Η Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι μετεξέλιξη της ευρωπαϊκής ολοκληρώσεως, που εξελίχθηκε σε διάφορα στάδια και έλαβε διάφορες μορφές.
Αναδρομή
Ξεκίνησε με την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ) το 1953, την οποία ακολούθησαν αργότερα η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας (Ευρατόμ) και η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (Ε.Ο.Κ.), η τελευταία με τη Συνθήκη της Ρώμης (25 Μαρτίου 1957) που υπέγραψαν το Βέλγιο, η Ολλανδία, το Λουξεμβούργο, η τότε Δυτική Γερμανία, η Ιταλία και η Γαλλία. Στη συνέχεια το βάρος έπεσε στην οικονομική ολοκλήρωση, πράγμα που είχε ως συνέπεια τη συγχώνευση το 1967 όλων των οργάνων των τριών κοινοτήτων.
Στη συνέχεια στα πλαίσια της Ε.Ο.Κ. προστέθηκαν και άλλα κράτη-μέλη. Το 1973 η Μ. Βρετανία, η Δανία και η Ιρλανδία, το 1981 Ελλάδα και το 1986 η Ισπανία και η Πορτογαλία.
Σήμερα μέλη της είναι: η Γερμανία, η Μεγ. Βρετανία, η Γαλλία, η Ιταλία, η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Ολλανδία, το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο, η Ιρλανδία, η Δανία, η Ελλάδα, η Αυστρία, η Σουηδία η Φινλανδία η Κύπρος, η Μάλτα, η Πολωνία, η Τσεχία, η Σλοβενία, η Σλοβακία, η Ουγγαρία, η Εσθονία, η Λιθουανία και η Λεττονία.
Γεγονότα
Η πορεία προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση πέρασε από διάφορα στάδια και η στρατηγική για την επίτευξη των στόχων της αναθεωρήθηκε πολλές φορές. Τα σημαντικότερα γεγονότα στην ιστορία της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι:
- Η υπογραφή της Συνθήκης της Ρώμης στις 25 Μαρτίου 1957, που δημιούργησε την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα.
- Η Πράξη των Βρυξελλών της 20ής Σεπτεμβρίου 1976 σχετικά με τις άμεσες εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
- Η εφαρμογή ισχύος την 1η Ιουλίου 1987 της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης που ενδυναμώνει τις αρμοδιότητες και τις εξουσίες των ευρωπαϊκών θεσμών.
- Η ολοκλήρωση των εργασιών των διακυβερνητικών διασκέψεων για την οικονομική και νομισματική ένωση στις 9 και 10 Δεκεμβρίου 1991.
- Η υπογραφή από τους υπουργούς Εξωτερικών και Οικονομικών των Δώδεκα της Συνθήκης του Μάαστριχτ με την οποία η Κοινότητα μετατρέπεται σε Ευρωπαϊκή Ένωση την 7η Φεβρουαρίου 1992 η καθιέρωση του Ευρώ το 2002 και η ένταξη των δέκα νέων χωρών το 2004
Θεσμικά όργανα
Τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι: η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Συμβούλιο των Υπουργών, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, η Κοινωνική και Οικονομική Επιτροπή. Στα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης επίσης ανήκουν με την ευρύτερη έννοια και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, το Ελεγκτικό Συνέδριο και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων.
- Οι Επίτροποι διορίζονται με κοινή συμφωνία από τις Κυβερνήσεις των Κρατών-Μελών και για πενταετή θητεία με δικαίωμα ανανέωσης.
- Προεδρία: Ο Πρόεδρος και οι Αντιπρόεδροι διορίζονται, όπως και οι Επίτροποι, με κοινή συμφωνία των Κυβερνήσεων των Κρατών-Μελών, αλλά για θητεία δυόμισι χρόνων με δικαίωμα ανανέωσης. Λόγω του αριθμού των θεμάτων που πρέπει να γνωρίζει η Επιτροπή, οι Επίτροποι είναι εξειδικευμένοι, δηλ. κάθε Κράτος-Μέλος και ο αντίστοιχος Επίτροπός του έχουν από έναν τομέα δραστηριότητας.
