Είναι τόσο κακό να αισθάνεσαι δυστυχισμένος κάποιες φορές; Η επιστημονική κοινότητα εξηγεί κατηγορηματικά ότι το αίσθημα της στενοχώριας είναι δυσάρεστο και άβολο, ειδικά σε μία κοινωνία όπου η προσωπική ευτυχία εκτιμάται περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο. Η δυνατότητα αντιμετώπισής του με φαρμακευτική αγωγή προκαλεί έντονες διαφωνίες μεταξύ των ειδικών για το κατά πόσο ένα φυσιολογικό συναίσθημα χρήζει θεραπείας.
Τα αντικαταθλιπτικά μπορούν να βοηθήσουν στην εξάλειψη των άσχημων συναισθημάτων, όχι μόνο στις κλινικές περιπτώσεις κατάθλιψης, αλλά και στη βίωση δύσκολων καταστάσεων όπως την απόλυση από τη δουλειά, έναν επώδυνο χωρισμό ή την απώλεια κάποιου αγαπημένου. Επομένως, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι όλο και περισσότεροι τα χρησιμοποιούν.
Ωστόσο, πληθαίνουν οι φωνές από τον κλάδο της ψυχικής υγείας που υποστηρίζουν ότι δεν είναι και τόσο καλή ιδέα. Φοβούνται ότι η αυξανόμενη τάση για θεραπεία φυσιολογικών συναισθημάτων, όπως το αίσθημα της δυστυχίας, σαν να επρόκειτο για ασθένεια, προκαλεί «σκοτσέζικο ντους» στη βιολογία μας. Η θλίψη, ισχυρίζονται, εξυπηρετεί κάποιον εξελικτικό σκοπό και αν την χάσουμε, θα χαθούμε.
«Όταν βρίσκεις κάτι που είναι βαθιά μέσα μας βιολογικά, συμπεραίνεις ότι επιλέχθηκε γιατί είχε κάποιο πλεονέκτημα, ειδάλλως δεν θα το είχαμε», αναφέρει ο Jerome Wakefield, κοινωνικός λειτουργός στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης και ένας εκ των συγγραφέων του «The Loss of Sadness: How psychiatry transformed normal sorrow into depressive disorder» (Oxford University Press, 2007). «Παίζουμε με ένα κομμάτι της βιολογικής μας σύνθεσης».
Από την άλλη, είναι πολλοί οι ψυχίατροι που διαφωνούν με την ιδέα να συμφιλιωθούμε με τη δυστυχισμένη πλευρά του εαυτού μας. Η θλίψη έχει την κακή συνήθεια να μετατρέπεται σε κατάθλιψη, προειδοποιούν. Ακόμη και όταν τα άτομα έχουν πολύ δυνατούς λόγους για να είναι στενοχωρημένα, πρέπει να έχουν τη δυνατότητα λήψης φαρμακευτικής αγωγής για να νιώσουν καλύτερα, αν αυτό θέλουν.
Ποιος έχει δίκιο λοιπόν; Είναι η θλίψη κάτι χωρίς το οποίο μπορούμε να ζήσουμε ή αποτελεί σημαντικό τμήμα της ανθρώπινης υπόστασης;
Υπάρχουν πολλές θεωρίες σχετικά με τους λόγους ύπαρξης της θλίψης. Μπορεί να είναι μηχανισμός αυτοπροστασίας, καθώς και άλλα πρωτεύοντα θηλαστικά διαθέτουν το συγκεκριμένο συναίσθημα. Ένας πίθηκος ο οποίος δεν δείχνει εμφανώς στενοχώρια μετά την ήττα του, θα μπορούσε να συνεχίσει να φαίνεται ως απειλή στον κυρίαρχο πίθηκο – και κάτι τέτοιο θα μπορούσε να αποβεί μοιραίο.
Ο Wakefield πιστεύει ότι η ανθρώπινη θλίψη έχει μια επιπλέον λειτουργία: μας βοηθά να μαθαίνουμε από τα λάθη μας. «Θεωρώ ότι μία από τις λειτουργίες των έντονα αρνητικών συναισθημάτων είναι να σταματούν τη φυσιολογική μας δραστηριοποίηση, να μας κάνουν να επικεντρωνόμαστε σε κάτι άλλο για λίγο», επισημαίνει. Ίσως να δρα ως ένα ψυχολογικό αποτρεπτικό μέσο για να μας εμποδίσει να κάνουμε λάθη εξαρχής. Για παράδειγμα, ο κίνδυνος της στενοχώριας μπορεί να μας αποτρέπει από το να είμαστε υπεροπτικοί στις σχέσεις μας ή σε άλλα πράγματα που εκτιμούμε.
