές φωτογραφίες…
Αν οι άνθρωποι των μαζικών δημοκρατιών της δύσης όντως διαλύουν το Εγώ τους στον καταναλωτισμό και την έμπρακτη μαζικοποίηση, τότε πώς έτσι ξαφνικά και από ποια τάχα ανάγκη σπρωγμένοι θα ‘πρεπε οι ίδιοι άνθρωποι μπροστά στο θάνατο να αναζητήσουν το βαθύτερο νόημα της ύπαρξής τους…; Είναι σαφές πως ούτε και η έκθεση των “last minutes” στο Κάσσελ αποβλέπει στην ερμηνεία της επιθανάτιας αγωνίας. Κυρίως επιδιώκει την ενημέρωση του κοινού για πρακτικά ζητήματα που σχετίζονται με τον πεθαμένο, που εν δυνάμει είναι ο καθένας μας σε λίγο… Για τον κατατοπισμό του κοινού, λοιπόν, αμέσως μετά την αποθήκη με τα “νεκρικά είδη”, ηλεκτρονικοί συμβολαιογράφοι και γραφεία τελετών καταρτίζουν τους επισκέπτες πάνω στη νομική γραφειοκρατία του συμβάντος. Σύμβουλοι εταιρειών διακόσμησης και γραφείων ντιζάιν προτείνουν “πακέτα” για το διάκοσμο της εκκλησίας ή της τεφροδόχου μετά την καύση, για την αγγελία ή το πιστοποιητικό θανάτου. Μεγάλες τιμές και σε καλές τιμές…
Ατμοσφαιρική γαλάζια ακτινοβολία ηλεκτρίζει επιφάνειες νερών. Μια επικλινής ράμπα. Πάνω από το νερό και σε όλο το μήκος της ράμπας σε μισογκρεμισμένα κομμάτια τοίχων ζωγραφιές παιδιών λίγες μέρες πριν το τελευταίο ταξίδι. Εξεικονίσεις πέρα από τον τρόμο και τον τρόπο με τον οποίο αναπαραστήθηκε ο θάνατος από τους “μεγάλους”. Απελευθερωμένος από την ονειρική επήρεια των σχεδίων των ετοιμοθάνατων παιδιών και χωρίς να αντιληφθείς το χρόνο που πέρασε, η ράμπα πλησιάζει στο τέλος… Λιγοστές φωτογραφίες ήδη νεκρών ανθρώπων – μνήμες – στο μισό ασπρόμαυρες και στο υπόλοιπο έγχρωμες με μια γκριζοκίτρινη γραμμή που οριοθετεί – στην επιφάνεια του χαρτιού μόνο – τη ζωή από το θάνατο. Προσεγγίζοντας την έξοδο και προσπαθώντας να ανασυνθέσεις την ατμόσφαιρα των τελευταίων λεπτών, μια μακρόστενη οθόνη, μου προτείνει (;), με ρωτά:
Περισσότερες πληροφορίες για την έκθεση:
- Last minute – Eine Ausstellung zu Sterben und Tod
- Τελευταίο λεπτό – Μια έκθεση για το θνήσκειν και το θάνατο