- Το Συμβούλιο των Υπουργών
To όργανο αποφάσεων της Κοινότητας, αποτελείται από εκπροσώπους των κυβερνήσεων των Κρατών-Μελών. Η σύνθεσή του εξαρτάται από το αν στην ημερήσια διάταξη περιλαμβάνονται ζητήματα εξωτερικής, οικονομικής, δημοσιονομικής ή γεωργικής πολιτικής κλπ. Οι συνεδριάσεις του Συμβουλίου δεν είναι δημόσιες. Το Συμβούλιο των Υπουργών είναι το κατεξοχήν πολιτικό όργανο της Κοινότητας. Υιοθετεί ή τροποποιεί τις προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στην οποία αναθέτει εκτέλεση και οι αποφάσεις είναι τελεσίδικες.
Ως Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συνέρχονται οι αρχηγοί κρατών ή κυβερνήσεων των κρατών-μελών. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο γεννήθηκε στη διάσκεψη κορυφής στις 9 και 10 Δεκεμβρίου 1974 στο Παρίσι. Με πρόταση του τότε προέδρου της Γαλλίας Βαλερύ Ζισκάρ Ντ` Εσταίν συνέρχονται έκτοτε τακτικά οι αρχηγοί κρατών ή κυβερνήσεων των κρατών-μελών, οι οποίοι προηγουμένως συνέρχονταν σε μη τακτικά χρονικά διαστήματα, ως “Ευρωπαϊκό Συμβούλιο” για τη συζήτηση ειδικών υποθέσεων της Κοινότητας και ζητημάτων εξωτερικής πολιτικής.
Έκτοτε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο καθόρισε κατευθυντήριες γραμμές για σημαντικά ζητήματα και έδωσε πολιτικές ωθήσεις (π.χ. άμεσες εκλογές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Προσχώρηση της Ελλάδας, Ισπανίας και Πορτογαλίας, δημιουργία του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος, μεταρρύθμιση της κοινής γεωργικής πολιτικής, δημοσιονομική μεταρρύθμιση, οικονομική και νομισματική ένωση).
Η Ενιαία Πράξη (άρθ. 2) ορίζει: “το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αποτελείται από τους αρχηγούς κρατών ή κυβερνήσεων των κρατών μελών, καθώς και από τον πρόεδρο της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων οι οποίοι επικουρούνται από τους υπουργούς Εξωτερικών και από ένα μέλος της Επιτροπής. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συνέρχεται τουλάχιστον δύο φορές το χρόνο”.
Ο ρόλος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου υπήρξε πολύ ουσιαστικός. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο είναι εκείνο που υιοθέτησε τη Χάρτα των Βασικών Κοινωνικών Δικαιωμάτων των Εργαζομένων. Έχει επιβεβαιώσει τη θέληση για άνοιγμα προς την Ανατολική Ευρώπη και έχει δεσμευθεί για τη σύγκληση διασκέψεων για την Οικονομική και Νομισματική Ένωση. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο είναι το κύριο όργανο πολιτικής προώθησης. Με τη σημερινή μορφή των κοινοτικών θεσμών είναι αναντικατάστατο.
Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
Δομή και εξουσίες
Η ύπαρξη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου έχει τη νομική της βάση στα άρθρα 137 – 144 της Συνθήκης. Οι βουλευτές εκλέγονται με άμεση και καθολική ψηφοφορία από τους πολίτες των κρατών-μελών και η θητεία τους είναι πενταετής. Οι πρώτες εκλογές με άμεση ψηφοφορία έγιναν μεταξύ 7 και 10 Ιουνίου 1979. Πριν από την καθιέρωση της άμεσης ψηφοφορίας με την απόφαση του Συμβουλίου και την πράξη περί εκλογής με καθολική και άμεση ψηφοφορία των αντιπροσώπων στη Συνέλευση της 20ής Σεπτεμβρίου 1976, οι αντιπρόσωποι αποστέλλονταν από τα εθνικά κοινοβούλια στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Η εκλογική διαδικασία για τις εκλογές με άμεση ψηφοφορία ρυθμίζεται σε κάθε Κράτος-Μέλος βάσει εθνικών κρατικών διατάξεων, εφόσον το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν έχει αποφασίσει μια ενιαία διαδικασία. Είναι μάλιστα δυνατή η ταυτόχρονη διενέργεια εθνικών και ευρωπαϊκών εκλογών.