Επιπροσθέτως, σχολιάζει ο Paul Keedwell, ψυχίατρος στο Πανεπιστήμιο Κάρντιφ της Μ. Βρετανίας, ακόμη και η πραγματική κατάθλιψη μπορεί να μας σώζει από τις επιπτώσεις του μακροχρόνιου άγχους. Αν δεν αφιερώνουμε χρόνο για να σκεφτούμε, ισχυρίζεται, «μπορεί να παραμένουμε σε κατάσταση χρόνιου άγχους μέχρι να εξαντληθούμε ή να πεθάνουμε». Πιστεύει ακόμη ότι μπορεί να έχουμε εξελιχθεί να δείχνουμε τη στενοχώρια μας ως τρόπο επικοινωνίας. Όντας εμφανώς θλιμμένοι, λέμε στα υπόλοιπα μέλη της κοινότητας ότι χρειαζόμαστε υποστήριξη.
Εξάλλου είναι κοινή η διαπίστωση ότι η δημιουργικότητα συνδέεται με τη σκοτεινή διάθεση. Πολλοί μεγάλοι καλλιτέχνες, μουσικοί και συγγραφείς υπέφεραν από κατάθλιψη ή διπολική διαταραχή. Αν και θα ήταν πολύ δύσκολο να βρεθούν αρκετές αναγνωρισμένες ιδιοφυίες για να ελεγχθεί αυτή η παρατήρηση στα πλαίσια μιας μεγάλης έρευνας, υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι η δημιουργικότητα όντως συσχετίζεται με ψυχολογικές διαταραχές.
Η Modupe Akinola και η Wendy Berry Mendes από το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ βρήκαν ότι τα άτομα με σημάδια κατάθλιψης απέδιδαν καλύτερα σε δημιουργικές εργασίες, ειδικά όταν οι ερευνητές ενίσχυαν την κακή τους διάθεση. Οι επιστήμονες θεωρούν είτε ότι οι αρνητικές συνθήκες κάνουν τους ανθρώπους να αναμασούν τις άσχημες εμπειρίες τους, κάτι που επιτρέπει στις υποσυνείδητες δημιουργικές διαδικασίες να έρχονται στο προσκήνιο, είτε ότι ωθούν τα επιρρεπή στην κατάθλιψη άτομα να δουλεύουν σκληρότερα προκειμένου να αποδιώξουν την κακή διάθεση.
Επιπλέον, έρευνες έχουν δείξει ότι η υπερβολική ευτυχία βλάπτει την… καριέρα. Ο Ed Diener, ψυχολόγος στο Πανεπιστήμιο του Ιλινόις, διαπίστωσε ότι τα άτομα που βαθμολογούνταν με 8 στα 10 σε μία ειδικά διαμορφωμένη κλίμακα ευτυχίας, ήταν πιο επιτυχημένα από άποψη εισοδήματος και εκπαίδευσης από αυτούς που έπαιρναν 9 ή 10.
Αυτό μπορεί απλά να δείχνει ότι οι πιο χαρούμενοι είναι αυτοί που δίνουν περισσότερη έμφαση τις προσωπικές σχέσεις από την εξουσία και την επιτυχία, αλλά θα μπορούσε να σημαίνει ακόμη ότι τα άτομα που είναι «υπερβολικά ευτυχισμένα» χάνουν την επιθυμία τους να αλλάξουν προς το καλύτερο τη ζωή τους.
Η συνταγογράφηση κατά της θλίψης, σύμφωνα με τον Keedwell, θα μπορούσε να έχει παρόμοια αποτελέσματα, αμβλύνοντας τις συνέπειες των άσχημων καταστάσεων και αφαιρώντας από τους ανθρώπους τα κίνητρα για να βελτιώσουν τις συνθήκες ζωής τους. Η χορήγηση αντικαταθλιπτικών σε άτομα που το πραγματικό τους πρόβλημα βρίσκεται κάπου αλλού -σε μια κακή σχέση, για παράδειγμα- μπορεί να οδηγήσει στη διαιώνιση του αληθινού προβλήματος.