Θα πρέπει εδώ να τονιστεί ότι υπάρχει ασυμβίβαστο για την εκλογή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για:
- τους Υπουργούς κάθε Κράτους-Μέλους
- τους 21 Επιτρόπους
- τα μέλη του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου στο Λουξεμβούργο
- τους υπαλλήλους των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Η γραμματεία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου έχει την έδρα της στο Λουξεμβούργο, οι συνεδριάσεις της ολομέλειας λαμβάνουν χώρα κατά κανόνα στο Στρασβούργο και οι συνεδριάσεις των επιτροπών στις Βρυξέλλες.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αποτελείται από 9 Πολιτικές Ομάδες βουλευτών, 18 Κοινοβουλευτικές Επιτροπές, το Προεδρείο και τις Διοικητικές Υπηρεσίες. Στον τρόπο σύνθεσης των Πολιτικών Ομάδων δίνεται προτεραιότητα στον πολυεθνισμό. Έτσι, αν είναι απαραίτητο να συγκεντρωθούν 23 Κοινοβουλευτικοί της ίδιας εθνικότητας για να συγκροτήσουν Ομάδα, ο αριθμός αυτός γίνεται 18 για τις Ομάδες που έχουν βουλευτές από δύο Κράτη-Μέλη και 12 για τις Ομάδες που έχουν βουλευτές από τρία ή περισσότερα Κράτη-Μέλη.
Το Προεδρείο
Οι Κοινοβουλευτικοί εκλέγουν (με απόλυτη πλειοψηφία) το Προεδρείο, που αποτελείται από τον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου και δεκατέσσερις Αντιπροέδρους.
Ο Πρόεδρος εκλέγεται για δυόμισι χρόνια και μαζί με τους δεκατέσσερις Αντιπροέδρους και τους Προέδρους των Πολιτικών Ομάδων αποτελούν το Διευρυμένο Προεδρείο. Το Διευρυμένο αυτό Προεδρείο εξασφαλίζει την πολιτική λειτουργία του Κοινοβουλίου, δηλ. την ημερήσια διάταξη των συνεδριάσεων, τις προφορικές και γραπτές ερωτήσεις, τις σχέσεις μεταξύ των Ομάδων κλπ. Επίσης εκλέγεται μια Σύγκλητος Κοσμητόρων, που αποτελείται από πέντε μέλη, και η οποία εξασφαλίζει την καλή διοικητική και οικονομική λειτουργία του Κοινοβουλίου.
Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή
Το Συμβούλιο των Υπουργών και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επικουρούνται από μία Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, η οποία θεσμοθετείται από τα άρθρα 193 έως 198 της Συνθήκης και έχει συμβουλευτικά καθήκοντα. Αποτελείται από εκπροσώπους των διαφόρων κλάδων της οικονομικής και κοινωνικής ζωής, όπως παραγωγούς, γεωργούς, μεταφορείς, εργαζόμενους, εμπόρους, βιοτέχνες και ελεύθερους επαγγελματίες.
Οι εκπρόσωποι αυτοί διορίζονται για μια πενταετία με δικαίωμα ανανέωσης από το Συμβούλιο (με ομόφωνη απόφαση, με βάση λίστα υποψηφίων που υποβάλλει κάθε Κράτος-Μέλος) και δε δεσμεύονται από υποδείξεις. Το Συμβούλιο ή η Επιτροπή οφείλουν να ζητούν τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής στις περιπτώσεις που προβλέπονται από τη Συνθήκη.
Ευρωπαϊκό Δικαστήριο
Το Δικαστήριο ασκεί τη δικαιοδοτική εξουσία. Αποτελείται από 16 δικαστές, οι οποίοι διορίζονται από τις κυβερνήσεις των Κρατών-Μελών για μια εξαετία (με δικαίωμα ανανέωσης), κατόπιν κοινής συμφωνίας, και επικουρείται από 8 γενικούς εισαγγελείς. Μεριμνά για την ενιαία εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου, ελέγχει τη νομιμότητα των πράξεων του Συμβουλίου και της Επιτροπής και αποφασίζει επί ζητημάτων κοινοτικού δικαίου που υποβάλλονται σ` αυτό από τα εθνικά δικαστήρια.
Κάθε Κράτος-Μέλος μπορεί να προσφύγει στο Δικαστήριο, εφόσον είναι της γνώμης ότι ένα άλλο Κράτος-Μέλος έχει παραβεί υποχρέωσή του, που απορρέει από τις Συνθήκες της Ένωσης. Το ίδιο μπορεί να κάνει και η Επιτροπή, εφόσον κρίνει ότι ένα Κράτος-Μέλος δε συμμορφώθηκε σε μια υποχρέωσή του.
Το Δικαστήριο είναι επίσης αρμόδιο και για προσφυγές φυσικών και νομικών προσώπων, οι οποίες στρέφονται κατά αποφάσεων της Ένωσης, που απευθύνονται σ` αυτά.
Οι δικαστές και οι εισαγγελείς διορίζονται με κοινή συμφωνία από τις κυβερνήσεις των Κρατών-Μελών, ένας δικαστής ανά Κράτος-Μέλος. Ο δέκατος έκτος δικαστής διορίζεται από μία “μεγάλη χώρα” με περιστροφικό σύστημα. Οι δικαστές επιλέγονται “μεταξύ των προσωπικοτήτων που πληρούν τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για την άσκηση -στη χώρα τους- των πιο υψηλών δικαστικών καθηκόντων, ή είναι νομικοί που έχουν γνωστές ικανότητες”.
Η ανεξαρτησία των δικαστών είναι εγγυημένη από το καθεστώς τους: Δε μετατίθενται. Οι διαβουλεύσεις τους είναι μυστικές. Απολαμβάνουν ασυλίας, που εμποδίζει κάθε ποινική δράση εναντίον τους κατά τη διάρκεια της θητείας τους. Φυσικά δεν εξαρτώνται από τη χώρα της οποίας είναι υπήκοοι. Μερική ανανέωση των δικαστών λαμβάνει χώρα κάθε τρία χρόνια. Αφορά εναλλάξ οκτώ δικαστές. Οι εισαγγελείς ανανεώνονται κατά το ήμισυ κάθε τρία χρόνια.
Ελεγκτικό Συνέδριο
Εδρεύει στο Λουξεμβούργο, δημιουργήθηκε με τη Συνθήκη των Βρυξελλών της 22ας Ιουλίου 1975 και τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιουλίου 1977. Ρόλος του είναι να ελέγχει τους λογαριασμούς όλων των εσόδων και των εξόδων της Ένωσης, ακόμη και όταν δεν εμφαίνονται στο ίδιο το σχέδιο του προϋπολογισμού.
Στην προκειμένη περίπτωση εμπίπτουν οι δανειακές δραστηριότητες της ΕΚΑΧ, η συνεργασία με τις συνδεόμενες υπό ανάπτυξη χώρες, (που χρηματοδοτείται από εισφορές των Κρατών-Μελών), τα έσοδα και τα έξοδα ιδρυόμενων από την Ένωση οργανισμών, όπως το Ευρωπαϊκό Κέντρο για την ανάπτυξη της επαγγελματικής κατάρτισης στο Βερολίνο και το Ευρωπαϊκό Ίδρυμα για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας στο Δουβλίνο. Διενεργεί τους ελέγχους του βάσει εγγράφων και, εφόσον είναι απαραίτητο, επιτόπου στα όργανα της Κοινότητας και στα Κράτη-Μέλη.