Ασχέτως, πάντως, από το αν η θλίψη είναι χρήσιμη ή όχι, όλοι συμφωνούν ότι η κλινική κατάθλιψη δεν είναι. Δυστυχώς, δεν είναι σαφής η γραμμή που διαχωρίζει τις δύο καταστάσεις.
Ο Ian Hickie από το Ερευνητικό Ινστιτούτο «Brain and Mind» του Πανεπιστημίου του Σίδνεϊ, τονίζει ότι σύμφωνα με τις ενδείξεις, ο αριθμός των αυτοκτονιών μειώνεται όσο αυξάνεται ο αριθμός των διαγνώσεων για κατάθλιψη. «Οι περισσότερες αυτοκτονίες δεν συμβαίνουν σε αυτούς που πάσχουν από τις σοβαρότερες μορφές κατάθλιψης», σχολιάζει.
Ο Wakefield, ωστόσο, εμφανίζεται διστακτικός στη συνταγογράφηση χαπιών όταν δεν είναι βέβαιο ότι είναι απαραίτητα. Εξάλλου, επισημαίνει, τα αντικαταθλιπτικά έχουν παρενέργειες, κάποιες εκ των οποίων σοβαρές.
Επομένως, πού οδηγεί η συζήτηση για την ανθρώπινη θλίψη; Θα έπρεπε να αποδεχθούμε ότι ορισμένα μεγάλα γεγονότα της ζωής μάς κάνουν τόσο δυστυχείς ώστε να είμαστε προσωρινά ανήμποροι; Ή θα έπρεπε να τρέχουμε στον γιατρό με την ελπίδα ότι τα χάπια θα επισπεύσουν το ταξίδι της επιστροφής στην ευτυχία;
Ο Ken Kendler, ψυχίατρος στο Πανεπιστήμιο της Κοινοπολιτείας της Βιρτζίνια, δηλώνει ότι για κάποιους ανθρώπους, η αντιμετώπιση της θλίψης είναι επιτακτική. Αναφέρει την περίπτωση μίας 30χρονης μητέρας η οποία είχε διαγνωστεί με μία καρδιακή ασθένεια που θα την σκότωνε ακαριαία κάποια στιγμή στο μέλλον. Η επίγνωση του γεγονότος τής είχε προκαλέσει -φυσιολογικά- κατάθλιψη, αλλά δεν ήθελε να ζήσει τον υπόλοιπο καιρό με αυτόν τον τρόπο, ανίκανη να φροντίσει την οικογένειά της.
Για όσους, όμως, από μας δεν αντιμετωπίζουμε τόσο ακραία προβλήματα, ο Terence Ketter, ψυχίατρος στο Πανεπιστήμιο Στάνφορντ της Καλιφόρνιας, είναι πολύ επιφυλακτικός: «Το κόστος της ευτυχίας είναι ο εφησυχασμός», εξηγεί. Η στενοχώρια εξακολουθεί να είναι χρήσιμη: «Η μη ικανοποίηση δίνει κίνητρο για αλλαγή. […] Τα συναισθήματα είναι πληροφορία».
Ο Keedwell συμφωνεί: «Ξεκάθαρα, αν δεν αισθανόμασταν δυστυχείς όταν αποτυγχάνουμε σε κάποιους στόχους, δεν θα οπισθοχωρούσαμε για να ενδοσκοπήσουμε και πιθανόν να δοκιμάσουμε να αλλάξουμε τις στρατηγικές μας», λέει αντανακλώντας τις απόψεις του Wakefield και της έρευνας του Χάρβαρντ. «Αν ήμασταν ενθουσιώδεις και περιχαρείς, θα πηγαίναμε στα τυφλά».
Και οι δύο πλευρές βρίσκουν κοινό παρονομαστή στο γεγονός ότι μπορεί κάποιος να ανεβάσει τη διάθεσή του χωρίς τη χρήση χαπιών. «Μια εναλλακτική είναι να σκεφτείς τι σε κάνει δυστυχισμένο», λέει ο Wakefield. «Μια άλλη δυνατότητα είναι η παρατηρητική αναμονή. Μια πιο προσεκτική θεώρηση της κατάστασης βοηθά τα άτομα να σκεφτούν καλύτερα τις επιλογές τους».