Για τα αποτελέσματα δημοσιεύει ετήσιες και ειδικές εκθέσεις. Τα δεκαέξι μέλη του Ελεγκτικού Συνεδρίου διορίζονται από το Συμβούλιο των Υπουργών, μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, για μια εξαετία (με δυνατότητα ανανέωσης). Τα Μέλη εκλέγουν τον Πρόεδρό τους για θητεία τριών χρόνων (με δυνατότητα ανανέωσης) και ασκούν τα καθήκοντά τους με πλήρη ανεξαρτησία.
Το Ελεγκτικό Συνέδριο είναι συλλογικό όργανο, του οποίου όμως τα Μέλη είναι εξειδικευμένα (όπως η Σύγκλητος των Επιτρόπων). Τα σχέδια των εκθέσεων και των γνωμοδοτήσεων που υποβάλλονται για εξέταση και έγκριση στη Σύγκλητο των 16 Μελών προετοιμάζονται από τις Ομάδες των Παρέδρων, οι οποίες αποτελούνται από πολλά μέλη του Συνεδρίου και από εξειδικευμένους διοικητικούς υπαλλήλους. Το προσωπικό του Ελεγκτικού Συνεδρίου ανέρχεται στα 300 περίπου άτομα, ενώ ο προϋπολογισμός του αντιπροσωπεύει περίπου το 0,05% των κοινοτικών δαπανών.
Το Ελεγκτικό Συνέδριο έχει τριπλή αποστολή:
- Να ελέγχει
- Να γνωμοδοτεί
- Να επιτρέπει στο Κοινοβούλιο να “απαλλάσσει” την Επιτροπή.
Τράπεζα Επενδύσεων (Ε.Τ.Ε.)
Εδρεύει στο Λουξεμβούργο και είναι το τραπεζικό ίδρυμα της Ένωσης. Έχει αυτόνομη νομική προσωπικότητα και μέλη της είναι τα Κράτη-Μέλη. Χρησιμοποιεί την κεφαλαιαγορά και τους ίδιους πόρους, προκειμένου να προωθήσει με δάνεια και εγγυήσεις την αξιοποίηση των λιγότερο αναπτυγμένων περιοχών, τον εκσυγχρονισμό και τη μετατροπή επιχειρήσεων και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, καθώς και σχέδια κοινού ενδιαφέροντος για περισσότερα Κράτη-Μέλη. Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων χορηγεί επίσης δάνεια σε χώρες που είναι συνδεμένες με την Ένωση ή με τις οποίες η Ένωση έχει συνάψει συμφωνίες συνεργασίας, καθώς και στα πλαίσια της οικονομικής βοήθειας.
Προϋποθέσεις διευρύνσεως
Για να προσχωρήσει ένα Κράτος στην Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει:
- να ανήκει γεωγραφικά στην Ευρώπη,
- να έχει δημοκρατικό πολίτευμα,
- να είναι σε θέση να ενσωματωθεί πλήρως στις οικονομικές δραστηριότητες της Ένωσης, έπειτα από μια σχετικά μικρή μεταβατική περίοδο προσαρμογής.
Η Ένωση διευρύνθηκε πέντε φορές μετά την ίδρυσή της και τα κράτη – μέλη της ανήλθαν από έξι σε εικοσιπέντε. Σήμερα βρίσκεται στο κατώφλι μιας σειράς αλλαγών που στοχεύουν στην όσο πιο σύντομη ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Ήδη έχουν ξεκινήσει διαδικασίες για την δημιουργία και καθιέρωση ενιαίου ευρωπαϊκού συντάγματος. Το πρώτο σχέδιο αυτού του συντάγματος παρουσιάστηκε κατά την διάρκεια της Ελληνικής προεδρίας το 2003.
Οικονομική και νομισματική πολιτική
Με τη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση οι αρχηγοί των κρατών – μελών της Ένωσης έλαβαν την ιστορική απόφαση, να καθιερώσουν το ΕURΟ ως ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα. Ένα ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα το οποίο αντικαθιστά τα επιμέρους εθνικά νομίσματα και ολοκληρώνει την οικονομική και νομισματική ένωση (ΟΝΕ).
Στην οικονομική και νομισματική ένωση όλα τα νομίσματα των κρατών – μελών συνδέονται μεταξύ τους για πάντα με την ίδια συναλλαγματική σχέση. Δεν υπάρχουν πλέον ανατιμήσεις και υποτιμήσεις. Οι πολίτες και οι επιχειρήσεις μπορούν χάρη σ` αυτή την ασφάλεια να επωφεληθούν καλύτερα των προτερημάτων της μεγάλης εσωτερικής αγοράς. Σε μια νομισματική ένωση πρέπει το νόμισμα κάθε κράτους – μέλους να είναι ανταλλάξιμο, χωρίς κρατικούς περιορισμούς με τα νομίσματα των άλλων κρατών – μελών (μετατρεψιμότητα).
Οι τράπεζες και οι ασφάλειες μπορούν σ` αυτή την περίπτωση να δρουν χωρίς περιορισμούς σε οποιοδήποτε κράτος – μέλος (ολοκληρωμένες χρηματοοικονομικές αγορές). Μια οικονομική ένωση περιλαμβάνει οπωσδήποτε μια εσωτερική αγορά χωρίς σύνορα.
Μια ισχυρή πολιτική ανταγωνισμού πρέπει να εξασφαλίζει τον ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρήσεων. Οι οικονομικές πολιτικές των κρατών – μελών πρέπει να συντονίζονται σε μια οικονομική και νομισματική ένωση, επειδή όταν οι διάφορες πολιτικές εξελίσσονται διαφορετικά, προπάντων όσον αφορά τον πληθωρισμό και το δημόσιο χρέος, απειλείται εκ νέου η σταθερή σχέση των τιμών συναλλάγματος.
Για να διευκολυνθεί η προσαρμογή των οικονομιών των οικονομικά μειονεκτούντων κρατών – μελών και περιοχών, προπάντων εκείνων που ανήκουν στην περιφέρεια της Ένωσης, είναι απαραίτητη η υποστήριξη των ευημερούντων κρατών – μελών (οικονομική και κοινωνική συνοχή).
Η σημασία της Ενώσεως
Στην οικονομική και νομισματική ένωση ο πάγιος καθορισμός των τιμών συναλλάγματος συνεπάγεται τη μείωση των δαπανών μετατροπής. Όπως διαπίστωσε η Επιτροπή σε μια έρευνά της, βελτιώνονται οι προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης και ως συνέπεια η απασχόληση και η ευημερία. Οι τιμές παραμένουν πιο σταθερές. Οι οικονομικά ασθενέστερες περιοχές έχουν καλύτερες ευκαιρίες, όταν μπορούν να συνδέσουν τις δικές τους προσπάθειες ανάπτυξης με εκείνες της Ένωσης.
Η οικονομική και νομισματική ένωση παρέχει επίσης προτερήματα στον τομέα των δημόσιων οικονομικών, επειδή οι τόκοι είναι χαμηλότεροι, όταν ο πληθωρισμός είναι χαμηλός και οι τιμές συναλλάγματος σταθερές. Αφού το ΕURO έχει καταστεί σημαντικό διεθνές νόμισμα, όπως συμβαίνει με το αμερικανικό δολάριο και το ιαπωνικό γιέν, μπορούν οι τράπεζες και άλλες επιχειρήσεις να πραγματοποιούν ένα μεγάλο μέρος των διεθνών επιχειρήσεών τους με το ευρωπαϊκό νόμισμα.
Αυτό έχει ως άμεση συνέπεια την εξοικονόμηση των δαπανών μετατροπής και διασφάλισης της τιμής συναλλάγματος. Έκτος απ` αυτό μπορούν τα ξένα νομίσματα (συναλλάγματα) να αποταμιεύονται στις κεντρικές τράπεζες.