Ο Diener, τέλος, προτείνει να σταματήσουμε να έχουμε εμμονή με τη συνεχή ευτυχία. «Ένα από τα πράγματα που θέλουμε να κάνουμε είναι να βγάλουμε τους ανθρώπους από την πλάνη ότι δεν είναι αρκετά ευτυχισμένοι», εξηγεί. Αναφέρει μία έρευνα που χρησιμοποίησε ειδικό λογισμικό για να μετρήσει τα αισθήματα της Μόνα Λίζα και συμπέρανε ότι είναι κατά 83% ευτυχισμένη. Το υπόλοιπο 17% είναι ένα μείγμα αρνητικών συναισθημάτων όπως φόβος και οργή. Και αυτή η αναλογία φαίνεται ότι είναι σωστή.
Στα μισά του δρόμου από την κατάθλιψη
Η ζωή μπορεί να αρχίζει στα 40, αλλά αμερικανική έρευνα υποδεικνύει ότι τα 44 είναι η κρίσιμη ηλικία που είμαστε πιο ευάλωτοι στην κατάθλιψη.
Ανάλυση δεδομένων που πραγματοποίησαν το Πανεπιστήμιο του Warwick και το Κολλέγιο Dartmouth, σε δείγμα 2 εκατομμυρίων ατόμων από 80 χώρες, έδειξε ότι ανεξαρτήτως καταγωγής, φύλου, προέλευσης, οικονομικής κατάστασης, ο κίνδυνος κατάθλιψης ήταν χαμηλότερος σε νεότερους και πιο ηλικιωμένους ανθρώπους, αλλά υψηλός στους μεσήλικες. Η μόνη χώρα που παρουσίασε μεγάλη διαφορά ανάμεσα στα δύο φύλα ήταν οι ΗΠΑ, όπου το ποσοστό μελαγχολίας ήταν μεγαλύτερο στην ηλικία των 40 για τις γυναίκες και των 50 για τους άντρες.
Ο ερευνητής καθηγητής Andrew Oswald από το Πανεπιστήμιο του Warwick, εξηγεί: «Συμβαίνει σε άντρες και γυναίκες, εργένηδες και παντρεμένους, πλούσιους και φτωχούς, με ή χωρίς παιδιά».
Αν και δεν είναι σαφής ο λόγος που η μέση ηλικία είναι τόσο κρίσιμη για την ψυχολογία του ανθρώπου, ο καθηγητής Oswald προσθέτει: «Μία πιθανότητα είναι ότι τα άτομα μαθαίνουν να προσαρμόζονται στις δυνάμεις και τις αδυναμίες τους και στα μέσα της ζωής τους καταπνίγουν τις ανέφικτες προσδοκίες. Μια άλλη πιθανότητα είναι ότι στη δουλειά, τα άτομα έχουν δει συνομήλικους να πεθαίνουν και εκτιμούν περισσότερο τα εναπομείναντα χρόνια. Ίσως οι άνθρωποι με κάποιον τρόπο μαθαίνουν να υπολογίζουν τα αγαθά τους».
Σύμφωνα με τον καθηγητή, για τον μέσο άνθρωπο η επανάκαμψη από τη μελαγχολία έρχεται αργά και όχι μέσα σε ένα χρόνο. Μόνο στα 50 τους, οι περισσότεροι βγαίνουν από τη δύσκολη φάση. «Ωστόσο είναι ενθαρρυντικό ότι, μέχρι τα 70 σου, αν είναι σωματικά ικανός, κατά μέσο όρο είσαι τόσο ευτυχής και ψυχικά υγιής όσο και στα 20 σου. Πιθανόν η συνειδητοποίηση ότι τέτοια συναισθήματα είναι απολύτως φυσιολογικά στη μέση ηλικία μπορεί ακόμη και να βοηθήσει τα άτομα να επιβιώσουν καλύτερα από αυτή τη φάση».
Το αλάτι φτιάχνει τη διάθεση
Επιστήμονες ισχυρίζονται ότι προσθέτουμε επιπλέον αλάτι στο φαγητό μας επειδή τονώνει τη διάθεσή μας, ακόμη και αν ξέρουμε ότι βλάπτει την υγεία μας.
Ερευνητές από το Πανεπιστήμιο της Αϊόβα γράφουν στο Psychology and Behavior ότι το αλάτι μπορεί να λειτουργεί ως φυσικό αντικαταθλιπτικό.
Δοκιμές σε πειραματόζωα έδειξαν ότι όσα έπαιρναν ανεπαρκείς ποσότητες αλατιού απέφευγαν δραστηριότητες που συνήθως απολάμβαναν, γεγονός που αποτελεί ένδειξη κατάθλιψης.
Ο οργανισμός έχει ανάγκη από το νάτριο αλλά η υπερβολική ποσότητα και η συνεπαγόμενη αύξηση της αρτηριακής πίεσης συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο εγκεφαλικού επεισοδίου και καρδιακών νοσημάτων.
Ο μέσος ενήλικος δεν πρέπει να καταναλώνει περισσότερο από 6 γρ. ημερησίως.
Τα τεστ που διεξήγαγαν οι Αμερικανοί ερευνητές βρήκαν ότι όταν τα πειραματόζωα στερούνταν το αλάτι, απέφευγαν δραστηριότητες που συνήθως απολάμβαναν όπως το να πίνουν μία ζαχαρώδη ουσία ή να πιέζουν μία ράβδο που δημιουργούσε ευχάριστη αίσθηση στον εγκέφαλό τους.
Η επικεφαλής της έρευνας, ψυχολόγος Kim Johnson, εξήγησε ότι η απώλεια ευχαρίστησης σε συνήθως ευχάριστες δραστηριότητες είναι ένα από τα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά της ψυχολογικής κατάθλιψης.
Ταυτόχρονα τόνισε ότι υπάρχουν ενδείξεις ότι το αλάτι μπορεί να είναι εθιστικό. Ένα σημάδι του εθισμού είναι η χρήση μίας ουσίας ακόμη και όταν είναι γνωστό ότι αυτή είναι βλαβερή. Όταν οι άνθρωποι γνωρίζουν ότι πρέπει να περιορίσουν την πρόσληψη αλατιού, βρίσκουν τα ανάλατα φαγητά τόσο άνοστα ώστε συνεχίζουν να το καταναλώνουν.
Μία άλλη ισχυρή ένδειξη εθισμού είναι η εκδήλωσης έντονης επιθυμίας σε περίπτωση στέρησής του. Η ομάδα από το Πανεπιστήμιο της Αϊόβα τόνισε ότι τα πειράματα έδειξαν παρόμοιες αλλαγές στην εγκεφαλική δραστηριότητα όταν τα πειραματόζωα εκτίθεντο σε ναρκωτικά ή σε στέρηση αλατιού.
Νους υγιής εν σώματι υγιεί
Η έλλειψη σωματικής άσκησης μπορεί να σε οδηγήσει σε κατάθλιψη και Αλτσχάιμερ, προειδοποιούν Βρετανοί επιστήμονες.
Έρευνα που διεξήγαγε το Πανεπιστήμιο του Μπρίστολ και παρουσιάστηκε σε συνέδριο του British Nutrition Foundation, υποστηρίζει ότι η φυσική δραστηριότητα μειώνει τον κίνδυνο εμφάνισης Αλτσχάιμερ κατά ένα τρίτο.
Οι Βρετανοί ερευνητές ανέλυσαν τα συμπεράσματα 17 μελετών σχετικά με τις επιδράσεις της άσκησης στην άνοια και τη νόσο του Αλτσχάιμερ. Διαπίστωσαν ότι η τακτική γυμναστική ρίχνει τις πιθανότητες να πάθεις Αλτσχάιμερ κατά 30-40%. Οι επιστήμονες θεωρούν ότι αυτό οφείλεται στην απελευθέρωση χημικών στον εγκέφαλο, αλλά και στην καλή διατήρηση του αγγειακού συστήματος.
Όπως δήλωσε στο συνέδριο η καθηγήτρια Nanette Mutrie, ειδικός στην αθλητική ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο Strathclyde, η νοητική υγεία είναι μείζονος σημασίας και η γυμναστική είναι σημαντική για τη βελτίωση της αυτοεκτίμησης, της διάθεσης, της αντιμετώπισης του άγχους, ακόμη και της ποιότητας του ύπνου. Τόνισε ότι οι άνθρωποι που δεν γυμνάζονται έχουν δύο φορές περισσότερες πιθανότητες να νοσήσουν από κατάθλιψη, ενώ υπάρχουν αποδείξεις ότι η γυμναστική είναι αποτελεσματική θεραπεία για την κατάθλιψη.